Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Όσο
κι αν φαίνεται σήμερα παράξενο, παράδοξο
ή και παράταιρο «ξενογωνιές» ονομάζονταν
οι ηλικιωμένες γυναίκες που δεν είχαν
παντρευτεί, τα ανύπαντρα κορίτσια και
οι τσιούπρες. Έπιαναν την ξένη γωνιά.
Ούτως ή άλλως ο προορισμός τους ήταν να
φύγουν από το σπίτι. (Να πούμε ότι ξένος
είναι αυτός που είναι κτήμα άλλου, που
ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον). Καταστάσεις
και γεγονότα αδιανόητα για τη σημερινή
εποχή, τότε θεωρούνταν «κοινωνικώς
φυσιολογικά». Και αυτό το φυσιολογικό
απέρρεε από την επικρατούσα αντίληψη
για τη γυναίκα. Όσο και να μας πιάνει η
αγανάκτηση η θέση αυτή της γυναίκας
συνοψίζονταν στο αξίωμα «η γυναίκα
είναι να φκιάνει κανένα φαΐ και να πλένει
κανένα βρακί.» (Προσωπικά έχω πολλές
επιφυλάξεις, αν η κοινωνία μας σήμερα
απόδιωξε καθολικά τέτοιες απαράδεκτες
απόψεις.) Επομένως, το θηλυκό έπρεπε
οπωσδήποτε να παντρευτεί «να μας αδειάσ’
τη γωνιά, να ησυχάσουμε και εμείς, να
μας φύγ’ ο βραχνάς, να ξοφλήσουμε, τέλος
πάντων, το γραμμάτιο της παντρειάς.»
Τα
πρόλαβα, τα πρόλαβα. Γράμματα η γυναίκα;
«Βαγγελ’σμένος θα’ σαι. Τι είν’ αυτά
που λες; Τι τα θέλ’; Να μάθ’ πώς
μαναρίζονται οι πρατίνες;»
Απασχόληση-επάγγελμα; «Σε θιαμαίνω.
Αφύσ’κα πράματα». Χωράφι, σπίτι, γίδες,
κατσίκες και πρατίνες… Πορτοφόλι δικό
της; Ούτε δεκάρα τσακιστή. «Τα λεφτά
τα’χ ο αφέντ’ς». Να πάμε και στα κοινωνικά
δικαιώματα. «Μη κάν’ς κουβέντα». Το
χειρότερο έπεφταν και φάπες. Σε πολλές
ήταν αργασμ’ένο το τομαράκι τους απ’
τη λούρα.
Υπερβολές;
Καθόλου. Αν τολμούσε να διαμαρτυρηθεί
«κακό ζ΄λάπ’ την έφαγε». Και πού άλλωστε
να το πει. Στη μάνα της; Η απάντησή της
ήταν μοτίβο. «Κάτσε στα αυγά σ’ και να
πηγαίν’ς με τα νερά τ’. Δεν μπορώ να σε
σ’μαζώξω εγώ στο σπίτ’ πάλι.»
Ο
κανόνας, λοιπόν, ήταν η ανύπαντρη κόρη
έπρεπε να κάθεται μέσα στο σπίτι, να μη
τη βλέπει ο ήλιος και να περιμεν’ πότε
θα έρθ’ το προξενιό. «Έχω κορίτσ’ άσπρο
σαν το γάλα, δεν ξεμύτ’σε παραπέρα μήτε
ποτέ τη βρήκε η νύχτα όξω απ’ το κατ’κιό
μας.» Και συνέχιζε σιγανά: «σιγά μη μέιν’
ξενογωνιά, όλοι τ’ν θέλουν.»
Κοπελάρες,
χαδιάρες, τριαντάφυλλα έμειναν μέσα
στο σπίτι περιμένοντας το συνοικέσιο.
Κι από πάνω είχαν πολλές φορές και τον
αδελφό να περιμένει το γάμο της αδελφής,
για να παντρευτεί κι αυτός. Να πάρ’
αράδα κι αυτός. Πρώτα παντρειά τα θηλ’κά
και μετά τα σερκά. Και ο κανόνας αυτός
ήταν απαράβατος. Αξίωμα.
Και
εκεί μέσα ήταν απαράβατος ο κανόνας να
ασχοληθεί και να περιποιηθεί τον εαυτό
της. «Τι σαν αυτές τις παλιοπριτσιαλισμένες
πού ‘ρχονται το καλοκάιρ’ εδώ και
πααίνουν στο ποτάμ’ και μπανιαρίζονται
και τσακάν’ τα πράματά τ’ς; Ου, θα μάς
αποδοκιμάσ’ ο Θεός!»
Η
γεροντοκόρη, βέβαια, τραβούσε των «Παθών
της τον τάραχο!» Φωνές, κατσάδες, πίκρες
και αστειεύματα σε βάρος της. Δουλειές
χωρίς σταματημό. Ήταν «ξενογωνιά». Τα
άκουγε σε καθημερινή βάση.
«Δεν
σ’ άρεσε ο Κώτσιος. ‘Ήταν καραφλός. Δεν
είχε μαλλιά στο κέφάλ’; Αυτό σε μάρανε.
Στ’ άλλο το κεφάλ’ είχε και παραείχε…
Τούφες να δουν τα μάτια σ’.»
Εκείνες
που φουρλάτιζαν για τα καλά ήταν οι
γειτόνισσες.
«Αν
είχε μυαλό θα’ παιρνε έναν από τόσους
που της προξένεψαν, αλλά αυτή ήθελε το
αρχοντόπουλο. Έμ’νε μαγκούφα και φ’λάει
τα πρόβατα πέρα στα λόγγα.»
(Όσο
και να φαίνονται παράξενα και απίθανα
αυτά τα πράγματα δεν νομίζω πως
εξαλείφθηκαν παντελώς από την ελληνική
κοινωνία. Με άλλη μορφή γίνονται και
ίσως περισσότερα. Κάθε μέρα μαθαίνουμε
γεγονότα, άλλες να πέφτουν από σκάλες,
παράθυρα και φεγγίτες κι άλλες να
εκπέμπουν ψυχιατρικό S.O.S , να υποβαθμίζονται
και να δευτεροποιούνται, αλλά να υπομένουν
το συνεχές τσαλάκωμα για να διατηρήσουν
το γάμο τους. )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου