«Λάρωσε
καλό μ’, λάρωσε παιδάκι μ’. Τώρα έρχεται
η μάνα σ’». Αυτά τα λόγια άκουγε κανείς
σε κάθε σχεδόν σπίτι. Ήταν η γιαγιά που
για να «λαρώσει» το μωρό, να σταματήσει
το κλάμα, το έπαιρνε στην αγκαλιά της
και κουνώντας το, του έλεγε ρυθμικά και
μελωδικά αυτοσχέδιους στίχους. Τα
«ταχταρίσματα» ή τα «ταρνανίσματα» που
έμοιαζαν με νανουρίσματα. «Ταχτιρτί
του λέγανε και μου το παντρεύανε».
«Κοιμήσου αγγελούδι μου, γλυκά με το
τραγούδι μου». Αλάρωτη η γιαγιά μέχρι
να κοιμήσ’ το κούτσ’κο. Πολλές φορές
το είχε αγκαλιά της, στο ένα χέρι και
ταυτόχρονα μαγείρευε, έπλενε και γενικά
συγύριζε το σπίτι.
Η
γιαγιά, η Βάβω. Μοναδικός ο ρόλος της
στο μεγάλωμα του παιδιού. Μιλάμε για
τις πατριαρχικές - εκτεταμένες οικογένειες.
Στο σπίτι αναγκαστικά έμεναν τρεις
γενιές. Παππούδες, γονείς, παιδιά,
εγγόνια. Έχουμε και λέμε: Οι γονείς στα
χωράφια. Μάνα και πατέρας στα ζωντανά
απ’ τα χαράματα ως το σούρουπο, «όντας
η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος»
ή πολλές φορές ως το βράδυ. Επομένως το
σπίτι έμενε στα χέρια της γιαγιάς. Γιαγιά
η μαγείρισσα, η νοικοκυρά, η παιδοκόμος
κ.ο.κ. Η Βάβω, το ανεκτίμητο κεφάλαιο της
ελληνικής κοινωνίας. Μοναδική η προσφορά
της.
Για
όλα αυτά η βάβου, (βάβω, μπάμπω, βαβά και
γιαγιά) ήταν το πρόσωπο της οικογένειας
με το οποίο το παιδί δενόταν περισσότερο.
Και μιλάμε για δέσιμο ζωής, αφού από
αυτήν άκουγε τα πρώτα τραγούδια, τα
παραμύθια και τις ορμήνιες. Η αγκαλιά
της γιαγιάς ήταν και η καταφυγή του
παιδιού, όταν έκανε ζαβολιές και κινδύνευε
να χειροτονηθεί επισήμως από τη μητέρα
του. Ο παππούς δεν βρισκόταν και πολλές
ώρες στο σπίτι. Κι αν βρισκόταν δεν είχε
καν λόγο, γιατί τα πάντα διαφέντευε η
γιαγιά.
Ευτύχησα
να έχω μια γιαγιά, άγια γυναίκα και άγιο
το χώμα που τη σκέπασε πριν από σαράντα
ολόκληρα χρόνια. Δεν θα ξεχάσω πώς, όταν
πρωτοπήρε εκείνη τη συνταξούλα, την
αγροτική, εκείνο το πεντακοσάρικο,
νομίζω το 1964, έκρυψε τα χάρτινα και πώς
είχε κομποδιασμένα τα λιανώματα. Λύνονταν
ο κόμπος μόνο όταν επρόκειτο να μας
δώσει το χαρτζιλίκι. Διαφορετικά; Δεν
μπορούσε κανείς και με τίποτε να της τα
πάρει.
«Να
‘ναι καλά εκείνος ο Βαγγέλης ο ταχυδρόμος,
άγιος άνθρωπος. Θεός να αναπάψ’ τα
πεθαμένα τ’, που μου δίνει εκείνη τη
συνταξούλα». Έλεγε και ξανάλεγε. Κι όταν
κάποτε η μάνα μου επιχείρησε να της
διευκρινίσει πως από αλλού προέρχονταν
η σύνταξη, έγινε το έλα να δεις. «Ποιος
Βαγγέλης μωρ’ μάνα και ποια σύνταξη να
σου δώσει αυτός. Σύνταξη παίρνεις από
τον Ο.Γ.Α., το κατάλαβες; Από τον Ο.Γ.Α.».
Και πήρε την εξαιρετική απάντηση: «Μού
φαίνεται κοπέλα πως σιούρ’ξες. Ποια
Όλγα και κουραφέξαλα μου τσαμπουνάς;
Έχ’ η Όλγα να δώσ’ αύνταξ’; Πάει, πήρες
τα πλάια; Θέλ’ς διάβασμα μου
φαίνεται».
Οργανικά
αναλφάβητη καθώς ήταν μπέρδευε το Ο.Γ.Α.
με την Όλγα τη γειτόνισσα, τη σύνταξη
με τον Βαγγέλη τον ταχυδρόμο, τα λιανώματα
(τα κέρματα) που ήταν κατά τη γνώμη της
ανώτερης αξίας από τα χαρτονομίσματα
(παλιοχάρτια τα έλεγε). Μπέρδευε και τι
δεν μπέρδευε. Ένα είχε στο μυαλό της
ξεκαθαρισμένο και το μετέτρεψε με τα
λόγια της σε δίδαγμα ζωής για όλους μας.
«Σας κρένω ορέ, ακούτε με. Μαθ’τε γράμματα
να ανοίξετε τα φωτερά σας». Και συνέχιζε.
«Μη μείνετε γκτσούπια όλη τη ζωή σας».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου