Τι σημαίνει ο αερογάμης, αβασκαντήρες, αλαλιάζω, γράβαλο, γρατσούνι και άλλες άγνωστες λέξεις από τα μέρη της Ακαρνανίας…
Στα Νέα Ελληνικά κλίνουμε: ερχόμουν, ερχόσουν, ερχόταν. Στη Ξηρόμερο Ακαρνανίας κλίνουν: ΄ρχόμτανε, ΄ρχόστανε, έρχουνταν και πολλές φορές κατεβαίνει ο τόνος στην παραλήγουσα στο τρίτο πρόσωπο γιατί προστίθεται ένα «ε» στο τέλος και γίνεται «έρχουντάνε» (αυτός).
Το γλωσσικό ιδίωμα του Ξηρομέρου Ακαρνανίας μοιάζει με αυτό της υπόλοιπης Δυτικής Ελλάδας, αλλά έχει ιδιαιτερότητες που το κάνουν να ξεχωρίζει ακόμη και από το ιδίωμα των γειτονικών περιοχών της Αιτωλίας και του Βάλτου. Για παράδειγμα, στην Αιτωλία κλίνουν: έρχουμαν, έρχισαν, έρχιταν.
«Άγνωστες» λέξεις
Κάποιες χαρακτηριστικές λέξεις που αναγνωρίζουν όσοι κατάγονται από την περιοχή και μάλλον ξενίζουν τους επισκέπτες είναι οι εξής:
Αβασκαντήρα (η): το μικρό κοχύλι
Αγγειό (το): το δοχείο γενικά
Αγιάζω: αδυνατίζω πολύ
Αγκλιδέρα (η): ξύλινο τσιγκέλι ή ο,τιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν κρεμάστρα
Αερογάμης (ο): κατά φαντασία εραστής
Ακόνα (η): ψαμμολιθικό πέτρωμα
Ακρατ΄γους: ορμητικός
Αλαλιάζω: παλαβώνω
Αλιμουριάζω: λεηλατώ , χυμάω
Αλλαξομουτσουδιάζω: αλλάζει η όψη, η έκφραση
Αλτσάρω: τινάζομαι από πόνο, θυμό. Πχ. ατλτσρ’σα (πετάχτηκα)
Αμάλλιαγος: νεοσσός
Αμπλάνιστος: άξεστος
Αυγόλαδο: σκοτούρα
Βατσίνα (η): σημάδι εμβολιασμού
Βλογάω (δεν): ακαρπία
Βουησμένο: ματιασμένο
Βουιδαγλειμμένος: αυτός που έχει ανασηκωμένη τούφα στα μαλλιά (βουιδογλειψά)
Βουρυάζω: βρίσκομαι σε οργασμό
Γανιάζω: μισοπλένω τα ρούχα και βγαίνουν σκληρά
Γατσούλι: γατάκι
Γκράμπαλη: σκελετός
Γούπατο: χαμηλό μέρος, απάνεμο, κατώι
Γράβαλο: πέτρα Γρουμπανιά: γροθιά
Γρουμπούλι: οίδημα, μικρό εξόγκωμα
Διαλοκουνάω: κάνω δουλειά πρόχειρα
Δικριάνι: δίκρανο
Δράγκα: στάλα, μικρή ποσότητα
Δρωτσούλι: αναβρύσματα, στάλες πάνω σε βράχια σαν να ιδρώνουν
Εκκλησιά: σημάδεμα κοπαδιού στα αφτιά (ικκλησιά)
Ζαγάρι: κηνυγόσκυλο, παλιόπαιδο
Ζαμπλακώνομαι: υποφέρω από πάθηση
Ζεματούρα: πρόχειρο κολατσό
Ζέχνω: βρωμοκοπάω
Ζιμπερέκι: σύρτης
Ζωνάρι: πρόχειρη μονάδα μέτρησης, ίσο με μισό μπόι ανθρώπου
Ήβαλα: γυαλιά – καρφιά
Ισκιώνω: προστατεύω
Κανταρέλα: η φάλαγγα, άνδρες ή ζώα το ένα πίσω από το άλλο
Καπιτανέικα: πλουσιοπάροχα
Καρκώνω: πιάνω από τον λαιμό
Λανταβός: απρόσεχτος
Ματσαλιάζω: συνθλίβω
Μελίδια: μικρά κομμάτια
Μπαμπαλίζω: πολυλογώ φωναχτά και άσκοπα
Μπλαμούτσα: μεγάλη χοντροκομμένη παλάμι ή πατούσα
Ντάβανος: μεγάλη μαύρη μύγα
Ντράβαλα: φασαρίες
Ξεκαμπάω: φαίνομαι ερχόμενος από μακριά
Ξελαβαίνω: πληρώνω τα σπασμένα για άλλους
Παδέλα: ρηχή χύτρα
Παρασάνταλο: ράκος
Προσμπούκι: πρόχειρο ορεκτικό
Σατίλι: κουβάς
Σβησμάρα: τάση προς λιποθυμία
Τρομπούκι: παχουλός
Τσαούλια: κάτω σιαγόνα
Τσάχαλο: σκουπιδάκι, πετραδάκι πολύ μικρό
Φάκλα: ανυπόφορη ζέστη Χλιμμένος: ασθενικός, πολύ αδύνατος
Χουμελιαστό: καλά βρασμένο
Σημειώνεται ότι όλες οι παραπάνω λέξεις στο Ξηρόμερο προφέρονται με μεγάλες περικοπές στα φωνήεντα.
Από το χωριό Μπαμπίνη έλκει την καταγωγή του ο καθηγητής γλωσσολογίας Γιώργος Μπαμπινιώτης( Το χωριό της γυναίκας μου!!!).
«Ιδιωματικό και Λαογραφικό Γλωσσάριο Ξηρομέρου Ακαρνανίας», Γεράσιμος Παπατρέχας, Εκδόσεις Ένωση Αιτωλοακαρνάνων Περιστερίου «Η Εξοδος», 2007
Γραμματική
Τα βασικά χαρακτηριστικά ξηρομερήτικου ιδιώματος που συγκαταλέγεται στα βόρεια ιδιώματα είναι:
- Η αποβολή των άτονων «ι» και «ου» όπως ανθρώπ΄, κουμπούρ΄, μ΄νιάτ΄κου (μηνιάτικο)
- Τα «ε» γίνονται «ι» και τα «ο», «ω» γίνονται «ου», άθιλα (άθελα), δουμάτιου (δωμάτιο)
- Το «γ» και το «ου» φεύγουν από συλλαβές κυρίως στα παραλιακά χωριά, πχ παούρ΄ (παγούρι)
- Συλλαβική αύξηση: ιπήα (πήγα), ιπήρα (πήρα)
- Ο τόνος μπαίνει στην πρώτη συλλαβή στα πολλυσύλαβα: έφαγαμι (φάγαμε)
- Ασυναίρετος τύπος στα φωνηεντόληκτα: αμπουδάου (εμποδίζω), παραμιράου (παραμερίζω)
- Χρήση μεγεθυντικών όπως το «μανάω»: κλεφτομανάω, τραγουδομανάω
Επίσης, χρησιμοποιείται μεγάλος αριθμός λέξεων ιταλικής, αλβανικής, τουρκικής και σλαβικής προέλευσης. Ειδικά, στα παραλιακά χωριά και τις κωμοπόλεις όπως ο Αστακός, ο Μύτικας και η Ζαβέρδα (Πάλαιρος), που βρίσκονται απέναντι από την Κεφαλονιά και τη Λευκάδα, η επιρροή του επτανησιακού ιδιώματος είναι καταλυτική.
Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την παρουσία των βοσκών από την Ήπειρο και τα Άγραφα, αλλά και των Αρβανιτόβλαχων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ιδιαιτερότητα του γλωσσικού ιδιώματος στο Ξηρόμερο.
Είναι το πάντρεμα δύο – τουλάχιστον – ισχυρών διαλέκτων, καθώς στην περιοχή έχουν εγκατασταθεί διαχρονικά πληθυσμοί και από τα νησιά και από τον βορρά. Για παράδειγμα, στον Αστακό χρησιμοποιούν την κεφαλλονίτική λέξη «μπικιόνα» (κανάτα), αλλά την προφέρουν «μπκιον΄(ι)».
Πολλοί ειδήμονες και μη, επί των γλωσσικών θεμάτων επιχείρησαν να καταγράψουν τις λέξεις με τις οποίες μιλούν οι Ξηρομερίτες. Το «Ιδιωματικό και Λαογραφικό Γλωσσάριο Ξηρομέρου Ακαρνανίας» του Γεράσιμου Παπατρέχα είναι μια πλούσια πηγή γλωσσικής και λαογραφικής έρευνας που περιλαμβάνει 2.200 λήματα.
«Ιδιωματικό και Λαογραφικό Γλωσσάριο Ξηρομέρου Ακαρνανίας», Γεράσιμος Παπατρέχας, Εκδόσεις Ένωση Αιτωλοακαρνάνων Περιστερίου «Η Εξοδος», 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου