Περδικόστηθη τσιγγάνα
ω μαγεύτρα που μιλείς,
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής.
Κ. Παλαμάς
Γράφει ο Χρίστος Α. Τούμπουρος
Στον καθημερινό λόγο η πέρδικα συμβολίζει τη λεβεντιά, το καμάρι και την αντρειοσύνη
Τις αρετές της πέρδικας τις βρίσκουμε στις καθημερινές εκφράσεις του λαού μας:
«Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα!»
«Πέρδικα καμαρωτή μες το κάμπο περπατεί!»
«Το λέει η περδικούλα του!»
Η πέρδικα στο δημοτικό τραγούδι συμβολίζει την ομορφιά, τη χαρά και γενικά εκπέμπει τη γυναικεία αύρα και δροσιά. Ασφαλώς και κατέχει προνομιακή θέση στην ποίηση και είναι -στο δημοτικό τραγούδι- η βασίλισσα των ελληνικών πουλιών.
Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη.
Κι ήρθες το πρωί βρεμένη.
Κι ήρθες το πρωί βρεμένη.
……………..
Ήμουνα ψηλά στα πλάγια.
Στις δροσές και στα χορτάρια.
Στις δροσές και στα χορτάρια.
…………..
Έτρωγα το Μάη τριφύλλι.
Και τον Αύγουστο σταφύλι.
Και τον Αύγουστο σταφύλι.
Αντικείμενα θαυμασμού στα δημοτικά τραγούδια, εκτός από τη συνολική εικόνα ομορφιάς που δίνει η κόρη είναι μεμονωμένα μέρη και σημεία του σώματος: κορμί, κεφάλι, μαλλιά, πρόσωπο, μάτια, χέρια κλπ. Η ομορφιά λειτουργεί συνεκδοχικά -το μέρος αντί του όλου- αλλά πρόκειται, βέβαια, για ένα μέρος άξιο να εκπροσωπήσει το όλο.
Το δημοτικό τραγούδι -στο σύνθετο με τα μάτια επίθετο κυρίως- επιμένει να εκδηλώνει τη γυναικεία ομορφιά. Έτσι έχουμε: γαλανομάτα, καταγάλανη, γαλανούλα, κρασογαλανή, μαυρομάτα, μαυροματούσα, μαυροματού, μπιρμπιλομάτα, παρδαλομάτα, παιχνιδοματούσα, τσακιρομάτα, αλλά και περδικομάτα.
"Απόψε δεν επλάγιασα, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, και πάλι δεν νυστάζω
Γιατί εκουβέντιασα πολύ, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, με μια γειτόνισσά μου
Που 'χε τ' αχείλι κόκκινο, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, με το βερτζί βαμμένο
Κι έσκυψα και την φίλησα, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, κι έβαψε το δικό μου"
πέρδικα η πέρδικά μου, και πάλι δεν νυστάζω
Γιατί εκουβέντιασα πολύ, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, με μια γειτόνισσά μου
Που 'χε τ' αχείλι κόκκινο, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, με το βερτζί βαμμένο
Κι έσκυψα και την φίλησα, πέρδικα μωρέ πέρδικα
πέρδικα η πέρδικά μου, κι έβαψε το δικό μου"
Σε ποιον δεν ερχεται στο νου το δημοτικό τραγούδι: « Ξύπνα περδικομάτα μου». Το τραγουδούσε το ψίκι του γαμπρού, όταν έφτανε στο σπίτι της νύφης για να την πάρουν για το γάμο.
Δεν είναι ακριβώς τσάμικο, γι αυτό... Είναι ιδιόμορφος χορός (που μοιάζει με τσάμικο) και παρουσιάζει πολλές παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή. Τραγουδιέται και χορεύεται σ’ όλη την Ήπειρο.
(Το ψίκι του γαμπρού για να πάρουν τη νύφη. Εξω από το σπίτι της τραγουδούσαν και την περδικομάτα)
Ξύπνα περδικομάτα μου μωρέ,
κι ‘ρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσά στολίδια σου φερα μωρέ,
να πλέξεις στα μαλλιά σου.
Κι αν ήρθες καλοσώρισες μωρέ,
ας έκανες και κόπο.
Ήρθες και μας ομόρφυνες μωρέ,
τον άσχημο τον τόπο.
Δεν το ‘ξερα λεβέντη μου μωρέ,
πως ήρθε η αφεντιά σου.
Να πεταχτώ σαν πέρδικα μωρέ,
να ‘ρθω στην αγκαλιά σου.
Νάζια σου κάνω μάτια μου,
και να με συμπαθήσεις.
Το ακρινό παράθυρο,
απόψε μην το κλείσεις.
Κι αλλη μια χάρη σου ζητώ,
θα σε παρακαλέσω.
Ώρε στο στρώμα που κοιμάσαι εσύ,
να ‘ρθω κι εγω να πέσω.
Να, κι ένα τραγούδι του γάμου που τραγουδιέται μετά από τα στέφανα, όταν η νύφη πηγαίνει από την εκκλησία στο σπίτι του γαμπρού όπου την υποδέχεται η πεθερά της.
-Έβγα μάνα μου να δεις πέρδικα που σου ‘φερα,
πέρδικα και περιστέρα του παπά τη θυγατέρα.
-Έβγα πεθερά στη σκάλα με το μέλι με το γάλα,
ρίξε ρύζι να ριζώσουν να προκόψουν να στεριώσουν.
-Ρίξε πεθερά το ρύζι, ρίξε νύφη τη κουλούρα,
ρίξε νύφη τη κουλούρα, τι μας έπιασε λιγούρα.
-Πέζε νύφη, δεν πεζεύω, θέλω τάμα να πεζέψω,
τάμα από τον πεθερό μου, τάμα από την πεθερά μου.
πέρδικα και περιστέρα του παπά τη θυγατέρα.
-Έβγα πεθερά στη σκάλα με το μέλι με το γάλα,
ρίξε ρύζι να ριζώσουν να προκόψουν να στεριώσουν.
-Ρίξε πεθερά το ρύζι, ρίξε νύφη τη κουλούρα,
ρίξε νύφη τη κουλούρα, τι μας έπιασε λιγούρα.
-Πέζε νύφη, δεν πεζεύω, θέλω τάμα να πεζέψω,
τάμα από τον πεθερό μου, τάμα από την πεθερά μου.
Παραθέτουμε ένα υπέροχο ποιητικό κείμενο που τονίζει τα προσόντα, την ομορφιά, την τσαχπινιά… της πέρδικας, της όμορφης δηλαδή γυναίκας.
Απόψε δεν επλάγιασα πέρδικα μωρή πέρδικα
πέρδικα μου, η πέρδικα μου και σήμερα νυστάζω.
Γιατί εκουβέντιασα πολύ περδικούλα λυγερή
πέρδικα, η πέρδικα μου με μια γειτόνισσα μου.
Πόχει τα μάτια σαν ελιές πέρδικα δεν μας το λες
πέρδικα μου, η πέρδικα μου τα φρύδια σαν γαϊτάνι.
Και τα σγουρά της τα μαλλιά, πέρδικα μωρή πέρδικα
πέρδικα, η πέρδικα μου, σαράντα δυο πλεξούδες.
Στους ουρανούς τα διάζεται, πέρδικα μωρή πέρδικα
πέρδικα, η πέρδικα μου, στους κάμπους τα τυλίγει.
Και στον αφρό της θάλασσας, πέρδικα μωρή πέρδικα
πέρδικα, η πέρδικα μου, τα λούζει τα χτενίζει.
Πόχει τα χείλια κόκκινα, πέρδικα μπερδεύτηκα
πέρδικα, η πέρδικα μου, με το βερτζί βαμμένα.
Έσκυψα και τη φίλησα, πέρδικα μωρή πέρδικα.
Ακόμα στη δημοτικό τραγούδι, η πέρδικα δείχνει την «ερωτική τιμιότητά» της, πιστή και απόλυτη στον έρωτά της, που μας παραπέμπει σε σχετικούς συνειρμούς.
-Πέταξε η περδικούλα μου πέταξε η πέρδικά μου
πέταξε από τα έλατα κι έλα στην αγκαλιά μου
που σούχω μόσχο να λουστείς, κρεβάτι να πλαγιάσεις
έλα γλυκιά μου πέρδικα έλα και δεν θα χάσεις
-Κρεβάτι έχω τα έλατα και σκέπασμα τα χιόνια
δική σου θάμαι πάντοτε δική σου θάμαι αιώνια!
Η Αγάπη, ο έρωτας, ο καημός, η πίστη, ο όρκος πίστης και το όνειρο του γάμου στην πέρδικα συμβολοποιούνται.
Περδικούλα ημέρευα κι εκείνη αγριευότανε
Θύμωσα την έδειρα, στα βουνά την έστειλα
Στα βουνά τα πετρωτά τα μολυβοσκέπαστα (μαρμαρολίθαρα)
Μιαν αυγή μια Κυριακή, την αϊκώ να κελαηδεί
την αϊκώ να κελαηδεί, μες του εχθρού μου την αυλή
-Πέτα η περδικούλα μου κι έλα στα χερούλια μου!
Κι αν σε ξαναδείρω εγώ, σε εκκλησιά να μην εμπώ!
-Τι καλό να θυμηθώ στα χερούλια σου να ρθώ;
Και
τέλος στην πέρδικα αποτυπώνεται η
λεβεντιά η κορμοστασιά, η αγωνιστικότητα,
η επαναστατικότητα και το κολοκοτρωναίικο
αγωνιστικό πνεύμα.
- Μωρ’ περδικούλα του Μοριά
- Μωρ’ περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατημένη
αυτού ψηλά, γεια σου, πέρδικα, αυτού ψηλά να που πέτεσαι
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά ‘γναντεύεις
Μην είδες, γεια σου, πέρδικα, μην είδες κλέφτες πουθενά
Μην είδες κλέφτες πουθενά, τους Κολοκοτρωναίους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου