Στο σταθμό των ΚΤΕΛ Κηφισού
με προορισμό τη Μάνη, στιγμιότυπα έχουν ήδη αρχίσει να καταχωρούνται
στο νοερό άλμπουμ που απ' έξω γράφει, με το γραφικό χαρακτήρα του Μποστ,
«Ταξυδιοτικέ Εντιπόσεις». Εικόνες αγνώστων όσο και εικόνες του εαυτού μου ως
άγνωστου: Είμαι ο φαντάρος που ζητάει κάθισμα στην τελευταία σειρά, πίσω-πίσω,
και το ζευγάρι των φοιτητών που τρώνε μακαρόνια με κιμά μέσα από ένα τάπερ και η
ηλικιωμένη κυρία που αγοράζει ξύλινη βεντάλια από μια καστανομάτα Ρομά με ξανθές
ανταύγειες (2 ευρώ). Υπόσχομαι να μην τη χάσω, να μην την ξεχάσω κάπου, αλλά
μπορώ, αν θέλω, να τη χαρίσω.
Το κλιματιστικό του λεωφορείου ημιθανές, η βεντάλια θεόσταλτη, ξαπλωμένος στα πίσω καθίσματα ακούω Cocteau Twins δεν έχω ιδέα για πόση ώρα -ώρες;- ούτε πού βρισκόμαστε, μόνο ότι το φως της μέρας έχει αρχίσει να λιγοστεύει. Όταν ανασηκώνομαι, πίσω μας, η νύχτα ανακατεύει την πεδιάδα με την κουτάλα της και το λεωφορείο προσπαθεί να της ξεφύγει σκαρφαλώνοντας στα ψηλά. Πολύ σύντομα, γλιστράμε μέσα στα φώτα της Σπάρτης ανάμεσα από τις θηριώδεις ραχοκοκαλιές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου.
Βγαίνω ανακουφισμένος για να πάρω τη δόση μου νικοτίνης και συνεχίζω το τσιγάρο που ανάβω στο επόμενο όχημα, της φίλης που με παραλαμβάνει και μου έχει υποσχεθεί ένα λουκούλειο δείπνο ...κάπου δροσερά. Πρώτα με το αμάξι, το τελευταίο μισό χιλιόμετρο με τα πόδια, φτάνουμε σε σεβαστό υψόμετρο στα Πικουλιάνικα Ταΰγέτου, σ' ένα εστιατόριο που το μενού του και ο διάκοσμος(!) είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένα στις Κολοκύθες, κάθε είδους και διαμετρήματος. Σούπα και αμπαζούρ, κυρίως πιάτο και τασάκια, κουρτίνες και επιδόρπιο, όλα κολοκυθένια. Τους παραμυθένιους συσχετισμούς ολοκληρώνει, κάποια στιγμή, ένα μικρό κοπάδι από τις οικόσιτες πάπιες του ρεστοραντέρ που περνάνε από το τραπέζι μας για να διακονέψουν.
Ο πραγματικός, υπαρκτός μύθος, όμως, ξεκινάει με το φως της επόμενης μέρας, ξεκινάει με το φως. Εξονυχιστικά διυλισμένο, σχεδόν άτεγκτο, κατευθύνει το βλέμμα σ' εκείνες τις διάστικτες καμπούρες των βουνών χωρίς ίχνος βλάστησης (τα Πέντε Δάχτυλα, ο Σαγιάς) που περικυκλώνουν την Αρεόπολη και αποτυπώνονται στην ίριδα με υπερφυσική ευκρίνεια. Τις σκιάζουν μόνο τα χαμηλά σύννεφα που τρέχουν και συχνά-πυκνά έρχονται να κουρνιάσουν επάνω τους, το μόνο χάδι, πιθανώς, που θα μπορούσε να ανεχτεί η πέτρα η στοιβαγμένη επάνω στην πέτρα. Επαφή, επιπλέον, που από κοντά εκμηδενίζει την ορατότητα έτσι ώστε αν βρεθείς ποτέ εκεί τυλιγμένος στα σύννεφα και πεζοπορώντας σε ανύπαρκτα μονοπάτια, όπως κάνει η φίλη μου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε πυξίδα για να μη χαθείς.
Την επόμενη ημέρα, το ίδιο φως αποκαλύπτει πως οι χαρακιές στους κατακόρυφους βράχους του Πάληρου είναι ποιήματα στα Κιρκινέζικα, μια γλώσσα που καταλαβαίνουν μόνο οι σαύρες και τα ντόπια πουλιά. Τα τελευταία ψυχαγωγούνται σερφάροντας στα ρεύματα θερμού αέρα επάνω από τη μικρή, ημικυκλική παραλία, στιγμιαίοι ιριδισμοί χρωμάτων στο οπτικό μας πεδίο. Απέναντι, μια πετρώδης λοφοπλαγιά βυθισμένη στη θάλασσα σαν δάχτυλο που δοκιμάζει το νερό, προεκτείνεται αργά, πολύ αργά, ώσπου μια μικρή βάρκα αποσπάται από εκεί για να χαθεί σε λίγο στα ανοιχτά. Συνέχεια συμβαίνουν πράγματα που επισημαίνουν την ονειρική διάσταση του κόσμου, εντυπώσεις που ενεργοποιούν άγνωστες περιοχές του εγκεφάλου. Μια πεταλούδα προσγειώνεται στο κολατσιό μας και αρνείται να φύγει, συμπεριφερόμενη σαν μέλισσα. Από τους γύρω λόφους αντηχούν σαν καμτσικιές οι σκόρπιες τουφεκιές πρώιμων κυνηγών (gunshots in Paradise!), νηφάλια υπενθύμιση ότι δεν μπορείς να διαλέξεις μόνο τα καλά. Κι ο σκύλος μας, πασιχαρής, μας κομίζει ένα νεκρό, πιτσιλωτό ορτύκι. Είναι τόσο έντονη η αίσθηση της εξωπραγματικότητας εδώ που όλοι συμφωνούμε με το πνεύμα του σχολίου που κάνει κάποιος: «Αν μπορούσε κάποιος να κάνει αυτή την παραλία χάπι, θα γινόταν εκατομμυριούχος».
Η ίδια αίσθηση της συμπύκνωσης, του ότι ζεις σε έναν άλλο εκθέτη του πραγματικού, συνεχίζεται με αυξομειώσεις και τις επόμενες ημέρες. Είναι αδύνατον να την αγνοήσεις ακούγοντας, για παράδειγμα, τα βράδια, τη θρηνητική χορωδία των τσακαλιών που λυμαίνονται τις παρυφές (και τα σκουπίδια) της Αρεόπολης. Όπως είναι δύσκολο να αποφύγεις την αίσθηση πως καινούργιες νευροσυναπτικές συνδέσεις εγκαινιάζονται στον εγκέφαλο, όταν ζεις, στο Λιμένι, το παλιό, καλό όνειρο της πτήσης αλλά στη θαλάσσια εκδοχή του: ανάποδα κάτω από το νερό, κρατημένος από ένα βράχο, ενώ η θαλασσοταραχή στην επιφάνεια προσπαθεί να σε αποσπάσει από εκεί που έχεις γραπωθεί και να σε επιστρέψει στο στοιχείο όπου ανήκεις.
Στον ελαιώνα του Κοτρώνα, όπου και αν στρέψεις την κάμερα, πλαισιώνεις ένα μικρό αφανές αριστούργημα. Σύντομα αντιλαμβάνεσαι πως η φύση εδώ είναι μια υπαίθρια γκαλερί τέχνης και, ως εκ τούτου, η φωτογράφιση πλεοναστική, η εκλεπτυσμένη διαστροφή ενός όντος ανίκανου να κάνει επαφή με την ύπαρξη χωρίς κάποιου τύπου διαμεσολάβηση.
Πιο κάτω, στον υποβλητικό Ταίναρο, τη γεωφυσική κατάληξη του Ταΰγετου, το ζήτημα της ύπαρξης και της επαφής, της ψυχικής μας προέκτασης μέσα σε υλικά και στοιχεία φαινομενικά ξένα προς την επιφάνειά μας, αποκτά μια νέα αιχμηρότητα, μια δόνηση χθόνια. Όμως αυτό είναι υλικό για μια χειμωνιάτικη αφήγηση, όπως είναι και το υλικό απ' το οποίο είναι φτιαγμένο το «Βιβλίο του Χώματος», της ποιήτριας Κατερίνας Ηλιοπούλου.
Εδώ, στην επιφάνεια και διαύγεια του καλοκαιριού, λένε πως όταν είμαστε ευτυχισμένοι, είμαστε όλοι λίγο βαρετοί, σαν διαφήμιση του εαυτού μας. Κάτι που μάλλον αληθεύει, δεδομένου του πιο πρόσφατου ορισμού της ευτυχίας που μου χάρισε αυτό το ταξίδι στη Μάνη: «Ευτυχία είναι να γυρνάς σπίτι με το αλάτι της θάλασσας στα μαλλιά, ενώ ακόμα μεσουρανεί η πανσέληνος».
Το κλιματιστικό του λεωφορείου ημιθανές, η βεντάλια θεόσταλτη, ξαπλωμένος στα πίσω καθίσματα ακούω Cocteau Twins δεν έχω ιδέα για πόση ώρα -ώρες;- ούτε πού βρισκόμαστε, μόνο ότι το φως της μέρας έχει αρχίσει να λιγοστεύει. Όταν ανασηκώνομαι, πίσω μας, η νύχτα ανακατεύει την πεδιάδα με την κουτάλα της και το λεωφορείο προσπαθεί να της ξεφύγει σκαρφαλώνοντας στα ψηλά. Πολύ σύντομα, γλιστράμε μέσα στα φώτα της Σπάρτης ανάμεσα από τις θηριώδεις ραχοκοκαλιές του Πάρνωνα και του Ταΰγετου.
Βγαίνω ανακουφισμένος για να πάρω τη δόση μου νικοτίνης και συνεχίζω το τσιγάρο που ανάβω στο επόμενο όχημα, της φίλης που με παραλαμβάνει και μου έχει υποσχεθεί ένα λουκούλειο δείπνο ...κάπου δροσερά. Πρώτα με το αμάξι, το τελευταίο μισό χιλιόμετρο με τα πόδια, φτάνουμε σε σεβαστό υψόμετρο στα Πικουλιάνικα Ταΰγέτου, σ' ένα εστιατόριο που το μενού του και ο διάκοσμος(!) είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένα στις Κολοκύθες, κάθε είδους και διαμετρήματος. Σούπα και αμπαζούρ, κυρίως πιάτο και τασάκια, κουρτίνες και επιδόρπιο, όλα κολοκυθένια. Τους παραμυθένιους συσχετισμούς ολοκληρώνει, κάποια στιγμή, ένα μικρό κοπάδι από τις οικόσιτες πάπιες του ρεστοραντέρ που περνάνε από το τραπέζι μας για να διακονέψουν.
Ο πραγματικός, υπαρκτός μύθος, όμως, ξεκινάει με το φως της επόμενης μέρας, ξεκινάει με το φως. Εξονυχιστικά διυλισμένο, σχεδόν άτεγκτο, κατευθύνει το βλέμμα σ' εκείνες τις διάστικτες καμπούρες των βουνών χωρίς ίχνος βλάστησης (τα Πέντε Δάχτυλα, ο Σαγιάς) που περικυκλώνουν την Αρεόπολη και αποτυπώνονται στην ίριδα με υπερφυσική ευκρίνεια. Τις σκιάζουν μόνο τα χαμηλά σύννεφα που τρέχουν και συχνά-πυκνά έρχονται να κουρνιάσουν επάνω τους, το μόνο χάδι, πιθανώς, που θα μπορούσε να ανεχτεί η πέτρα η στοιβαγμένη επάνω στην πέτρα. Επαφή, επιπλέον, που από κοντά εκμηδενίζει την ορατότητα έτσι ώστε αν βρεθείς ποτέ εκεί τυλιγμένος στα σύννεφα και πεζοπορώντας σε ανύπαρκτα μονοπάτια, όπως κάνει η φίλη μου, χρειάζεσαι οπωσδήποτε πυξίδα για να μη χαθείς.
Την επόμενη ημέρα, το ίδιο φως αποκαλύπτει πως οι χαρακιές στους κατακόρυφους βράχους του Πάληρου είναι ποιήματα στα Κιρκινέζικα, μια γλώσσα που καταλαβαίνουν μόνο οι σαύρες και τα ντόπια πουλιά. Τα τελευταία ψυχαγωγούνται σερφάροντας στα ρεύματα θερμού αέρα επάνω από τη μικρή, ημικυκλική παραλία, στιγμιαίοι ιριδισμοί χρωμάτων στο οπτικό μας πεδίο. Απέναντι, μια πετρώδης λοφοπλαγιά βυθισμένη στη θάλασσα σαν δάχτυλο που δοκιμάζει το νερό, προεκτείνεται αργά, πολύ αργά, ώσπου μια μικρή βάρκα αποσπάται από εκεί για να χαθεί σε λίγο στα ανοιχτά. Συνέχεια συμβαίνουν πράγματα που επισημαίνουν την ονειρική διάσταση του κόσμου, εντυπώσεις που ενεργοποιούν άγνωστες περιοχές του εγκεφάλου. Μια πεταλούδα προσγειώνεται στο κολατσιό μας και αρνείται να φύγει, συμπεριφερόμενη σαν μέλισσα. Από τους γύρω λόφους αντηχούν σαν καμτσικιές οι σκόρπιες τουφεκιές πρώιμων κυνηγών (gunshots in Paradise!), νηφάλια υπενθύμιση ότι δεν μπορείς να διαλέξεις μόνο τα καλά. Κι ο σκύλος μας, πασιχαρής, μας κομίζει ένα νεκρό, πιτσιλωτό ορτύκι. Είναι τόσο έντονη η αίσθηση της εξωπραγματικότητας εδώ που όλοι συμφωνούμε με το πνεύμα του σχολίου που κάνει κάποιος: «Αν μπορούσε κάποιος να κάνει αυτή την παραλία χάπι, θα γινόταν εκατομμυριούχος».
Η ίδια αίσθηση της συμπύκνωσης, του ότι ζεις σε έναν άλλο εκθέτη του πραγματικού, συνεχίζεται με αυξομειώσεις και τις επόμενες ημέρες. Είναι αδύνατον να την αγνοήσεις ακούγοντας, για παράδειγμα, τα βράδια, τη θρηνητική χορωδία των τσακαλιών που λυμαίνονται τις παρυφές (και τα σκουπίδια) της Αρεόπολης. Όπως είναι δύσκολο να αποφύγεις την αίσθηση πως καινούργιες νευροσυναπτικές συνδέσεις εγκαινιάζονται στον εγκέφαλο, όταν ζεις, στο Λιμένι, το παλιό, καλό όνειρο της πτήσης αλλά στη θαλάσσια εκδοχή του: ανάποδα κάτω από το νερό, κρατημένος από ένα βράχο, ενώ η θαλασσοταραχή στην επιφάνεια προσπαθεί να σε αποσπάσει από εκεί που έχεις γραπωθεί και να σε επιστρέψει στο στοιχείο όπου ανήκεις.
Στον ελαιώνα του Κοτρώνα, όπου και αν στρέψεις την κάμερα, πλαισιώνεις ένα μικρό αφανές αριστούργημα. Σύντομα αντιλαμβάνεσαι πως η φύση εδώ είναι μια υπαίθρια γκαλερί τέχνης και, ως εκ τούτου, η φωτογράφιση πλεοναστική, η εκλεπτυσμένη διαστροφή ενός όντος ανίκανου να κάνει επαφή με την ύπαρξη χωρίς κάποιου τύπου διαμεσολάβηση.
Πιο κάτω, στον υποβλητικό Ταίναρο, τη γεωφυσική κατάληξη του Ταΰγετου, το ζήτημα της ύπαρξης και της επαφής, της ψυχικής μας προέκτασης μέσα σε υλικά και στοιχεία φαινομενικά ξένα προς την επιφάνειά μας, αποκτά μια νέα αιχμηρότητα, μια δόνηση χθόνια. Όμως αυτό είναι υλικό για μια χειμωνιάτικη αφήγηση, όπως είναι και το υλικό απ' το οποίο είναι φτιαγμένο το «Βιβλίο του Χώματος», της ποιήτριας Κατερίνας Ηλιοπούλου.
Εδώ, στην επιφάνεια και διαύγεια του καλοκαιριού, λένε πως όταν είμαστε ευτυχισμένοι, είμαστε όλοι λίγο βαρετοί, σαν διαφήμιση του εαυτού μας. Κάτι που μάλλον αληθεύει, δεδομένου του πιο πρόσφατου ορισμού της ευτυχίας που μου χάρισε αυτό το ταξίδι στη Μάνη: «Ευτυχία είναι να γυρνάς σπίτι με το αλάτι της θάλασσας στα μαλλιά, ενώ ακόμα μεσουρανεί η πανσέληνος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου