Προκάλεσε αίσθηση η ομόφωνη αθώωση μιας σειράς χρηματιστών και καπιταλιστών από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας για το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου. Πριν από οτιδήποτε άλλο, όμως, ας αναρωτηθούμε γιατί στον ένα περίπου χρόνο που κράτησε η δίκη τους δεν υπήρξε καμιά δημοσιότητα. Ούτε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές ούτε άρθρα στις εφημερίδες. Μούγκα στη στρούγκα, η οποία διακόπηκε μόνο όταν ανακοινώθηκε η ομόφωνη αθωωτική απόφαση.

Η Μπουρμπούλια δικαιώθηκε, σχολίασαν κάποιοι δικηγόροι. Ναι, αλλά η Μπουρμπούλια δικάστηκε, καταδικάστηκε, εξέτισε και την ποινή της και έκτοτε ουδείς ασχολήθηκε μαζί της. Ας θυμηθούμε εν συντομία τα γεγονότα.

Το 1999 έγινε η μεγάλη ληστεία μέσω του χρηματιστήριου. Η αφρόκρεμα της αστικής τάξης, με αρωγό της την κυβέρνηση Σημίτη, που λειτουργούσε σαν κλουβί με παπαγαλάκια, τράβηξε στο ΧΑΑ (Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών) όλη την αφελή πλέμπα της Ελλάδας και την ξεπουπούλιασε κανονικότατα. Χάθηκαν οικονομίες, πουλήθηκαν σπίτια, άλλοι χρεώθηκαν με δάνεια, θεωρώντας ότι στην οδό Σοφοκλέους έχει ανοίξει ένα σύγχρονο Ελντοράντο, το οποίο παράγει άκοπα κέρδη για όλους.

Φυσικά, δεν έχασαν όλοι. Εχασε η πλέμπα, η «μαρίδα» όπως χαρακτηριζόταν στη χρηματιστηριακή αργκό. Κέρδισαν οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που τζογάριζαν τις μετοχές τους και αντλούσαν συνεχώς νέα κεφάλαια (τα οποία ουδέποτε επένδυσαν στην παραγωγή, όπως υποτίθεται ότι είχαν υποχρέωση), κέρδισαν οι χρηματιστές που έκαναν το παιχνίδι για λογαριασμό των καπιταλιστών, κέρδισαν πολιτικοί παράγοντες οι οποίοι είχαν τη δέουσα πληροφόρηση και οι οποίοι έπρεπε να εισπράξουν τη «νόμιμη μοίρα» για τις υπηρεσίες παπαγάλων που προσέφεραν, κέρδισαν μεγαλοεκδότες και δημοσιογράφοι-παπαγαλάκια.

Οταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε και από την αφελή πλέμπα άρχισαν οι οδυρμοί, η κυβέρνηση Σημίτη που διαβεβαίωνε ότι «το χρηματιστήριο πάει κανόνι» και έσπρωχνε τον κόσμο να καταθέσει στον μεγάλο φαταούλα τις οικονομίες του, σήκωσε αδιάφορα τους ώμους, εξέφρασε τη λύπη της και κατέληξε με το κυνικό «ας πρόσεχαν». Προηγουμένως, βέβαια, είχε φροντίσει να καλλιεργήσει στα θύματα της ληστείας φρούδες ελπίδες για αποκατάσταση της αδικίας, υφαρπάζοντας την ψήφο τους στις εκλογές του 2000. Στο πλαίσιο αυτής της τακτικής εντάχθηκε και η άσκηση ποινικών διώξεων κατά χρηματιστών. Προσοχή: μόνο κατά χρηματιστών και όχι κατά καπιταλιστών ιδιοκτητών επιχειρήσεων.

Οι διώξεις ασκήθηκαν το 1999 από τον εισαγγελέα Ασπρογέρακα και η ανάκριση ανατέθηκε στη 19η τακτική ανακρίτρια Κ. Μπουρμπούλια. Η Μπουρμπούλια άρχισε τις ανακρίσεις και κατά τη διάρκεια της θητείας της κάποιοι χρηματιστές προφυλακίστηκαν (για να αποφυλακιστούν αργότερα). Τελικά, η Μπουρμπούλια απήγγειλε κατηγορίες μόνο για το πλημμέλημα της χειραγώγησης μετοχών και όχι για τα κακουργήματα της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Μετά από μερικά χρόνια, η Μπουρμπούλια βρέθηκε κατηγορούμενη για συμμετοχή στο περιβόητο «παραδικαστικό κύκλωμα», προφυλακίστηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ποινή 12ετούς κάθειρξης, κατηγορούμενη μεταξύ άλλων και για «εξυπηρέτηση» κατηγορούμενων για το σκάνδαλο του χρηματιστήριου.

Πέρασαν χρόνια για να ξανανοιχτούν οι φάκελοι των υποθέσεων του χρηματιστήριου και να κινηθεί νέα ποινική διαδικασία από τον εισαγγελέα Λακαφώση σε βάρος 67 χρηματιστών και καπιταλιστών. Εγινε συμπληρωματική ανάκριση και με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών 42 παραπέμφθηκαν σε δίκη. Ουδείς απ' αυτούς ήταν προφυλακισμένος και η δίκη τους διεξήχθη χαλαρά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, από τον Απρίλη του 2013 (μία συνεδρίαση την εβδομάδα). Η πανηγυρική (ομόφωνη) αθώωση και των 42 από όλες τις κατηγορίες επήλθε 14 χρόνια μετά το σκάνδαλο (!) και αποτελεί δικαίωση. του Σημίτη: ας πρόσεχαν εκείνοι που έπαιξαν τις οικονομίες τους στο χρηματιστήριο.

Θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν καταδικαστεί κάποιοι από τους κατηγορούμενους. Αλλωστε, ορισμένοι απ' αυτούς έχουν καταδικαστεί σε άλλες δίκες για χειραγώγηση μετοχών. Τα έχει αυτά το επάγγελμα του χρηματιστή. Αυτός σηκώνει στις πλάτες του το παιχνίδι και λειτουργεί ως «μπροστινός» των μεγάλων αφεντικών που βρίσκονται πίσω από τα παιχνίδια χειραγώγησης των μετοχών. Κάτι μπορεί να στραβώσει και ο χρηματιστής να βρεθεί κατηγορούμενος. Το ίδιο και κάποιος αεριτζής, όπως ας πούμε ο Μπατατούδης. Η αστική Δικαιοσύνη πρέπει να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της ισονομίας και της αποκατάστασης των αδικιών κι αυτό απαιτεί κάπου-κάπου να δικάζει και να καταδικάζει κάποιους από τους διαχειριστές των καπιταλιστικών υποθέσεων. Ειδικά όταν ικανοποιούν την απληστία τους με ατζαμοσύνη (ή όταν παραβιάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού).

Ποτέ, όμως, αυτή η Δικαιοσύνη δεν πρόκειται να δικάσει τον καπιταλισμό. Αυτό είναι το επιμύθιο αυτής της ιστορίας. Είδατε κανέναν καπιταλιστή να αυτοκτονεί ή να βγαίνει στη ζητιανιά μετά την κατάρρευση του χρηματιστήριου το 1999-2000; Αντίθετα, είμαστε σίγουροι ότι γνωρίζετε πολλούς που πιάστηκαν στην παγίδα σαν τα κουτορνίθια και έκλαψαν τα λεφτά τους. Αυτά τα λεφτά άλλαξαν χέρια και σίγουρα δεν τα τσέπωσαν οι 42 που δικάστηκαν και πλέον είναι αθώοι. Αυτοί πήραν την προμήθειά τους, ενώ τα χοντρά πακέτα πήγαν στις τσέπες των μεγάλων αφεντικών. Και βέβαια, οι διαχειριστές, οι χρηματιστές, τήρησαν την ομερτά που η θέση τους και ο ρόλος τους επιβάλλει να τηρούν.

Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες από τη δικογραφία για να μπορέσουμε να κρίνουμε την αθωωτική δικαστική απόφαση. Αλλά και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Γιατί και καταδικαστική να ήταν η απόφαση, θα αφορούσε μόνο μερικούς διαχειριστές της μεγάλης ληστείας και όχι τους ληστάρχους. Γιατί θα καταδίκαζε υποκριτικά κάποιες επιμέρους περιπτώσεις και όχι την ίδια τη ληστεία. Η αστική Δικαιοσύνη δε δικάζει ποτέ τον καπιταλισμό, ο οποίος είναι καθ' όλα νόμιμος, αλλά κάποιες κραυγαλέες περιπτώσεις παρασπονδίας. Ακόμα, δε, και σ' αυτές τις περιπτώσεις δείχνει τρομερή ευαισθησία και σπάνια καταλήγει σε καταδίκες, γιατί το σύστημα φροντίζει τους ανθρώπους του (εκτός από κάτι τελειωμένους πολιτικούς τύπου Τσοχατζόπουλου - σπανιότατες περιπτώσεις, ως γνωστόν). Και οι δικαστές σ' αυτές τις περιπτώσεις συνήθως σηκώνουν τα χέρια ψηλά και λένε: «αυτά τα στοιχεία μας έφεραν, πώς να καταδικάσουμε τους ανθρώπους;».

Τον καπιταλισμό, που αποτελεί ένα σύστημα διαρκούς ληστείας του μόχθου των ανθρώπων της δουλειάς και των οικονομιών τους, μόνο ένα επαναστατικό σύστημα μπορεί να τον δικάσει. Και δε θα χρειαστεί τότε νομικίστικες διαδικασίες και τερτίπια. Θα δικάσει με τον τρόπο που υποδείκνυε ένα εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής αστικής τάξης, ο Σεν Ζιστ: «είναι ευγενείς, είναι ένοχοι».


H Συναρπαστική υπόθεση
(Την διαβάσαμε ΕΔΩ)

Εκείνο το καλοκαίρι του 1999, ενάμισι εκατομμύριο και πλέον επενδυτές αγόραζαν εκστασιασμένοι από την φρενήρη άνοδο των μετοχών. Μυημένοι και μη, δοκίμαζαν να πλουτίσουν μέσα σε μια ημέρα - καθώς, όλοι ήθελαν να είναι μέσα στο παιχνίδι του γρήγορου πλουτισμού. Ήθελαν να κερδίσουν, έστω και σε μικρογραφία, ότι, και οι μεγαλόσχημοι στις παραλίες και πισίνες  των ελληνικών νησιών.   

Για κακή τους τύχη, οι παραισθήσεις κράτησαν λίγους μήνες αφού η παγίδα εξαπάτησης είχε στηθεί αριστοτεχνικά εμφανίζοντας εταιρείες - «περίπτερα» ως μηχανές χρήματος. Τα νήματα της παραπλάνησης κινούσαν άλλοι μηχανισμοί σε πολυτελή γραφεία , μέσω εξωχώριων εταιρειών, μέσω επενδυτικών εταιρειών, τριγωνικών λογαριασμών ή μέσω τραπεζικών swift.

Παρόλο που η απονομή δικαιοσύνης σε σκανδαλώδεις υποθέσεις όπως του χρηματιστηρίου, αργεί, για μια από αυτές - ίσως για τη σημαντικότερη- ήρθε η ώρα της.
Δεκατρία χρόνια- μετά την πρώτη δίωξη που είχε ασκήσει τότε ο εισαγγελέας κ. Δημήτριος Ασπρογέρακας- η υπόθεση 49 κατηγορουμένων έρχεται επιτέλους ξανά στο εδώλιο.
Στις 15 Απριλίου 2013, στο Πέμπτο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων  πρόκειται να δικαστούν 49 κατηγορούμενοι από όλους τους χώρους της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας : ιδιοκτήτες εισηγμένων, χρηματιστές, εφοπλιστές, μεσάζοντες ακόμη και ένα πρώην μοντέλο.

Παραγραφή
Τα αδικήματα είναι βαρύτατα. Κατά περίπτωση αποδίδεται στους κατηγορουμένους, απάτη, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, υπεξαίρεση και παραβίαση χρηματιστηριακής νομοθεσίας και της άμεσης συνέργιας στα αδικήματα αυτά κατ επάγγελμα και κατ εξακολούθηση.

Ύστερα λοιπόν από άλλες δίκες για χειραγώγηση που αναβάλλονταν συνεχώς, από δίκες που κινήθηκαν ύστερα από δίωξη από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς και περιορισμένες φυλακίσεις, η υπόθεση με τις μετοχές - «φούσκες» στο Χρηματιστηρίου φθάνει επιτέλους στο εδώλιο με τον κίνδυνο της παραγραφής να ελλοχεύει.

Οι 49 κατηγορούμενοι θα καθίσουν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, καθώς ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση που άσκησε, ο εκ των κατηγορουμένων Παν. Κονταλέξης κατά του εφετειακού βουλεύματος (1764/2012). Αν πάντως η δίκη δεν διεξαχθεί και γίνουν δεκτές ενστάσεις περί ακυρότητας που μπορεί να προβάλλουν οι κατηγορημένοι στο ακροατήριο, τότε η υπόθεση θα πέσει στα .βράχια της παραγραφής καθώς από την τέλεση των αδικημάτων έχουν παρέλθει ήδη 13 χρόνια.

Η Μπουρμπούλια.
Η δικογραφία με τις μετοχές - φούσκες βρίσκονταν αρχικά στα χέρια της πρώην ανακρίτριας Κώνσταντίνας Μπουρμπούλια, η οποία όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων είχε ευνοήσει ορισμένους κατηγορουμένους στην υπόθεση. Μάλιστα, για τους χειρισμούς στην υπόθεση του χρηματιστηρίου, η πρώην ανακρίτρια καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων. Η Κ. Μπουρμπούλια, κρίθηκε ένοχη για κατάχρηση εξουσίας και ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και σύμφωνα με  το κατηγορητήριο, η πρώην ανακρίτρια δωροδοκήθηκε προκειμένου να μην ασκήσει δίωξη σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος των υπευθύνων της εταιρείας Σ. ΣΙΓΑΛΑΣ ΑΤΕ που φέρονται να εξαπάτησαν την περίοδο 1999-2000 χιλιάδες επενδυτές του Χρηματιστηρίου, αποκομίζοντας τεράστια οικονομικά οφέλη.

Η αποκάλυψη αυτή, ότι δηλαδή, η ανακρίτρια χρηματίζονταν για να μην προφυλακίσει κατηγορουμένους για τις μετοχές - φούσκες,  έδωσε και το έναυσμα για την επανεξέταση της υπόθεσης, η οποία χαρακτηρίστηκε ως μια από τις πιο σημαντικές στην μεταπολιτευτική ιστορία της Ελλάδας.

Ο εισαγγελέας Χαράλαμπος Λακαφώσης είχε ζητήσει την επανεξέταση κάποιων υποθέσεων για τις μετοχές - φούσκες του Χρηματιστηρίου και ύστερα από πρότασή του παραπέμφθηκαν αρχικά σε δίκη 67 άτομα, τα οποία στη συνέχεια έφτασαν με το εφετειακό βούλευμα που εκδόθηκε στα 49. Κατά αυτού του βουλεύματος ασκήθηκε αναίρεση από τον κατηγορούμενο Παναγιώτη Κονταλέξη. Η αίτησή του, ωστόσο, δεν είχε καμία τύχη. Όχι μόνο δεν έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο, αλλά οι ανώτατοι δικαστές υιοθέτησαν πλήρως το εφετειακό βούλευμα, που σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο είχε πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Ποιοι θα δικαστούν
Έτσι, στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων κάθονται στις 15 Απριλίου, οριστικά και αμετάκλητα οι: Παναγιώτης Κονταλέξης χρηματιστής, Γεώργιος Μπατατούδης μέτοχος της Ιντερσάτ, Παναγιώτης Πανούσης μέτοχος της Άττικατ, Κωνσταντίνος Στέγγος, Χρυσή Στέγγου, Στυλιανή Στέγγου ( της Τεχνικής Ολυμπιακής), Σπυρίδωνας Τασόγλου της ομώνυμης εισηγημένης εταιρείας, Ηλίας Τσοτάκος χρηματιστής, Δημήτριος Ράνιος χρηματιστής, Ηλία Μπογδάνος της Active Επενδυτικής, Γεώργιος Μαυροειδής εφοπλιστής, Σπυρίδωνας Σπύρου, Μιχαήλ Μιχαηλίδης, Αποστολία Βεργάδου, Γεώργιος Παπαχρήστου, Γεώργιος - Ελευθέριος Καλογήρου, Κωνσταντίνος Μαρκέτος, Βασίλειος Βεργάδος, Ιωάννης Γρυπάρης, Joseph Saman, Κωνσταντίνος Αδηλίνης (του Ιωάννη), Θεόδωρος Αδηλίνης (του Δημητρίου), Θεόδωρος Αδηλίνης (του Ιωάννη) Ελένη Ζησιμοπούλου, Καλλιόπη Γεωργαντζή, Αλκιβιάδης Γεωργαντζής, Θεοφάνης Ράνιος (χρηματιστής), Ιωάννης Σφακιανάκης, Άτταλος Τριανταφύλλου, Λάμπρος Τσίλης, Αγγελική Ζησιμοπούλου, Βασίλειος Μανιός (εφοπλιστής), Αναστασία Κολλακή (σύζυγος εφοπλιστή), Παντελής - Ελευθέριος Κολλάκης (εφοπλιστής), Ανθή Πριοβόλου (πρώην φωτομοντέλο), Μηνάς Παναγιωτίδης, Σταύρος Γαλανάκης, Γεώργιος Λυραράκης (εφοπλιστής), Αθανάσιος Παπούλιας, Ιωάννης Τσούρτης, Γεώργιος Στέγγος (Τεχνική Ολυμπιακή), Βαρβάρα Τσούρτη, Σταυρούλα - Μαρία Λακοπούλου, Ιορδάνης Αρζόγλου, Ζωή Στέγγου, Ιωάννης - Γεώργιος Ραζής, Σπυρίδωνας Σκιαδόπουλος, Κωνσταντίνος Ιγγλέσης, Σταματίνα Βατικιώτου.

Πώς εξαπάτησαν το επενδυτικό κοινό
Σε 836 σελίδες του εφετειακού βουλεύματος που υιοθετεί και ο Άρειος Πάγος, περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια το μεγάλο σκάνδαλο .αφαίμαξης του πλούτου των επενδυτών, ενώ παρατίθενται και τα ευρήματα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ). Παράλληλα, οι δικαστές μέλη του  συμβουλίου επισημαίνουν τις «σοβαρότατες αδυναμίες στην οργάνωση των χρηματιστηριακών εταιρειών και τον εσωτερικό τους έλεγχο», τις οποίες είχε εντοπίσει στην πρόταση του προς το συμβούλιο και ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών Ιωάννης Λιακόπουλος.
Σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση που υιοθετούν οι δικαστές μέλη του Συμβουλίου, ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων που κατείχαν εισηγμένες εταιρείες προχωρούσαν σε ψευδείς ανακοινώσεις χρηματιστηριακών συναλλαγών (πακέτων). Χαρακτηριστικά στο βούλευμα αναφέρεται: «Οι τιμές στις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι συγκεκριμένες συναλλαγές διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες τιμές που ανακοινώθηκαν στο ευρύ επενδυτικό κοινό στο οποίο δημιουργήθηκε παραπλανητική εικόνα για την πορεία των μετοχών, την τιμή και την εμπορευσιμότητά τους». Παράλληλα, κατά τους δικαστές, μέσω δεκάδων εξωχώριων εταιρειών διακινήθηκαν  πακέτα με σκοπό την παραπλάνηση των επενδυτών, οι οποίοι επένδυσαν στις μετοχές εξαιτίας της πλαστής εμπορευσιμότητας που αυτές παρουσίαζαν.
Μάλιστα, οι δικαστές περιγράφουν την τακτική ορισμένων εκ των κατηγορουμένων να διαβεβαιώνουν σε γενικές συνελεύσεις των μετόχων των εταιρειών τους, ότι είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον από ξένους επενδυτές για αγορά μετοχών, επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να ανεβάσουν τις τιμές τους. «Οι διαβεβαιώσεις για προτάσεις ξένων επενδυτών ήταν αναληθείς αφού αποδείχθηκε πως αγοραστές  δεν ήταν στην πλειοψηφία τους ξένοι θεσμικοί επενδυτές αλλά ιδιώτες και υπεράκτιες εταιρείες», διαπιστώνουν τώρα οι δικαστές.
Στο πολυσέλιδο βούλευμα περιγράφεται η εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού από συγκεκριμένους κατηγορούμενους που οδήγησε τελικά και στην απώλεια των περιουσιών τους και τους κόπους μιας ζωής. Αναφέρει το βούλευμα για τη δράση αυτή των κατηγορουμένων: «Σύμφωνα πάντοτε με τις ίδιες παραδοχές των ελεγκτών, σε κάθε περίπτωση με τις ενέργειες τους αυτές εξαπατήθηκε το επενδυτικό κοινό που αγόραζε τις μετοχές σε τιμές που με τεχνάσματα διαμορφώνονταν  σε υψηλότερα επίπεδα στη χρηματιστηριακή αγορά και τελικά οδήγησαν σε απαξίωση της μετοχής και απώλεια μεγάλων χρηματικών ποσών από το ευρύτερο επενδυτικό κοινό, ενώ οι ίδιοι καρπώθηκαν παράνομα  ιδιαίτερα μεγάλα χρηματικά ποσά». Εάν, κατά τους δικαστές, «το επενδυτικό κοινό γνώριζε την εξωχρηματιστηριακή τιμή της μετοχής ασφαλώς δεν θα προέβαινε σε αγορές σε τιμές μεγαλύτερες του 50% της χρηματιστηριακής αξίας».