Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Πάσχα στη στάνη του κουμπάρου


Ένα πρωί τα πασκαλόγιορτα, με πήρε η Βάβω πισωκάπουλα στον Καρά, να πάμε στη στάνη του κουμπάρου μας. -Του κουμπάρου μας;- Ναι μάτια μου του κουμπάρου μας. Είχε βαφτίσει ο τσέλιγκας κάποτε ένα παιδί της Βάβως, κι άσχετα αν αυτό πέθανε από μωρό ή αν πέρασε από τότε μισός αιώνας, η κουμπαριά έμεινε-άρρηκτος δεσμός συγγένειας -και κάθε άνοιξη, η Βάβω ξεκίναγε με κρασί, ρακί και πετιμέζι να καμαρώσει τα κοπάδια του κι ύστερα να γυρίσει φορτωμένη μυζήθρες και χλωρό τυρί. Ήταν μια ανταλλαγή προϊόντων ανάμεσα στους απλούς εκείνους ανθρώπους, γινότανε με την έκφραση των αγνότερων αισθημάτων.






Γλυκοχάραζε όταν ξεκινήσαμε. Καβαλικέψαμε στο πέτρινο πεζούλι της οξώπορτας κι αφού χτύπησε ο Καράς το μπροστινό πόδι του στο χώμα και φύσηξε δυνατά τα ρουθούνια του, σήκωσε περήφανα το κεφάλι τινάζοντας τη χαίτη και τράβηξε γρήγορα το δρόμο. Ο πρώτος σταθμός έγινε κοντά στ' αμπέλια. Μονάχος του σταμάτησε ο Καράς συνηθισμένος μπροστά στο χαλασμένο μισότοιχο της Αϊτριάδας. «Κατέβα ψυχή μ' ν' ανάψουμε ένα κερί στη χάρη της». Η παλιά πόρτα της εκκλησιάς έτριξε και τα χόρτα παραμέρισαν από το σκαλοπάτι.

Έκανα ότι κ' η Βάβω μου. Τρεις μετάνοιες, καμιά δεκαριά σταυρούς και φίλησα μ' ευλάβεια πολλή τις εικόνες με τ' ασημένια χέρια και πόδια, ανάλογα με τα ταξίματα και τις αρρώστιες των συγχωριανών μου, στο θάμα της, Ύστερα σταθήκαμε στα πηγάδια να ποτίσουμε το ζώο και να δροσιστούμε, και σαν ξανακαβαλικέψαμε, ο Καράς μ' αποφασιστικό πια βήμα και γρήγορο, τράβηξε τα φιδωτά μονοπάτια, ανάμεσα από φράχτες μ' αγριοτριανταφυλλιές κι από ρεματιές και ρουμάνια.
Στο δρόμο συναπαντούσαμε κανένα τσομπάνο ή αγωγιάτη και μας καλημέριζαν πρόσχαρα και θαρρετά. - Ώρα καλή Βάβω». Κι η απάντηση πήγαινε πιο θερμή και στοργική. «Να είσαι καλά γυιέμ'».
Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν φτάσαμε. Πρώτα απαντήσαμε τον Τάσο, ένα τσομπανόπουλο αμούστακο μ' άσπρη πουκαμίσα, να πελεκάει αγκλίτσες και κουτάλια στον ίσκιο μιας θεόρατης βαλανιδιάς. «Τα πλουμιστά χουλιάρια τάφτιαξα, μόνε να δούμε τί γάλα θα φάτε, μέρες που ήρθατε», μας είπε γελώντας.
Η Βάβω το πήρε για χωρατό. Εγώ έσκυψα πάνω στα πελεκημένα ξύλα με τα λογής λογής, σχέδια και τις αναπαραστάσεις. Ένα φίδι, ένα πουλί μ' ανοιγμένα φτερά, έναν πολεμιστή με τ' άρματα κι άλλα πολλά. Μου είχαν τραβήξει όλη την προσοχή, όταν με τρόμαξε ένα δυνατό σφύριγμα που αντήχησε σ' όλη τη ρεματιά. Σήκωσα το κεφάλι κι είδα τον Τάσο νάχει τα δυό δάχτυλα στο στόμα και να σφυρίζει για δεύτερη φορά. Ήταν το σύνθημα να μαζέψουν τα σκυλιά τους..
Σε λίγο οι κουμπάροι έτρεχαν με χαρά να μας καλωσορίσουν. - «Χστός Ανέστ'» λέει η Βάβω μου - «Ε κουμπάρα μη βιάζεσαι θα 'ρθει κ' η Πασκαλιά».- «Αμ η Πασκαλιά ήρθε» ξανάπε σαστισμένη - «Ήρθε η Πασκαλιά στη Ζίτσα;» - «Και στη Ζίτσα και στην Καρίτσα και σ' όλα τα χωριά».


Ο κουμπάρος φούντωσε.- «Τι διάολο πως δεν ήρθε ο Παπασταμάτης να μας κοινωνήσει και να κάνουμε Πασκαλιά σαν χριστιανοί, όπως κάθε χρόνο;».
Μας κοιτούσανε μ' έκφραση μεγάλης δυσπιστίας και μόνο όταν έβγαλε η γιαγιά μου τα κόκκινα αυγά από τον τρουβά -απτά κι αναμφισβήτητα πασχαλινά σημάδια - οι κουμπάροι πίστεψαν πως ήρθε η Πασχαλιά κι ας μην είχεν έρθει ο Παπασταμάτης.- «Θα μας ξέχασε ο γέρος» φώναξε ο κουμπάρος εκτός εαυτού.- «Χστός Ανέστ'» είπε η Βάβω μου για να τον ημέρωση -μην κολάζεσαι κάτι θάπαθε- κι άπλωσε το χέρι με το κόκκινο αυγό.- «Χστός Ανέστ'» είπαν όλοι - «κι' από χρόνου με γεια».
Η κουμπάρα άναψε το καντήλι μπροστά στο κόνισμα του αφέντη του Χρίστου κι ο Τάσος έρριξε μια ντουφεκιά για να πληροφορηθούν όλοι οι πιστικοί τους το χαρμόσυνο γεγονός.
«- Η Πασκαλιά άργησε λίγο να ρθή σε μας ορέ παιδιά-είπε ο τσέλιγκας γελώντας- είμαστε κι αλάργα γλέπετε, μπορεί νάχασε και το δρόμο, τόσα βουνά και ρουμάνια μπροστά. Μ' ας είναι κάλλιο αργά παρά ποτέ».


Τριγύρω στ' αναμμένο καντήλι σταυροκοπήθηκαν όλοι εκείνοι οι λιοψημένοι κι ευσεβείς άνθρωποι, εγώ δε, -πού πήγαινα σκολειό κι' ήξερα πολλά πράματα,- ανέλαβα κατά σύσταση της γιαγιάς μου να πω μερικά άγια γράμματα. Ανέβηκα σε μια κοτρώνα που χρησίμευε για καρέκλα στο κονάκι, κι ανάμεσα σε κατανυχτική σιγή και θρησκευτική έξαρση έψαλλα όσα τροπάρια ήξερα και δεν ήξερα απ' έξω. -Εν Ιορδάνη.- Χριστός γεννάται σήμερον.- Βασίλειον τον μέγαν και τον Θεολόγον Γρηγόριον  - Κανόνα πίστεως.-. κι αφού εξήντλησα όλες τις θρησκευτικά γνώσεις μου, έψαλλα αντάμα με όλους με μεγάλη συγκίνηση το -Χριστός Ανέστη. Η επιτυχία, κατά γενικήν ομολογίαν ήταν θριαμβευτική ! Τα είπα χίλιες φορές καλύτερα από τον παπά που τα τρώει μες τα δόντια του και δεν καταλαβαίνεις γρι. Ακλουθήσανε, τσουγκρίσματα αυγών, σούβλα και γλέντι ως το γέρμα που ξεκινήσαμε πάλι για το χωριό. Ο κουμπάρος την ώρα που μας αποχαιρετούσε μου είπε μ' αναστεναγμό.- «Κρίμα που δεν είσαι παιδί να γίνεις, παπάς».
Στο δρόμο πληροφορηθήκαμε από κάποιον Πρωτοπαπαδίτη πως ο Παπασταμάτης, δεν ήταν που ξέχασε τον τσέλιγκα αλλά ήταν που τον κάλεσε ο θεός να κάνει 'κει πάνω την Ανάσταση κοντά του - «Ε κορακοζώητος ήταν Θεός σχωρέστον». Η Βάβω δάκρυσε και σταυροκοπήθηκε. Εγώ δε σκέφτηκα στα σοβαρά και με πικρία τα σωστά λόγια του κουμπάρου μας. Κρίμα να μην είμαι αγόρι να γίνεις παπάς, μια που είχε τόση ανάγκη ο τόπος μας, κι εγώ τόσα προσόντα γι' αυτή δουλειά.

 Αναδημοσίευση από την «Ηπειρωτική Εστία», τεύχος 12, Απρίλιος 1953

Της Χρυσάνθης Ζιτσαίας   

Δεν υπάρχουν σχόλια: