Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Σε κάθε χωριό της Ελλάδας τούτες τις ημέρες αρχίζουν οι γιορτές για το Άγιο Πάσχα. Τις γιορτές συνοδεύουν τα κατά τόπους έθιμα και οι παραδόσεις αιώνων. Θα παρατεθούν τα έθιμα του Λαζάρου στο χωριό Ελιά (Ντάρα) Πρεβέζης.
Κουφολάζαρος: γιορτάζονταν ένα Σάββατο προ του Λαζάρου. Την ημέρα αυτή δεν φύτευαν κρεμμύδια, σκόρδα, λουλούδια, γιόσμο κ.λ.π., γιατί ο χαμόρυγκας (τυφλοπόντικας) σήκωνε το χώμα και ξεραίνονταν τα φυτά. Ακόμη δεν λούζονταν, για να μη κουφαθούν.
Του Λαζάρου: την παραμονή (Παρασκευή), άρχιζαν ουσιαστικά τα έθιμα του Πάσχα. Το μεσημέρι σταματούσαν τα σχολεία για τις 15θήμερες διακοπές. Από τις προηγούμενες μέρες, τα παιδιά μάθαιναν τα τραγούδια παρέες-παρέες. Είναι εύλογη η απορία με πόση θαυμαστή ακρίβεια μάθαιναν από στόμα σε στόμα τόσα τραγούδια, τα περισσότερα μακροσκελή. Τα παιδιά πήγαιναν στα σπίτια τους και στόλιζαν τα καλάθια τους περιφερειακά με λουλούδια πλούσια και πολύχρωμα από μαργαρίτες, αχλαδιές, κυδωνιές, τριανταφυλλιές και πρασινάδες. Καλάθια, που από μέρες έφτιαχναν μόνα τους με τη βοήθεια των πατεράδων τους, από καλάμια, λυγιές ή ιτιές. Καλά καλάθια έφτιαχνε ο Δημ. Κ. Τζόλος και σ’ αυτόν κατέφευγαν οι ανίδεοι. Στα καλάθια έβαζαν το πρώτο αυγό, το «φόλι», από το σπίτι τους. Δυό-δυό τα αγόρια και σπάνια τα κορίτσια, γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, έπαιρναν με τη σειρά τα σπίτια του χωριού και μάλιστα με γρηγοράδα, ώστε να προλάβουν τα καλύτερα δώρα, αλλά και να τελειώσουν προτού νυχτώσει. Εφοδιασμένα με το απαραίτητο σκόπι για το φόβο των σκυλιών, ήξεραν ποιο τραγούδι θα πούνε σε κάθε σπίτι. Εκεί που υπήρχε ανύπαντρη κοπέλα έλεγαν «της θυγατέρας», εκεί που έλειπε ξενιτεμένος έλεγαν «της ξενιτειάς» κ.ο.κ. Οι νοικοκυρές τα περίμεναν με καλωσύνη και τα φίλευαν ζαχαρωτά, σύκα ξερά, αυγά και δεκάρες ή πεντόλεφτα (μισή δραχμή).
Τα τραγούδια του Λαζάρου παρά τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα, τα περισσότερα είναι εγκωμιαστικά. Μιλάνε για τον αφέντη, την θυγατέρα, τον ξενιτεμένο, το νεογέννητο κ.λ.π. Έχουν μονότονη ρυθμική μουσική και σε ορισμένους στίχους δακτυλικό μέτρο όπως στην επωδό «Πές μας Λάζαρε τι είδες, εις τον Άδη όπου πήγες…».
Ο Αντώνιος Β. Στράτης και ο Κωνσταντίνος Σπ. Στράτης λένε τον Λάζαρο.
Παρατίθενται τα τραγούδια που έλεγαν τα παιδιά, χωρίς να παραλείψουν ευχή και προτροπή στο τέλος: «και του χρόν’ και τ’ αυγό παρόν».
Του Λαζάρου
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάϊα,
ήρθαν και οι γιορτές με τα μεγάλα τ’ Άγια.
Καλησπέρα σας, καλή βραδυά σας,
πάντα προσκυνώ στη αφεντιά σας,
σας παρακαλώ να μην κοιμάσθε
κι αν κοιμόσαστε να σηκωθείτε
και το Λάζαρο να το δεχτείτε.
Μαρία πού ειν’ ο Λάζαρος, Μάρθα ο αδερφός σου,
πού είναι ο φίλος μου και ο δικός σας.
Ο Λάζαρος απέθανε την ημέρα την Τετάρτη.
Άς υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Όλοι έτρεξαν μικροί-μεγάλοι,
φίλοι του Χριστού, Εβραίοι κι άλλοι.
Τα χεράκια του σταυροδεμένα,
τα ματάκια του σφιχτά δεμένα,
η γλωσσούλα του πικρή φαρμακωμένη.
Πεσ’ μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας, των χειλέων και μη με ρωτάτε πλέον».
Του ξενιτεμένου
«Ξενιτεμένο μου πουλί, ξενιτεμέν’ αηδόνι
η ξενιτειά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου
τι να σου στείλω ξένε μου αυτού στα ξένα που ‘σαι
να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει
σταφύλι ξερογιάζεται, τριαντάφυλλο μαδιέται
να στείλω το δακράκι μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι
το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντήλι.
Ο ξένος θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδες,
θέλει τη μάνα στο πλευρό, την αδερφή στο γόνα.
Θέλει και την αγάπη του, τριγύρω να τη φέρνει».
Του Χριστού
«Σήμερα έρχετ’ ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός
και στην πόλη Βηθανία, Μάρθα κλαίει και Μαρία
Λάζαρον τον αδελφό τους, τον γλυκύ και καρδιακόν τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιριολογούσαν
και τη μέρα την τετάρτη, κίνησ’ ο Χριστός για να’ ρθει
και εβγήκε και η Μαρία, έξω απ’ τη Βηθανία
και εμπρός του γονατούσε και τον επαρακαλούσε.
Άν ήσουνα εδώ Χριστέ μας, δεν θα πέθνησκ’ ο αδερφός μας.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει.
Άδη τάρταρε και χάρε, Λάζαρε ήρθα να σε πάρω.
Σήκ’ απάνω Λάζαρέ μου φίλε μου κι αγαπητέ μου.
Λάζαρος απελυτρώθη, Αναστήθηκε σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος και με το κηρί δεμένος».
Της θυγατέρας
«Εδώ είν’ η θύγα η έμορφη, θύγα καμαρωμένη
την τάζει ο γιος του βασιλιά την τάζει ο γιος του ρήγα.
Δεν θέλει γιο του βασιλιά δεν θέλει γιο του ρήγα,
μον’ θέλει τ’ αρχοντόπουλο με τις πολλές χιλιάδες.
Μα τ’ αρχοντόπουλο αυτό, βαρύ προικιό χαλεύει.
Χαλεύει ελιές αμάζευτες, μ’ όλους τους μαζευτάδες,
χαλεύει τ’ άστρα πρόβατα και το Φεγγάρι γίδια.
Χαλεύει χωράφια αθέριστα μ’ όλους τους θεριστάδες,
χαλεύει τον Αυγερινό κρεβάτι να κοιμάται,
χαλεύει μύλους ένδεκα μ’ όλους τους μυλωνάδες,
πέντε ν’ αλέσουν το ψωμί και πέντε το σιτάρι
κι’ ο τρίτος ο καλύτερος ν’ αλέσει το πιπέρι
να πιπερώσουν το φαΐ να φάν’ οι συμπεθέροι».
Του μικρού γιού
«Ένα μικρό μικρούτσικο μικρό στη σαρμανίτσα
μικρό που τόχει η μάνα του μικρό κι η αδερφή του
το έλουζαν το χτένιζαν και στο σχολειό το στέλναν
το καρτερεί ο δάσκαλος με μιά χρυσή βεργούλα
το καρτερεί η δασκάλισσα μ’ ένα κλωνάρι μόσχο.
«-Μόσχο μ’, πού είν’ τα γράμματα, μόσχο μ’ πού είν’ ο νούς σου;
-Τα γράμματά μου στο χωριό κι ο νούς μου πέρα ως πέρα,
πέρα, πέρα και αντίπερα, πέρα στις μαυρομάτες
πούχουν τα μάτια σαν ελιά, τα φρύδια σαν γαϊτάνι
πούχουν και τα σγουρόμαλλα σαράντα πέντε πήχες
στους ουρανούς τα πέταγαν στους κάμπους τα λευκαίνουν
στην άκρη από τη θάλασσα, τα λευκοκοπανάνε».
Του Αϊ-Γιώργη
«Αϊ-Γιώργη, Αϊ-Γιώργη αφέντη μου και γριβοκαβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι
τη χάρη σου τη βούλη σου σε ποιόν θα την ερίξεις
εδώ είναι τ’ άγριο θεριό κι ο δράκοντας μεγάλος
που δεν αφήνει το νερό να πάει να πάρει η χώρα
και ρίξαν την πολυψηφιά σε ποιόν θα πέσ’ ο κλήρος
κι ο κλήρος πάει και έπεσε σε μιάν αρχοντοπούλα
οπού την είχε η μάνα της μικρή και μοναχούλα.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε βαριά του κακοφάνη
όλο το βιός παρείτε το κι αφήστε την κορούλα.
Για κάτσε-κάτσε βασιλιά μην πάρουμε και σένα
παρείτε την κορούλα μου κι αφήστε με εμένα
παρείτε την, στολίστε την και κάντε την για νύφη
και δώστε την του δράκοντα να την γλυκομασίσει.
Πολύς λαός αρίθμητος πήρε την κορασίδα
και μέσ’ τα χείλ’ του πηγαδιού την δένει μ’ αλυσίδα.
Αϊ-Γιώργης εβουλήθηκε να πάει να τη γλιτώσει
το γρίβα εκαβάλησε και τον ανδραποδίζει
και μέσ’ τα χείλ’ του πηγαδιού πηγαίνει και καθίζει.
Για κάτσε-κάτσε κόρη μου λίγο ύπνο να πάρω.
Κι Αϊ-Γιώργης εκοιμήθηκε στα γόνατα της κόρης.
Όλα τα όρη τρέμουνε και τα βουνά σαλεύουν
και τα ματάκια της κορής σαν τις βρυσούλες τρέχουν.
Για σήκω-σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο δράκοντας τα δόντια του για μένα τα τροχίζει.
Αϊ-Γιώργης εσηκώθηκε σαν παραλογισμένος
το κονταράκι του άρπαξε, σαν τόχε μαθημένο
μια κονταριά του τράβηξε το παίρνει μέσ’ το στόμα
και κάνει και ξαπλώνεται στη γή στο μαύρο χώμα.
Σύρε κόρη μ’ στο καλό σύρε και στους γονείς σου
κι αν σε ρωτήσουν κόρη μου ποιος ήτανε εκείνος
Αϊ-Γιώργη με λέν’ στο όνομα απ’ την Καπαδοκία
κι αν έχεις κάνα τάξιμο φκιάσε μια εκκλησία
και κάτσε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία
κι απ’ τη δέξια τη μεριά φκιάσ’ έναν καβαλάρη
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».
Του Χριστού
«Καλός ο Άγιος ο Θεός καλός και να τον πούμε
κι όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος τον ακουρμένεται παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λειτουργό και μέγα μοναστήρι.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα μεσ’ του Χριστού τον τάφο
εκεί Αγγέλοι λειτουργούν κι οι Αποστόλοι ψέλνουν,
ψέλνουν το Άγιος ο Θεός και την τιμιωτέρα.
Εκεί δέντρος δεν ήτανε δέντρος εφανερώθη.
Ο δέντρος ήταν ο Χριστός και ρίζα η Παναγία
και τα κλωνάρια του δεντρού ήταν οι Αποστόλοι
και τα φυλλάκια πού ’πεφταν ήταν οι μαρτυραίοι
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Χριστέ μ’ γιατί σε σταύρωσαν οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι παράνομοι των Φαραώ το γένος.
Τον Φαραώ τον έστειλαν να φτιάξει τρία περόνια
κι αυτός ο τρισκατάρατος βαρεί και φκιάνει πέντε.
Συ Φαραέ που τά ’φτιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Τώρα που με ρωτήσατε εγώ θα σας διδάξω.
Τα δυό βάλτε στα χέρια του και τ’ άλλα δυό στα πόδια
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του.
Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέμπτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωσε να μην είχε ξημερώσει.
Ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι εχάθη
οι πέτρες εραγίστηκαν οι βρύσες ανασαίνουν.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λυγώθη
σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μόσχο
και τρία ημεροδόσταμνα για να της έρθει ο νούς της
ζητεί ποτάμι να πνιγεί για τον μονογενή της
ζητεί γκρεμό να γκρεμιστεί φωτιά να πάει να πέσει.
Χριστός αντιλογίστηκε όπου ήταν σταυρωμένος.
Μην πνίγεσαι μητέρα μου πνίγονται οι μάνες όλες
μην γκρέμεσαι μητέρα μου γκρεμιούνται οι μάνες όλες
μην σφάζεσαι μητέρα μου σφάζονται οι μάνες όλες
βάλε κρασί μέσ’ το γυαλί κι αφράτο παξιμάδι
να βρούν οι μάνες των παιδιών παρηγοριά μεγάλη.
Αφέντη σε παρακαλώ σε διπλοπροσκυνάω
να μου χαρίσεις τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου
ν’ ανοίξω τον παράδεισο να ιδώ τους πεθαμένους
να ιδώ τους πλούσιους πως περνούν και τους φτωχούς πως είναι
να ιδώ και τους αμαρτωλούς στην πίσα στο κατράμι
πούχουν την πίσα πάπλωμα και το κατράμι στρώμα
και το ρετσίνι το μαυρό το’ χουν προσκεφαλάκι
να ιδώ και τους φιλάργυρους στον ήλιο στον προσήλιο
όπου κρατούν στα χέρια τους λαμπάδες αναμμένες
κι από τη δέξια τη μεριά σακκούλες βουλωμένες
να ιδώ και τα μικρά παιδιά ψηλά σαν κυπαρίσσια
να ιδώ και τα παραμικρά στ’ άνθη και στα λουλούδια
που παίζουν τις χρυσές μηλιές και λησμονούν τις μάνες.
Αφέντη σε παρακαλώ κοντά στους Αποστόλους
να’ ταν το πώς να πέρναγαν, να πέρναγαν τα γρόσια.
Εδώ τα γρόσια δεν περνούν μηδέ και τα φλουριά σας
περνά λιβάνι και κερί και καθαρές ψυχούλες
παλιό σκουτί σαν έδωσες στρωμένο θα το έβρεις
λιανό παρά σαν έδωσες λαμβάνει και η ψυχή σου,
σαν έδωσε το χέρι σου λαμπάδες αναμμένες.
Η Μάρθα, η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερις αντάμα
πήραν τη στράτα το στρατί, στρατί το μονοπάτι,
το μονοπάτι τους έβγαλε μέσ’ του ληστού την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστού και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα απ’ το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει.
Τηράει και δεξιότερα βλέπει τον Άγιο Γιάννη
Αϊ-Γιάννη, Αϊ-Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του Γιού μου
μην είδες τον Υγιόκα μου και σε τον Δάσκαλό σου;
Τι να σου ειπώ μητέρα μου τι να σου μολογήσω
δεν έχω στόμα να σου ειπώ, χέρι να στον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Αυτός είναι ο Γιόκας σου και με ο Δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει:
-Δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου ειπώ μητέρα μου που διάφορο δεν έχεις
μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός σημάνουν οι καμπάνες,
σημαίν’ ο Θεός σημαίνει η γή σημαίνουν τα επουράνια…
κι όποιος το λέει χαίρεται κι όποιος τ’ ακούει αγιάζει
κι όποιος τον ακουρμαίνεται παράδεισο θα λάβει
παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο».
Τα νήπια τραγουδούσαν μικρά τραγουδάκια όπως:
«Ήρθ’ ο Λάζαρος παιδιά τα καλάθια θέλουν αυγά
οι τσεπούλες δεκαρούλες τα χεράκια κουλουράκια
και το στόμα τσιοπελίτσες….».
Πολλές φορές τα παιδιά συμπλήρωναν μετά το τραγούδι και αυτοσχέδιους στίχους ανάλογα με την κατάσταση, όπως:
«Εδώ που τραγουδήσαμε, εφέτος και του χρόνου
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βγούμε.
με τ’ άσπρα, με τα κόκκινα και με τα λουλουδάτα».
Αλλά και όταν η νοικοκυρά δεν τους φίλευε τα καθιερωμένα είχαν έτοιμες τις απαντήσεις:
«Μωρή τσουκνίδα μαλλιαρή κι ασφάκα γρετζελιάρα,
γιατί δεν μού ’δωσες αυγό, μωρή παλιοτσερλιάρα».
«Σ’ αυτό το σπίτι πού ’ρθαμε πέτος να μην λαλήσει
κότα μην κακαρίσει».
«Εδώ είν’ η θύγα η έμορφη, θύγα καμαρωμένη
με το ’να χέρι ψήνει ψωμί με τ’ άλλο ξύν’ τον κώλο».
«Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά καγκελοφρύδα,
με το ‘να πλάθεις το ψωμί, με τ’ άλλο τη χωρίστρα,
μωρή πορτογυρίστρα».
Φυσικά τα ευτράπελα που συνέβαιναν είναι αναρίθμητα. «Δύστροποι» οι χωριανοί γίνονταν αναγκαστικά από φτώχεια και ανέχεια και όχι από κακία.
Σ’ αυτές τις ελάχιστες περιπτώσεις, πολλές φορές τα παιδιά προέβαιναν κρυφά και σε ζημιές. Ξερίζωναν τα κηπευτικά της νοικοκυράς (σκόρδα, κρεμμυδάκια κ.λ.π.), άνοιγαν τις πόρτες από τις κούρνες να φύγουν οι κότες.
Κυριακή των Βαΐων: Άντρες και γυναίκες, όλοι ανύπαντροι, φρόντιζαν από το βράδυ της παραμονής να μεταφέρουν κλαδιά δάφνης, από το «Λάκκο Τζιανέλω» και τον «Λάκκο Αϊ-Θανάση», στην εκκλησιά του Αϊ-Θανάση. Στόλιζαν με αυτά το ναό και μετά τη Λειτουργία της Κυριακής τα μοίραζε ο παπάς στο εκκλησίασμα. Οι χωριανοί τοποθετούσαν αυτά τα φύλλα δάφνης στα εικονοστάσια των σπιτιών τους, στην πόρτα για το καλό τους, στα μπαούλα για το σκόρο, στους τάφους των συγγενών στο νεκροταφείο. Ακόμη ξέραιναν τα φύλλα και τα χρησιμοποιούσαν στα φαγητά (φακές, σαρδέλλες πλακί κ.λ.π.).
(Απόσπασμα από το Βιβλίο του Αθανασίου Δημ. Στράτη: «Ντάρα Λάκκας Σουλίου (Ελαία Θεσπρωτικού Πρεβάζης, Αθήνα 2014, σ. 117).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου