Ελένη
Κουρμαντζή
Από
τον 17ο αιώνα και κατά τους μετέπειτα αιώνες, τα Ιωάννινα αποτελούν έναν από
τους σημαντικότερους διαμετακομιστικούς πόλους ολόκληρου του ελλαδικού χώρου.
Γιαννιώτες έμποροι κινούνται δραστήρια σε όλον αυτό τον χώρο, ενώ έχουν
επεκταθεί και πέραν του Ιονίου προς τις ιταλικές ακτές, και κυρίως προς τη
Βενετία. Δημιουργείται έτσι σιγά – σιγά στη Βενετία μια συμπαγής γιαννιώτικη
παροικία, η οποία θα διαπρέψει όχι μόνον στο εμπόριο αλλά και στα Γράμματα.
Έχουμε πλέον τη δημιουργία μιας κοσμοπολιτικής εμπορικής τάξης, η οποία ξεφεύγει
από τα κατεστημένα του τότε εσωτερικού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η οποία
καθόλου τυχαία επιδεικνύει ένα λαμπρό παράδειγμα αυτό της χορηγίας για την
ίδρυση νεωτερικών Σχολείων στα Ιωάννινα.
Ιδρύονται
στα Ιωάννινα κατά σειρά τρεις νεωτερικές Σχολές: Αυτή του Επιφάνειου Ηγούμενου
το 1645, του Εμμανουήλ Γκιόνμα το 1672, του Λάμπρου και Σίμωνος Μαρούτζη λίγο
αργότερα, το 1742. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφεται στη Διαθήκη του
Επιφάνειου Ηγούμενου: ο «Έλλην διδάσκαλος» της Σχολής υποχρεούται «να διδάσκη
γράμματα Ελληνικά, εις τα παιδία και τα κοράσια τα οποία θα θελήσουν να μάθουν,
ο οποίος διδάσκαλος πρέπει να εκλέγηται κατά τριετίαν». Ο Λάμπρος Μαρούτζης στη
Διαθήκη του διορίζει διδάσκαλο «με υποχρέωσιν του ιδίου να διδάσκη εις τα
Γιάννινα τας επιστήμας ήτοι λογικήν, φυσικήν, μεταφυσικήν, θεολογία εις όποιον
ήθελε σπουδάσει, και μαθηματικά, ελληνιστί και λατινιστί, θεωρών αναγκαίαν την
σπουδήν της λατινικής, διά την επιτυχίαν των ομοεθνών ημών
σπουδαστών».
Δεν είναι τυχαίο ακόμη ότι από τρεις γιαννιώτες ιδρύονται διαδοχικά τα πρώτα
ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας: το 1670 από τον Νικόλαο Γλυκύ, το 1686 από
τον Νικόλαο Σάρο και το 1755 από τον Δημήτριο Θεοδοσίου, οι οποίοι διακινούν ως
εκδοτικοί οίκοι βιβλία σε όλον τον ελληνικό και ελληνόφωνο χώρο.
Η ίδρυση των προαναφερθεισών σχολών στα Γιάννενα αποτελεί ασφαλώς και την απαρχή
της γένεσης μιας σειράς λόγιων προσώπων, τα οποία θα καταγραφούν στη νεοελληνική
ιστορία. Τέτοια πρόσωπα είναι οι πεφωτισμένοι ιερομόναχοι Ευστάθιος Σουγδουρής,
Βησσαρίων Μακρής, Μεθόδιος Ανθρακίτης και Μιχαήλ Μήτρου. Ο τελευταίος, γνωστός
και ως Μελέτιος ο Γεωγράφος, έγραψε τα πρωτοποριακά για την εποχή έργα
Επιτομή της Αστρονομίας και Γεωγραφία Παλαιά και Νέα.
Το εκπαιδευτικό επίπεδο των Ιωαννίνων κατά τα τέλη του 17ου αιώνα περιγράφεται
εκτενώς στο ποίημα του Παΐσιου Ιερομόναχου Έπαινος Ιωαννίνων, από το
οποίο δίδουμε ενδεικτικά εδώ ένα γλαφυρό απόσπασμα:
Ακούν
οι Χριστιανοί, οπόταν διαβαίνουν,
τα
τέκνα τους τα ιερά γράμματα που μαθαίνουν.
Πολλάκις
εις προαύλια, εις πρόθυρα και στράτες
βλέπουσι
και ακούουσιν όλοι οι διαβάτες
παίδας
και τον διδάσκαλον, που κάθεται σιμά τους,
ακούει
και τους οδηγά κατά το μάθημά τους.
Σημαντική στιγμή για το μορφωτικό επίπεδο της πόλης των Ιωαννίνων κατά τον 18ο
αιώνα αποτελεί η ίδρυση το 1742 της πρωτοποριακής Σχολής Μαρούτζη, η οποία
λειτούργησε έως και το 1797, στην οποία δίδαξε και ένας από τους προδρόμους του
λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο περιώνυμος Ευγένιος Βούλγαρις. Είναι όμως
αυτή η περίοδος μια περίοδος καμπής, η οποία θα μας οδηγήσει σε μια νέα,
ριζοσπαστικότερη πλέον περίοδο, λόγω των προεπαναστατικών ζυμώσεων που αφορούν
τον νέο ελληνισμό.
Ιδιαίτερα
όσον αφορά τα Ιωάννινα, νέες παροικίες γιαννιωτών εμπόρων ιδρύονται πέραν της
Βενετίας, στο Λιβόρνο και την Τεργέστη στην Ιταλία, αλλά και στη Μολδοβλαχία,
στο Βουκουρέστι και αλλού, καθώς και στη Ρωσία στη Νίζνα και τη Μόσχα. Τέκνα
εύπορων εμπορικών οικογενειών κατευθύνονται πλέον για σπουδές στο Παρίσι και στη
Βιέννη, όπου τα λεγόμενα νεωτερίζοντα πνεύματα θα επηρεάσουν αυτούς τους
επίδοξους σπουδαστές.
Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο γνωστός μας Αθανάσιος Ψαλίδας, ο οποίος,
έχοντας φυσικά μορφωθεί στα Ιωάννινα, σπουδάζει προσωρινά στη Πολτάβα της
Ουκρανίας και κατευθύνεται στη Βιέννη. Ο Ψαλίδας υπήρξε ένας πολυπράγμων λόγιος,
ο οποίος συνέγραψε αρχικά μια δίγλωσση διατριβή, στα ελληνικά και τα λατινικά,
με τον τίτλο Αληθής Ευδαιμονία ήτοι Βάσις πάσις θρησκείας (1791).
Επίσης εικάζεται ως δικό του έργο και το πρωτοποριακό για τη νεοελληνική
λογοτεχνία Έρωτος Αποτελέσματα, ήτοι ιστορία ηθικοερωτική με πολιτικά
τραγούδια (1792). Στην πολυσχιδή του συγγραφική δραστηριότητα στη Βιέννη,
πέραν των άλλων συγγραφών ποικίλου είδους, συνέγραψε και το κατά βάση πατριωτικό
Καλοκινήματα, ήτοι Εγχειρίδιον κατά Φθόνου και κατά της Λογικής του
Ευγενίου (1795). Ο Ψαλίδας στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στα Ιωάννινα για να
συνεχίσει εκεί την καριέρα του ως διδάσκαλος στην Καπλάνειο Σχολή. Σε αυτόν
αποδίδεται επίσης το πολιτικό – πατριωτικό έργο Ρωσσαγγλογάλλος, γραμμένο περί
το 1806.
Στα Ιωάννινα ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα έχει σχηματιστεί ένας κύκλος
ριζοσπαστών λογίων, αποτελούμενος από τους γιαννιώτες Αθανάσιο Ψαλίδα, Ιωάννη
Βηλαρά, Κυρίτζη Χατζή Πολύζου, τον επτανήσιο Διονύσιο Ταλιαπιέρα και πολλούς
άλλους, στους οποίους θα προστεθεί αργότερα και ο κοζανίτης Γεώργιος
Σακελλάριος, σύντροφος και αυτός του Ρήγα όπως και ο Κυρίτζης Χατζή Πολύζου. Σε
αυτό το κλίμα συγγράφεται και το κορυφαίο προεπαναστατικό έργο Ελληνική
Νομαρχία, ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας (1806), και το οποίο αποδίδεται στον συνήθη
«ύποπτο» Αθανάσιο Ψαλίδα.
Μέσα σε αυτόν τον χώρο δρα και ο πασίγνωστος Ιωάννης Βηλαράς, ιατροφιλόσοφος,
λυρικός και σατιρικός ποιητής, δημοτικιστής, διηγηματογράφος και θεωρούμενος από
τον ίδιο τον Σολωμό ως πρόδρομός του. Πρέπει όμως να επισημανθεί και το ότι ο
Βηλαράς υπήρξε ένας από τους πρώτους που έθεσε μαχητικά το ζήτημα της
ομιλούμενης γλώσσας, ενώ είχε αλληλογραφία με γνωστούς επίσης δημοτικιστές όπως
με τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, τον Γεώργιο Καλαρά και πολλούς άλλους. Ας σημειωθεί
επίσης ότι η σάτιρα του Βηλαρά, πρωτοποριακή για τα ελλαδικά δεδομένα, στράφηκε
κατά οποιασδήποτε κατεστημένης μορφής και καυτηρίασε ποικίλες κοινωνικές
καταστάσεις.
Αυτός ο κύκλος έκλεισε, ως εκ του φυσικού, το 1821, με την πυρπόληση και την
καταστροφή των Ιωαννίνων. Ας σημειωθεί όμως παρεμπιπτόντως ότι αυτή την περίοδο
άνθησε και η λαϊκή λογοτεχνία, κυρίως με τη συγγραφή των διάφορων
Αληπασιάδων, όπως αυτή του Χατζή Σεχρέτη ή του Κωνσταντίνου Τζουκαλά, ο
οποίος αφηγείται επιπρόσθετα σε επικό δίστιχο και την καταστροφή της πόλης των
Ιωαννίνων.
Νέος όμως μορφωτικός και εκπαιδευτικός κύκλος αρχίζει σύντομα με την ίδρυση της
Ζωσιμαίας Σχολής το 1828, στην οποία συναρτάται και ευμεγέθης βιβλιοθήκη
αργότερα δε και τυπογραφείο. Πέραν από τους εξέχοντες Αναστάσιο Σακελλάριο,
φιλόλογο, και Σπυρίδωνα Μανάρη, μαθηματικό, οι οποίοι υπήρξαν διευθυντές της
Σχολής, αναδείχθηκε και ο καθηγητής αυτής, ο πάργιος Παναγιώτης Αραβαντινός, ο
οποίος αποτέλεσε μια εξέχουσα μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων. Έγραψε σημαντικά
έργα, όπως Χρονογραφία της Ηπείρου (1856), Βιογραφική Συλλογή Λογίων της
Τουρκοκρατίας, Ιστορία της Ελληνικής Παιδείας και Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της
Ηπείρου, Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον.
Είναι η στιγμή που κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ξαναρχίζει η ευρύτερη
πνευματική παραγωγή των Ιωαννίνων: Εκδίδεται από το 1870 η δίγλωσση, στα
ελληνικά και τα τουρκικά, εφημερίδα «Ιωάννινα» - «Γιάνγια», με
ειδήσεις που αφορούν την περιοχή· τυπώνεται το 1875 και το 1876 το σατιρικό
περιοδικό «Καραβίδα», ενώ παράλληλα ιδρύεται το μορφωτικό Καφεθέατρο
«Ολύμπια», βάσει δωρεάς ιδιώτη, με βιβλιοθήκη στον επάνω όροφο του.
Ας σημειωθεί εδώ ότι στην ομάδα της σατιρικής «Καραβίδας» συμμετείχε ο
γνωστός αρχιτέκτονας της πόλης μας Περικλής Μελίρρυτος και ο γιος του Π.
Αραβαντινού Σπυρίδων, ο οποίος μάλιστα εξέδωσε και το σημαντικό έργο του πατέρα
του με τίτλο Ιστορία του Αλή Πασά του Τεπελενλή (1895). Ας παρατηρηθεί
επίσης ότι στην «Καραβίδα» μεταφράσθηκε και το έργο του Goldoni Οι
Πετεινόμυαλοι, το οποίο στη συνέχεια παίχθηκε επί της σκηνής του
καφεθεάτρου «Ολυμπία».
Τέλος, μια άλλη εξέχουσα μορφή υπήρξε και ο Κώστας Κρυστάλλης, ο οποίος
επικέντρωσε το ενδιαφέρον του σε λαογραφικά θέματα και εξέδωσε και την ποιητική
συλλογή «Αι σκιαί του Άδου». Για το τελευταίο αυτό έργο κατηγορήθηκε από τους
ρουμανίζοντες και υπέστη τη δίωξη των οθωμανικών αρχών, με αποτέλεσμα να
καταφύγει στην Αθήνα για να αποφύγει τη σύλληψή του.
Μια νέα περίοδος ανοίγει στις αρχές του 20ού αιώνα με την εμφάνιση του Γεωργίου
Χατζή-Πελλερέν, ο οποίος ιδρύει την εφημερίδα «Ήπειρος» το 1909, η
οποία τυπώνεται μέχρι και τη δεκαετία του 1930. Ο Χατζή-Πελλερέν υπήρξε μεταξύ
άλλων ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και οξύς χρονογράφος. Το 1924 μάλιστα, μαζί
με τον Χρήστο Χρηστοβασίλη, διευθυντή και εκδότη της εφημερίδας
«Ελευθερία» (1914 – 1937), μια διανοούμενη, την Ολυμπιάδα Μίνω, τον
Γιωσέφ Ελιγιά, τον Χρήστο Σούλη και άλλους, ιδρύει τον λεγόμενο «Ηπειρωτικό
Εκπαιδευτικό Όμιλο», με στόχο τη δημοκρατικοποίηση της παιδείας και τη σύνδεσή
της με την πραγματικότητα της ελληνικής ζωής και του νεοελληνικού κόσμου. Βασική
αρχή του Ομίλου είναι η καθιέρωση της ζωντανής γλώσσας και η αποβολή κάθε ίχνους
«ψευτοκλασικισμού» και «προγονοπληξίας». Η κίνηση διοργανώνει μια σειρά
διαλέξεων, εκ των οποίων σημαντικότερη ίσως υπήρξε η «Περί μεταβιβλικής
Ποιήσεως», η γενόμενη από τον Γιωσέφ Ελιγιά. Η ομιλία αυτή σχολιάστηκε
θετικότατα για το βάθος της.
Από την εποχή αυτή και μετέπειτα αρχίζουν να βρίθουν τα κάθε είδους έντυπα που
τυπώνονται στην πόλη των Ιωαννίνων. Τα έντυπα αυτά δεν είναι πάντοτε καθαρά
δημοσιογραφικά. Εκτός των προαναφερθέντων «Ήπειρος» και «Ελευθερία», ιδρύονται
στη δεκαετία του ’20 και οι εφημερίδες ποικίλης ύλης «Κήρυξ»,
«Ηπειρωτική Ηχώ», η οποία μεταβάλλει τον τίτλο της στον γνωστό και
σήμερα «Ηπειρωτικό Αγώνα», «Ηπειρωτικόν Βήμα» και άλλες. Εκδίδονται
ακόμη και έντυπα της αριστεράς, όπως η εφημερίδα «Άνθρωπος» το1922 και ο
«Νέος Αγών» το 1924, της οποίας την κυκλοφορία σταμάτησαν οι
Στρατιωτικές Αρχές μετά την έκδοση των δέκα φύλλων. Σημειωτέον ότι ο «Νέος
Αγών» τυπωνόταν στα τυπογραφεία της εφημερίδας «Ήπειρος», της φίλα
προσκείμενης στο Λαϊκό Κόμμα.
Άλλα έντυπα της εποχής είναι τα «Ηπειρωτικά Χρονικά» (1924 – 1940), τα
οποία έχουν ως στόχο την έρευνα στον χώρο της Ηπείρου, αλλά και το καθαρά
λογοτεχνικό «Ελλοπία» (1931) με πρωτεργάτες τους Πάνο Φάντη και Δημήτρη
Σιωμόπουλο.
Με
εξέχουσα μορφή της δεκαετίας του ’20 υπήρξε και ο Γιωσέφ Ελιγιά, γέννημα κι
αυτός της ανθούσας τότε πνευματικής κίνησης των Ιωαννίνων αλλά και της
γαλλόφωνης Alliance Israélite. Βαθύς γνώστης της εβραϊκής παράδοσης αλλά και της
ελληνικής, υπήρξε λυρικός ποιητής, μετέφρασε ποίηση και άσματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας και διέτριψε σε φιλοσοφικά δοκίμια περί εβραϊκής Μεταφυσικής. Ο
Ελιγιά δεν υπήρξε όμως μόνον και αποκλειστικά λυρικός ποιητής, ο γνωστός μας ως
ποιητής της «Παμβώτιδας» ή ως ποιητής της «Ρεβέκκας», αλλά υπήρξε και ένας από
τους πρώτους ταξικούς ποιητές της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ειδικότερα της
«Γενιάς του 1920». Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ τα ποιήματα «Εργάτης»,
«Φαρισαίοι», τα οποία έγραψε στα Γιάννενα το 1924, χρονιά της δίωξής του από τη
γενέτειρα πόλη. Για τα πολιτικά του φρονήματα αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τα Γιάννενα και να εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Σιγά – σιγά όμως με τη δεκαετία του 1930, τον β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον
εμφύλιο που ακολούθησε, η πνευματική κίνηση των Ιωαννίνων σβήνει. Μόνη εξαίρεση
αποτελεί η εμφάνιση το 1944 του φιλολογικού περιοδικού «Ηπειρωτικά
Γράμματα», στο οποίο συνεργάστηκαν οι γνωστοί μας λόγιοι Δ. Σαλαμάγκας, Λ.
Βρανούσης, Χρ. Σούλης, Τ. Σιωμόπουλος και άλλοι. Αλλά η κυκλοφορία αυτού του
φιλολογικού περιοδικού διακόπηκε λόγω των τότε κατοχικών συνθηκών.
Τέλος, εμφανίζεται στα Γιάννενα στη δεκαετία του 1930 και ο γνωστός μας
διηγηματογράφος και νεοελληνιστής Δημήτρης Χατζής, αναλαμβάνοντας την εφημερίδα
του πατέρα του Γεωργίου Χατζή-Πελλερέν «Ήπειρο», όπου και δημοσιεύει
ποιήματά του. Αλλά ο Δ. Χατζής, μέσα στις αντίξοες συνθήκες της εποχής δεν θα
μπορέσει να εγκατασταθεί στα Ιωάννινα, παρά να περνά από την πόλη αυτή πολύ
αργότερα περιστασιακά. Έμελε όμως ο Δημήτρης Χατζής να γράψει το πρωτοποριακό
βιβλίο το «Τέλος της μικρής μας πόλης» (1953), που μόλις πρόσφατα
καθιερώθηκε ως ένα από τα πλέον διεισδυτικά κείμενα της νεοελληνικής
διηγηματογραφίας.
Το «Τέλος της μικρής μας πόλης» είναι στην ουσία μια κοινωνιολογική
ανάλυση στρωμάτων της πόλης μας: τα παραδοσιακά στρώματα φθίνουν και ανέρχονται
νέα, τα οποία στην ουσία δεν αποτελούν και απαραίτητα την παράδοση αυτής της
πόλης. Όλα τούτα συμβαίνουν μέσα στη δίνη της δεκαετίας του 1930 και 1940, όπου
και αναδεικνύεται με οξύνοια η κοινωνία της εποχής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
αποτελούν ο οικονομικός μαρασμός των ταμπάκων της Σιαράβας, η δίψα για χρήμα
επίσημων προσώπων της πόλης, ο μαυραγοριτισμός των εμπόρων, η εκτόπιση των
εβραίων των Ιωαννίνων, κ.ο.κ.
Ο Δημήτρης Χατζής τελικά, περιγράφοντας ένα «Τέλος», ταυτίζεται με το ίδιο,
δηλαδή με το τέλος του παλαιού κόσμου των Ιωαννίνων έναντι ενός νέου κόσμου που
έρχεται, και που ο νέος κόσμος είναι ξένος γι’ αυτόν.
Κυρίες και Κύριοι,
Προσπάθησα να σκιαγραφήσω αδρομερώς την εικόνα της λογιοσύνης της πόλης των
Ιωαννίνων μέσα από την ιστορία της, με συμβατική αρχή την ίδρυση της πρώτης
σύγχρονης Σχολής το 1645, φθάνοντας έως και την έκδοση του «Τέλους της
μικρής μας πόλης» το 1953.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου