Δεκαετία του εξήντα, καλοκαίρι Κυριακή. Η Εκκλησιά
απόληκε. Καθόμαστε στη σκιά.
Κάτου από τα γράβια νάσου και ο Πρόεδρος. Χωριανοί
λέει ακούστε με για λίγο, την Κυριακή θα έρθει αυτός ο μεγάλος πατριώτης μας ο βουλευτής να μας μιλήσει, πρέπει να ήμαστε όλοι
εδώ γιατί είναι δικός μας άνθρωπος.
Πόσα καλά δεν έκανε αυτός δεν έστειλε τα παιδιά
της Σταύραινας στη Γερμανία; Αμ του Κωστάκ' της Μήτραινας στο Ζηρό (Παιδόπολη) και τον Νίκο
τσ Αλέξους στου Γεωργίου Σταύρου.
Πρέπει να τον βοηθήσουμε όπως αυτός εμάς.
Έρχεται η Κυριακή μαζευτήκαμε ούλοι εμείς παιδάκια
μετά εμφυλίου με κάτι φαρδιά πουκάμισα που μας τα στείλανε αυτοί οι καλοί
άνθρωποι οι Αμερικάνοι. Έτσι έλεγε ο καπετάνιος που είναι στο τμήμα. Πανταλόνι
μαλλίσιο με τιράντες πάντοτε λερωμένες πέφτανε στο χαλέ και παπούτσι γαλότσα
τρύπια. Μαζευτήκαν όλοι οι χωριανοί κλείσαν οι τσοπαναρέοι τα πρόβατα στα
μαντριά, μόνο ο μπάρμπα Βαγγέλης δεν ήρθε. Το 'χετε χαμένου πάλι πουρδαλιές θα
αμολίκ.
Στείλαν ένα χαλέπετο κερατζή να τον φέρει στο
χωριό γιατί το λεωφορείο απείχε τρεις ώρες δρόμο με το μουλάρι. Καλοκαίρι ο
Άραχθος περνιέται από τον πόρο αλλά αυτό το χαμένου πήγε από τις πλακανίδες, γλιστράει το μουλάρι πέφτει ο μπάρμπας στο ποτάμι. Στέκεται και του λέει του
βουλευτά. Δεν μου λες κυρ πρόεδρε εκείνο το γιοφύρι που μας έταξες πότες θα το
φτιάξεις; Κόκκαλο ο αφέντης. Φτάνουν στο χωριό. Λούτσα ο μπάρμπας τι να κάνουμε
τώρα του δίνουν τα ρούχα του μπακάλη. Ο μπακάλης θηρίο αυτός μισοριξιά ήταν, σα
γαϊδουράκος με μεγάλο σαμάρι. Ανέβηκε στη σκάλα εκεί στο σχολειό που λέγαμε τα
ποιήματα είπε πολλά, μας γέμισε αλογόμυγες και πουρδαλιές, ότι θα φτιάκει ένα
εργοστάσιο εκεί που σμίγουν τα δυο ποτάμια, θα βάζει το γάλα σε κτιά και σε
γαράφες, έτσι τα έλεγε αυτός [ εγώ είμαι θκός σας] .Είπε πολλές μπαταλομάρες. Εγώ
με το Μητράκ τσ Κώσταινας βάλαμαν τα γέλια. Έρχετε ο Μπλέτσας που ήταν στα ΤΕΑ
άμα ξαναγελάσετε παλιό ντατσκανάρια θα σας βάλω τ' μύτ στου κώλου.
Το καλό το
κράταγε για το τέλος ο καλός άνθρωπος. Πατριώτες λέει εχω ένα παράπονο, σήμερα
χρειάστηκε να μου μιλήσει και μάλιστα ο κερατζης με παραστατικό τρόπο, όποιος
[κατάλαβε κατάλαβε] για εκείνο το γιοφύρ που δεν έχετε και το έχουμε όλοι
ανάγκη σύντομα θα γέν.
Ρε τι λέει ο θεομπαίχτης λέει ο μπάρπα Σταύρος, ο πιο
λογικός μου φαίνεται είναι ο Θύμιος ο κερατζής. Έρχετε ο αγροφύκας του λέι
σσσσσσσσ
Σταύρο βούλωστο άμα θες το θυρωρείο.
Τότε ήταν μεγάλη υπόθεση ένα τέτοιο πόστο στην
Αθήνα ή μια άδεια κουλουρά στον βασιλικό κήπο και όλα με το αζημίωτο.
Τελικά ο πολιτικός έφυγε, ίσως δεν ξέρω και θέλω να
τα λέω όλα, να το έφτιαχνε αλλά του πήραν άλλοι τη θέση με το [ζόρι]. Τελικά το
γεφύρι έγινε ο χαμένος ο κερατζής έβαλε το χεράκι του.
Χαλέπετο= άχρηστο
χαλές= καμπινές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου