Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Η κληρονομιά της γριάς Σουλιώτισσας - Του Γιάννη Βλαχογιάννη

Η γριά Σουλιώτισσα είπε να πεθάνει πια. Ένιωσε το θάνατό της, σα να ‘χε το προμήνυμά του από καιρό. Κι αλήθεια, τα στερνά της έδειξαν πως ήταν έτοιμη ήσυχα να τον καλοδεχτεί.

Την τελευταία στιγμή ανησύχησε. Δείλιασε μ' έναν τρόπο. Κάτι έδειξε πως είχε λησμονήσει.
Γύρω της, θυγατέρες και γαμπροί την έκλαιγαν. Κι αυτή ανάλαβε άξαφνα. Ζήτησε το μικρό τον έγγονά της. Κι έβγαλε τους άλλους όξω. Την ολοΰστερή της τη βουλή θα του παράδινε, κι ήταν επίσημη η ετοιμοθάνατη. Κι ενώ άρχιζε το παραλογητό της, η ματιά της έφεγγε καθαρή.
Σε σένα, γιε μου, είπε, θέλω ν’ αφήσω τη διαθήκη μου τη μυστική ― κανείς να μην τη μάθει! Η ευκή μου κι η κατάρα μου, να σηκωθείς να πας στο Σούλι. Πρώτα θέλω να σου μολογήσω πως το Σούλι θα λευτερωθεί! Και θα πας αντάμα με τους άλλους τους Σουλιώτες. Τότε, αφού γονατίσεις και φιλήσεις τ' άγιο χώμα του, να κάμεις κατοχή στο σπίτι. Θα το γνωρίσεις απ’ το δέντρο το μεγάλο στην αυλή... μπορεί να μην είναι όμως... και το σπίτι να γκρεμίστηκε, αλήθεια ― να το βρεις! Και να το ξαναχτίσεις στα παλιά του θέμελα. Ρωτώντας θα το μάθεις. Κάποιος παλιός θα μαρτυρήσει τ’ όνομά του· το δικό μας τ' όνομα! Να τ’ αγιάσεις πρώτα, και να κατοικήσεις. Οι Τούρκοι θα το μόλεψαν... νυφούλα ήμουν που τ' άφησα ― να πας!
Έπειτα να ζητήσεις τα χτήματά μας, που θ' αγρίεψαν τώρα και θα θέριεψαν. Αν τα ‘χει ξένος, θα τα πάρεις με το χέρι σου, με το σπαθί σου! θα ζητήσεις και το διάφορο τους τόσα χρόνια. Ακούς; Είναι η προίκα μου τα παλιοχώραφα, μα είν' ακριβά για σένα ― τέτοια είναι που είναι. Τον τόπο τονέ λεν Αστραπολάγκαδο. Απ' τ' όνομα θα τονέ γνωρίσεις. Θα καταλάβεις μοναχός σου. Και τα σημάδια θα σου τονέ δείξουν ολοφάνερα. Στην άκρη είναι το ρέμα, το Στειρόρεμα. Καταμεσής σηκώνεται ένας βράχος, Ανεμόβραχος.
Εκεί από κάτου στάλιζαν τα γίδια μας, που εγώ τα βόσκαγα κορίτσι. Τώρα ξένα θα ρημάζουν ― να τα διώξεις! Κι από πάνου άγρια μελίσσια φώλιαζαν. Εκεί σκαρφάλωνα μικρή, και τα τρυγούσα. Χιλιάδες οκάδες το μέλι θα ‘χει γίνει τώρα. Κι είναι δικό σου όλο το μέλι! Και το κερί! Όλα δικά σου θα ‘ναι! Με την ευκή μου σου τ' αφήνω. Και σ' αφήνω γεια... μη λησμονήσεις τίποτα... και σώπα...
Έπεσε ανάστομα και παραδόθηκε. Την τελευταία στιγμή σφράγισε με το δάχτυλο το στόμα της. Και χαμογέλασε. Ήτανε σημάδι στο παιδί. Τα μάτια της πια σ' άλλον κόσμο βλέπανε.

Σημ. του συγγραφέα:
Παράξενη είναι η προφητική πεποίθηση της γριάς Σουλιώτισσας για το Σούλι, πως θα λευτερωθεί μια μέρα. Η μικρή αυτή ιστορία γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στα 1908 και δεύτερη στα 1912. Η τρίτη έκδοσή της βρίσκει λεύτερο το Σούλι! Ποιος να το πίστευε, εδώ και κάμποσον καιρό, πως τόσο γλήγορα, και τόσο ξαφνικά θα βλέπαμε τ’ άγια των αγίων του Ελληνισμού, το Σούλι, την Πάργα, τα Γιάννινα, το γέρο Όλυμπο, τ’ Άγιον Όρος, τη Θεσσαλονίκη λεύτερα!



Δεν υπάρχουν σχόλια: