Τετάρτη 15 Απριλίου 2020

Ντάρα Λάκκας Σουλίου (Ελιά Θεσπρωτικού Πρεβέζης) Έθιμα Μεγάλης Εβδομάδας.


Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης.

Κυριακή των Βαΐων: Άντρες και γυναίκες, όλοι ανύπαντροι, φρόντιζαν από το βράδυ της παραμονής να μεταφέρουν κλαδιά δάφνης, από το «Λάκκο Τζιανέλω» και τον «Λάκκο Αϊ-Θανάση», στην εκκλησιά του Αϊ-Θανάση. Στόλιζαν με αυτά το ναό και μετά τη Λειτουργία της Κυριακής τα μοίραζε ο παπάς στο εκκλησίασμα. Οι χωριανοί τοποθετούσαν αυτά τα φύλλα δάφνης στα εικονοστάσια των σπιτιών τους, στην πόρτα για το καλό τους, στα μπαούλα για το σκόρο, στους τάφους των συγγενών στο νεκροταφείο. Ακόμη ξέραιναν τα φύλλα και τα χρησιμοποιούσαν στα φαγητά (φακές, σαρδέλλες πλακί κ.λ.π.).
Μεγάλη Εβδομάδα: Οι Χριστιανοί ετοιμάζονταν να γιορτάσουν το Πάσχα. Άρχιζαν τη νηστεία, ξεσκόνιζαν, ασβέστωναν, σφουγγάριζαν.
Τούτη τη βδομάδα οι κάτοικοι δεν έκοβαν ξύλα από βελανιδιά, γιατί το ξύλο της είναι καταραμένο, επειδή δέχτηκε να το δώσει και να φτιαχτεί ο σταυρός του Χριστού. Το ίδιο καταραμένοι είναι και οι γύφτοι, που έφτιαξαν πέντε καρφιά, αντί για τέσσερα, που τους παρήγγειλαν.
Όλη τη Μ. Εβδομάδα δεν έβαζαν κλώσες να κλωσήσουν αυγά. Κάθε βράδυ όλοι οι χωριανοί εκκλησιάζονταν μέχρι αργά τη νύχτα.


Μεγάλη Τετάρτη: οι γυναίκες δεν έγνεθαν, ούτε έμπαιναν στον αργαλειό να υφάνουν.
Μεγάλη Πέμπτη: το πρωί πήγαιναν στην εκκλησία τα συλλείτουργα και από τον άρτο που έπαιρναν φύλαγαν ένα κομμάτι για τυχόν αρρώστιες και άλλο κομμάτι έβαζαν σε κουδούνια του κοπαδιού τους για φυλαχτό. Οι γυναίκες έβαφαν κόκκινα τα αυγά, στα οποία έδιναν ξεχωριστές ιδιότητες. Ήταν κατάλληλα, εκτός των άλλων, για το ξεμάτιασμα και να καταπραΰνει τον πονόλαιμο. Ένα κόκκινο αυγό το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού έως την Μ. Πέμπτη του επόμενου χρόνου. Το αυγό αυτό παρέμενε αναλλοίωτο. Άλλο ένα αυγό το πήγαιναν στο νεκροταφείο για τους νεκρούς τους. Την βαφή των αυγών έχυναν την ίδια μέρα σε απάτητο έδαφος (τρύπες, συστάδες δέντρων), αλλιώς την έχυναν σε σαράντα μέρες.
Την Μεγάλη Πέμπτη έκαναν εκταφές των νεκρών. Έτσι ξεσταύρωναν τα χέρια τους. Τα οστά τα έβαζαν σε άσπρες πάνινες σακκούλες και τις τοποθετούσαν μέσα στην εκκλησιά μέχρι το Μ. Σάββατο. Τα διάβαζε ο παπάς και αφού τους έριχνε κρασί, τα ξαναέθαβαν στους τάφους (επειδή στο χωριό δεν υπάρχει οστεοφυλάκιο).
Την ίδια μέρα τα κορίτσια τρυπούσαν τα αυτιά τους για τα σκουλαρίκια, οι βοσκοί κρεμούσαν κυπριά στα ζώα τους και έβαφαν κόκκινες τις ράχες των αρνιών για να μην τα πειράξουν οι λύκοι. Έβγαζαν τα χοντρά ρούχα από το γιούκο να αεριστούν, οι ξορκίστρες φανέρωναν το ξόρκι, οι ξενιτεμένοι γύριζαν στον τόπο τους, οι Χριστιανοί προσκυνούσαν τη Σταύρωση στην εκκλησιά και άκουγαν τα δώδεκα Ευαγγέλια.
Ακόμη σταματούσε η τράπουλα στα καφενεία και κρεμούσαν τον Βαλέ Φάντη στη γρεντιά.
Μεγάλη Παρασκευή: τα αγόρια τραγουδούσαν στα σπίτια, παρέες-παρέες, το «Μοιρολόϊ της Παναγίας» ή «Του Χριστού» («Καλός ο Άγιος ο Θεός…»):
Του Χριστού
«Καλός ο Άγιος ο Θεός καλός και να τον πούμε
κι όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος τον ακουρμένεται παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λειτουργό και μέγα μοναστήρι.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα μεσ’ του Χριστού τον τάφο
εκεί Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι ψέλνουν,
ψέλνουν το Άγιος ο Θεός και την τιμιωτέρα.
Εκεί δέντρος δεν ήτανε δέντρος εφανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία
και τα κλωνάρια του δεντρού ήταν οι Αποστόλοι
και τα φυλλάκια πού ’πεφταν ήταν οι μαρτυραίοι
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Χριστέ μ’ γιατί σε σταύρωσαν οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι παράνομοι των Φαραώ το γένος.
Τον Φαραώ τον έστειλαν να φτιάξει τρία περόνια
κι αυτός ο τρισκατάρατος βαρεί και φκιάνει πέντε.
Συ Φαραέ που τά ’φτιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Τώρα που με ρωτήσατε εγώ θα σας διδάξω.
Τα δυό βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυό στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε να μην είχε ξημερώσει.
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι εχάθη
οι πέτρες εραγίστηκαν οι βρύσες ανασαίνουν.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λυγώθη
σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία ημεροδόσταμνα για να της έρθει ο νούς της
ζητεί ποτάμι να πνιγεί για τον μονογενή της
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί φωτιά να πάει να πέσει.
Χριστός αντιλογίστηκε όπου ήταν σταυρωμένος.
Μην πνίγεσαι μητέρα μου πνίγονται οι μάνες όλες
μην γκρέμεσαι μητέρα μου γκρεμιούνται οι μάνες όλες
μην σφάζεσαι μητέρα μου σφάζονται οι μάνες όλες
βάλε κρασί μέσ’ το γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
να βρούν οι μάνες των παιδιών παρηγοριά μεγάλη.
Αφέντη σε παρακαλώ σε διπλοπροσκυνάω
να μου χαρίσεις τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου
ν’ ανοίξω τον παράδεισο να ιδώ τους πεθαμένους
να ιδώ τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς πως είναι
να ιδώ και τους αμαρτωλούς στην πίσα στο κατράμι
πούχουν την πίσα πάπλωμα και το κατράμι στρώμα
και το ρετσίνι το μαυρό το’ χουν προσκεφαλάκι
να ιδώ και τους φιλάργυρους στον ήλιο στον προσήλιο
όπου κρατούν στα χέρια τους λαμπάδες αναμμένες
κι από τη δέξια τη μεριά σακκούλες βουλωμένες
να ιδώ και τα μικρά παιδιά ψηλά σαν κυπαρίσσια
να ιδώ και τα παραμικρά στ’ άνθη και στα λουλούδια
που παίζουν τις χρυσές μηλιές και λησμονούν τις μάνες.
Αφέντη σε παρακαλώ κοντά στους Αποστόλους
να’ ταν το πώς να πέρναγαν, να πέρναγαν τα γρόσια.
Εδώ τα γρόσια δεν περνούν μηδέ και τα φλουριά σας
περνά λιβάνι και κερί και καθαρές ψυχούλες
παλιό σκουτί σαν έδωσες στρωμένο θα το έβρεις
λιανό παρά σαν έδωσες λαμβάνει και η ψυχή σου,
σαν έδωσε το χέρι σου λαμπάδες αναμμένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερις αντάμα
πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τους έβγαλε μέσ’ του ληστού την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα απ’ το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηράει και δεξιότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη
Αϊ-Γιάννη, Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του Γιού μου
μην είδες τον υγιόκα μου και σε τον Δάσκαλό σου;
Τι να σου ειπώ μητέρα μου τι να σου μολογήσω
δεν έχω στόμα να σου ειπώ, χέρι να στον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Αυτός είναι ο Γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου ειπώ μητέρα μου που διάφορο δεν έχεις
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες,
σημαίν’ ο Θεός σημαίνει η γή σημαίνουν τα επουράνια…
κι όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος τον ακουρμαίνεται παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».


Τα κορίτσια το μεσημέρι στόλιζαν τον επιτάφιο με αγριολούλουδα και τα αγόρια περνούσαν κάτω απ’ αυτόν σταυρωτά και μπουσουλώντας. Κανείς δεν εργάζονταν αυτή την ημέρα. Ακόμη και τα καφενεία ήταν κλειστά. Το βράδυ, στον Άγ. Αθανάσιο, οι άντρες έκαναν ένα κύκλο γύρω από τον επιτάφιο μαζί με τον ιερέα και έψελναν με τη σειρά τα εγκώμια, έστω και αν δεν ήταν ψάλτες.
Να σημειωθεί ότι παλιότερα ο ναός δεν διέθετε κουβούκλιο επιταφίου και στολίζονταν το πανί πάνω σε τραπέζι.
Ο ιερέας ράντιζε με ένα μπουκαλάκι άρωμα όλο το εκκλησίασμα όταν έφταναν στο «Έρανον τον Τάφον…». Και όταν τελείωναν τα Εγκώμια, περνούσαν με τη σειρά όλοι οι πιστοί, προσκυνούσαν τον επιτάφιο κάνοντας τρεις μετάνοιες και αφού ασπάζονταν, έπαιρναν λουλούδια από το χέρι του παπά. Έβγαιναν όλοι στο προαύλιο και τελευταίος ο ιερέας με τον επιτάφιο, που κρατούσαν δύο νέοι. Κατά την περιφορά γύρω από τον Άγ. Αθανάσιο οι νέοι κρατούσαν μόνο το πανί του επιταφίου και όχι το κουβούκλιο, γιατί το στενό πέρασμα της δυτικής πλευράς του χαγιατιού δεν το επέτρεπε. Οι χωριανοί ακολουθούσαν τον επιτάφιο γύρω από το ναό κράζοντας κατά ομάδες το «Κύριε ελέησον…» και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ξανά και ξανά.
Όλοι κρατούσαν αναμμένο κερί και σε συνδυασμό με την μη ύπαρξη φωτισμού, αλλά και με τους συνεχείς πένθιμους κτύπους της καμπάνας, η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη μυσταγωγία, σαν αρχαία τραγωδία. Οι Νταρανίτες «ζούνε» αυτή την βραδιά ενώ οι άλλοι προσκυνητές (φιλοξενούμενοι) ίσως να φοβούνται και λίγο. Στη τελευταία (τρίτη) στροφή γύρω από την εκκλησία, ο παπάς σταματούσε σε ορισμένη θέση απέναντι του καμπαναριού, στο μικρό υψωματάκι που υπήρχε, και διάβαζε φωναχτά τα ονόματα των τεθνεώτων κάθε οικογένειας χωριστά (όσα ονόματα του είχαν δώσει κατά καιρούς), από ειδικό χειρόγραφο τετράδιο. Έλεγε πρώτα το όνομα του αρχηγού της οικογένειας και κατόπιν των μελών αυτής. Η φωνή του ιερέα ακούγονταν, στη σιγαλιά και το μαύρο σκοτάδι (δεν υπήρχαν οι σημερινοί προβολείς) πολύ μακριά, ενώ τα πρόσωπα των πιστών ξεχώριζαν σαν μάσκες πίσω από το φώς των κεριών τους. Κατά την ώρα του «διαβάσματος» των ονομάτων της κάθε οικογένειας ακούγονταν μαζί με την φωνή του παπά και ο χαρακτηριστικός ήχος του κέρματος (κρργκρρρ…) σε μεταλλικό δίσκο, που έριχνε ο αρχηγός υπέρ του τελευταίου.
Με την είσοδο του επιταφίου στην εκκλησία, μετά το «Άρατε πύλας…», τελείωνε η περιφορά και οι χωριανοί τραβούσαν για τα σπίτια τους, όπου έβαζαν τα λουλούδια στο εικόνισμα έως την επόμενη χρονιά.
Μεγάλο Σάββατο: σφάζονταν το αρνί και πλένονταν τα εντόσθια για την μαγειρίτσα. Λούζονταν όλοι και έκαναν τα τελευταία ψώνια. Ο πατέρας αγόραζε τις άσπρες λαμπάδες και την λαμπάδα της αρραβωνιαστικιάς του γιου του, στολισμένη με λουλούδια.
Οι νονοί έστελναν στα βαφτιστήρια (αναδεχτούδια) τα «φωτίκια». Τούτα ήταν μια αλλαξιά ρούχα, λαμπάδα, κουλούρι, κόκκινα αυγά, παπούτσια, κάλτσες, χάλκωμα (ταψί ή τέντζερη) και ένα χαρτονόμισμα. Όλα τούτα τα έφερνε κάποιος συγγενής του νονού, τον οποίο φίλευαν με γλυκά, αμυγδαλωτά, κρασί και ένα αναμνηστικό δώρο. Και οι γονείς ανταπέδιδαν με κουμπαριάτικα, που ήταν πουκάμισο, κάλτσες, χερομάντηλο, μπογάτσια και πολλές φορές αρνί. Στην δε νονά μαντήλι κεφαλιού και τσιουρέπια. Τούτο γίνονταν μια φορά, κατά το πέμπτο έτος της ηλικίας του παιδιού.
Όλα ήταν έτοιμα για την Ανάσταση. Φρεσκοσκουπισμένα, ασπρισμένοι με ασβέστη τοίχοι και πεζούλια, ακόμη και τα δέντρα, όλα πεντακάθαρα. Πριν τα μεσάνυχτα έβαζαν τα καλά τους και πήγαιναν στον Αϊ-Θανάση και τελευταία στον Άγ. Κων/νο.

(χρησιμοποιήθηκαν και αποσπάσματα από το βιβλίο: «Ντάρα Λάκκας Σουλίου, Λαογραφία», 2014.).

Δεν υπάρχουν σχόλια: