Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Κορωνοαπριλιά...


Γράφει ο Αθανάσιος Δ. Στράτης.

Τέλειωσε ο Μάρτης μωρ’ πατριώτες μου. Πάει ο γδάρτης κι ο παλουκοκάφτης. Βγάλτε τα μαρτίτσια που φοράγαταν όλο το μήνα. Έφκαν τα φίδια και οι γκοσταρίτσες απ΄τον ερχομό του Βαγγελισμού και κοντά. Πάει κι ο μπακαλιάρος. Μύρισε καλοκαίρι για τον κόσμο όλον. Άνοιξαν τα λούλουδα, γιόμισε ο τόπος πρασινάδες.
Ξημέρωσε πρωταπριλιά. Κορωναπριλιά θα λέγαμαν. Τι ‘ναι τούτο που πάθαμαν ‘φέτος. Κλειστήκαμαν μέσα ωρέ. Σε κόβει η νίλα. Σαν και τότες στα παλιά, που όταν έρχουνταν καένας μουσαφίρης και δεν το ‘λεγε να φύγει, λέγαμαν αναμεταξύ μας στα μουλωχτά: «το ‘πιασε μέσα κορωνιός». Που να το ‘βαζε η κούτρα μας ότι θα το βρίσκαμαν στις μέρες μας αμπροστά. Απρόπειτα πλάκωσε.
Σαν ψέμα μας φαίνεται ωρέ. Όνειρο κακό. Λες να μας μάτιαξαν. Μπας και χρειάζεται καμιά λιτανεία, σαν τότες με την ακρίδα. Λές ωρέ να ξυπνήσουμε αύριο και να ‘χει φύγει;
Θυμιέμαι τ’ άλλα τα χρόνια που ετοιμαζόμασταν για τα ψέματα της ημέρας. Που να φανταζόμασταν το φετινό.
Θυμιέμαι εκειό που είχε πάθει ο πάππος μου ο Νάσιογληγόρης. Δραγάτης του χωριού στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Φεύγα του λέει ένας χωριανός, ο Βαγγελσπύρος. Ανήβα στο βουνό, σε περιμένει ο Αγρονόμος να βάλετε τα σύνορα με την Κρανιά και τα Γκιόναλα. Κοσιή αυτός στον ανήφορο. Του βήκε η πίστη όλη μέρα να ψάχνει τον Αγρονόμο, πού ‘ηταν φόβος και τρόμος εκείν’ την εποχή. Γκιζέραε στα σφηνάρια και στα γκρέπια. Μπαήλντισε από τη ζέστα. Τον ρόκασε η πείνα, σταφίδιασε απ’ τη δίψα. Κάλιο αυτό που έπαθε παρά ο κορωνοιός.


Κορωνόπληκτος γιε μ’ και ‘γώ. Πώς περάει η ώρα μεσ’ το σπίτι. Κρεβάτι, καναπέ, κουζίνα και πάλε απ’ την αρχή.
Βάλθκα που λέτε να τηλεφωνάω σε φίλους και στο συγγενολόι στο χωριό.
Τουουουουτ!!!!!: το τηλέφωνο. (πάνε τα παλιά τα ντρινννν!!!).
-Έλα αδερφέ μ’. Τι καν’ς, πως τα πορεύεις;
- Καλά, ζαμαν’ φού. Τα σπαράαααγγια που μάζωξα σήμερα. Δυο χεριές πράμα.
(Να σου μείνουν στο λαιμό, είπα να του ειπώ, αλλά δαγκώθκα).
-Και ο Κορωνοιός;
-Γίνκε ξύκι. Τον πήρε ο Άμπλας κάτου. Βούλιαξε στη Μαυρή.
Ώρε τι λέει τούτος σκέφκα. Παραλόησε. Παίρω τον πρόεδρο.
-Σαν τα χιόνιαααα! Γιόμισαν οι κουτσουπιές λουλούδια και ‘συ κάεσαι αυτού; Μού ‘ειπε.
-Και ο κορωνοιός;
-Έσκασε ωρέ, πλάνταξε. Δεν το ‘μαθες; Μας πάει η καρδιά μας στην κολοτσέπη, αλλά ποδάρι δεν έμεινε απ’ αυτόν.
Ξανά τουουουουτ!!!!
-Αμαν ξάδερφε και σε σκεφτόμουν. Πως τα βολεύς π’ αγναντεύεις τον ντουνιά απ’ το παραθύρι;
-Μην τα ρωτάς. Εσείς τι γένεστε από κορωνοϊό;
-Ά!!! Τον πήραμαν με το φοροσκόπι. Άργανο φκιάκαμαν το τομάρι του. Tον πετάξαμαν στη Βαλαώρα. Εμείς βγάλαμαν τα δόντια του δεσπότη, αυτός μας μάρανε;
Ωρε, τι λένε τούτοι, σκέφκα. Εδώια βουίζει ο τόπος όλος, απ’ τη Λάκκα μοναχά έφκε; Ας πάρω και στην απάνω Λάκκα.
-Έ ωρέ! Ντιπ στουρνάρ. Είσαι; Πάει ο Κορωνοϊός. Τον διαβήκαμαν απ’ μέσα απ’ το Νταλαμάνι, στον Αχέροντα και από κεί τον πήρε ο χάροντας παραμάσκαλα για τον Άδη, όπως τα παλιά τα χρόνια. Δεν γυράει πίσω.
Ώρε μου ανέφκε η πίεση! Δεν μπόρεγα ντότου να το βγάλω απ’ το νού μου. Εκείνοι εκεί ελεύθεροι και ‘γω κλεισμένος δεν ξέρω ως πότε.
Μού ‘ρθαν στο νου εκειά τα τραγούδια και τα αρχίνισα στο μπαλκόνι, σαν εκειούς τους άλλους στην Ιταλία.

-Μαρή ρουφιάνα τύχη μου και συ βρε ριζικό μου
Έτσι που με κατάντησες να σεργιανώ στους δρόμους….
-Ποιος είν’ έξω απ’ το σπίτι μου την πόρτα ποιος χτυπάει
Και στα γρικά μεσάνυχτα ήρθε και με ξυπνάει…
-Στάσου ζωή μην βιάζεσαι κατέβα να σε φτάσω
Κι αν έχεις τόσα βάσανα δεν θέλω να σε χάσω
Στάσου ζωή μην βιάζεσαι γιατί είμαι νιός ακόμα
-Σαν θα πεθάνω βάλτε με σε μια ψηλή ραχούλα
Για νάμαι αγνάντιο στο χωριό στους τόπους που μεγάλωσα
Να χαιρετώ τους φίλους μου κι όλους τους συγγενείς…..

Δεν απόσωσα το τελευταίο και μούρθε ο ουρανός σφοντύλι. Λες, λέω, τα παραλέκατα να με περγέλασαν; Λες νε γελάνε με τε μένα; Εμένα τον κορωνόπληκτο; Δεν βρίσκω τρύπα να κρυφτώ. Το κατάπια και τούτο.
Πάντως πρωταπριλιά ή κορωνοαπριλιά μέσα όλοι. Με το μακαρόνι θα αγναντεύουμε το χωριό. Μην ξεκουντήσει καένας φίδι που μας έφαγε. Κορωνοϊός σ’ όλες τις ρούγες και στα μονοπάτια. Που θα πάει, θα φάει τον κώλο του κι αυτός. Και εσείς στο χωριό. Μέσα όλοι. Ιδιαίτερα τα γερόντια. Σας χρειαζόμαστε όλους.



Δεν υπάρχουν σχόλια: