Η συγκλονιστική ιστορία της μικρής Μαρίας, του ξανθού τετράχρονου
κοριτσιού με τα μπλε μάτια, που ανακαλύφθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 2013 σε
οικισμό Ρομά (Τσιγγάνων) στα Φάρσαλα της Θεσσαλίας, εκτός του ότι έφερε στο
προσκήνιο τις υποθέσεις απαγωγών, παράνομων υιοθεσιών και άλλων εγκληματικών
πράξεων που αφορούν μικρά παιδιά, επανέφερε επίσης και το πρόβλημα της
κατάστασης διαβίωσης των Ελλήνων Ρομά, που αποτελούσαν πάντοτε πολίτες β’
κατηγορίας στην Ελλάδα.
Βρισκόμενοι στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας οι
περίπου 300.000 Ρομά, που είναι Έλληνες πολίτες, ζουν σε κατάσταση μόνιμης
κρίσης προτού η οικονομική κρίση κτυπήσει τη χώρα μας. Παραβλέποντας το γεγονός
πως δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένοι από το ελληνικό κράτος ως ξεχωριστή
μειονότητα, όπως συμβαίνει σε όλες τις βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες, είναι
μονίμως θύματα διακρίσεων και ρατσισμού, και στερούνται βασικών δικαιωμάτων,
όπως είναι το δικαίωμα της απρόσκοπτης πρόσβασης στη δημόσια εκπαίδευση. Σε
όποιες περιοχές τα παιδιά των Ρομά επιχείρησαν να πάνε σε σχολεία μαζί με τα
υπόλοιπα ελληνόπουλα, υπήρχαν συνήθως έντονες αντιδράσεις από τις τοπικές
κοινωνίες, όπως π.χ. στην Περαία της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά
να μην τελειώνουν καν τη βασική εκπαίδευση.
Η προβληματική ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία καθώς και το
γεγονός πως τα παραδοσιακά επαγγέλματα των Ρομά (πλανόδιοι έμποροι, τεχνίτες,
ανακυκλωτές κ.α.) δεν μπορούν πλέον να τους εξασφαλίσουν τη στοιχειώδη επιβίωση,
οδηγούν πολλούς από αυτούς στην παρανομία. Εκτιμάται πως 9 στις 10 παρανομίες,
που οδηγούν τους Ρομά στα δικαστήρια ή στη φυλακή, σχετίζονται με την ανάγκη
τους για επιβίωση, δηλαδή με τη φτώχεια. Οι διάφορες απάτες που ορισμένοι Ρομά
αναγκάζονται να κάνουν π.χ. με πλαστά πιστοποιητικά για να εισπράξουν κάποιο
επίδομα ή βοήθημα, δεν αποσκοπούν στον παράνομο πλουτισμό, αλλά απλά στην
επιβίωση τους, δηλαδή στο να καλύψουν τις στοιχειώδες ανάγκες επιβίωσης. Αυτό θα
ήταν φυσικά άχρηστο αν η Πολιτεία είχε σκύψει στα προβλήματά τους και βοηθούσε
στην ενσωμάτωσή τους, πράγμα που δεν συνέβη ακόμη και στις καλύτερες εποχές,
πόσο μάλιστα τώρα που η χώρα μας μαστίζεται από βαθιά οικονομική και κοινωνική
κρίση.
Οι Ρομά της Ελλάδας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζούσαν πάντοτε σε
συνθήκες κρίσης, αλλά όμως η τρέχουσα κρίση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την
κατάσταση τους. Δεν χρειάζεται φυσικά να συμπληρώσουμε πως, αν δεν υπήρχαν οι
μετανάστες στην Ελλάδα, οι Ρομά θα ήταν αναμφίβολα ο υπ’ αριθμόν ένα
αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο θα στρέφονταν η ρατσιστική βία των εγχώριων
Φασιστοναζί, όπως συμβαίνει άλλωστε σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία.
Γιατί ο Ρομά ήταν πάντοτε για την κοινωνία μας ο πιο κοντινός “Ξένος”, ο
“μακριά από εμάς”, ο «Ανέγγιχτος», ο “Άλλος”. Κι όμως οι Ρομά της Ελλάδας δεν
είναι νεοφερμένοι, δεν είναι μετανάστες, καθώς, όπως θα δούμε, ζουν αδιάλειπτα
στην περιοχή μας τους τελευταίους επτά αιώνες.
Η ιστορία των Ρομά της Ελλάδας και των Βαλκανίων
Καταρχάς οι πιο «κοντινοί ξένοι» μας είναι γνωστοί με διάφορα
ονόματα: Τσιγγάνοι (ή αθίγγανοι), ή Γύφτοι ή Ρομά (όπως και αυτοαποκαλούνται). Η
καταγωγή τους καλύπτονταν ως πρόσφατα από ένα πέπλο μυστηρίου. Παλαιότερα
πίστευαν πως η καταγωγή τους ήταν από την Αίγυπτο, γι’ αυτό και τους έδωσαν την
ονομασία Γύφτοι (Αιγύπτιοι). Οι Τούρκοι τους ονόμαζαν Κipti – Kiptigan, επειδή
νόμιζαν λανθασμένα πως οι Αθίγγανοι πήραν την ονομασία αυτή λόγω της καταγωγής
τους από τους Χριστιανούς Κόπτες της Αιγύπτου. Στην πραγματικότητα όμως, όπως
αποδείχθηκε κι από σχετικές έρευνες, οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας, των Βαλκανίων και
της Ευρώπης, προέρχονται από τη βόρειο Ινδία και συγκεκριμένα από την περιοχή
του Ρατζαστάν και είναι απόγονοι της κατώτερης ινδικής κάστας των Ανέγγιχτων
(εξού και η λέξη Αθίγγανος), που εκδιώχθηκε από τον Ινδία και μετανάστευσαν
Δυτικά κατά κύματα από τον 7ο ως τον 10ο μ.Χ, αι.
Στη Μικρά Ασία οι Τσιγγάνοι (ή Ρομ) εμφανίστηκαν τον 11ο με 12ο
αιώνα μ.Χ., ενώ στα Βαλκάνια είναι καταγεγραμμένη η παρουσία τους από τον 13ο
και τις αρχές του 14ου αιώνα. Το 1322 ένας Φραγκισκανός μοναχός, ο Συμεών
Simeonis, αναφέρει την ύπαρξη μιας κοινότητας «Ατσίγγανων» στη Βενετοκρατούμενη
Κρήτη. Το 1348, υπάρχουν μαρτυρίες για τους Cingarije στο Πρίζρεν (Κόσοβο), ενώ,
από το 1385, ορισμένα κείμενα κάνουν λόγο για οικογένειες που ζουν σε καθεστώς
σκλαβιάς στη Βαλαχία και στη Μολδαβία.
Η γλώσσα των Ρόμ, που συνεχίζει να μιλιέται από πάνω από δύο
εκατομμύρια άτομα, είναι μια ινδική διάλεκτος και ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή
γλωσσική οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται η ανάδυση ενός αισθήματος
ενότητας μεταξύ των Ρομ διαφόρων χωρών ή ακόμη η συνειδητοποίηση της συγγένειας
με τους Ινδούς.
Ζώντας μονίμως στο περιθώριο της κοινωνίας, κατατρεγμένοι,
κυνηγημένοι, στιγματισμένοι, πριν καλά – καλά γεννηθούν με το σημάδι της
«διαφοράς», οι Τσιγγάνοι προσπαθούν να επιβιώσουν και ν΄ αντέξουν, μέσα σε μια
ζωή που μοιάζει περισσότερο με κυνήγι εξοστρακισμού. Στα Βαλκάνια ο Ρομά είναι
αυτός που ενσαρκώνει όλες τις διαστροφές του κόσμου.
Η σημαία των Ρομά της Ευρώπης έχει το μπλε και πράσινο χρώμα και τη
ρόδα του κάρου στη μέση, σύμβολο των συνεχόμενων μετακινήσεων τους. Σε όλη την
Ευρώπη ζουν από 6 ως 10 εκατομμύρια Ρομά. Ο πληθυσμός τους σε όλα τα Βαλκάνια
κυμαίνεται από 2,5 ως 4 εκατομμύρια, ανάλογα με τις εκτιμήσεις. Είναι δε
κατανεμημένος ως εξής (εκτίμηση):
Ρουμανία: 800.000 – 1,5
εκατομμύριο
Τουρκία: 600.000 –
800.000
Βουλγαρία: 400.000-500.000
Ελλάδα: 300.000
Σερβία: 200.000
–
300.000
Αλβανία: 150.000
ΠΓΔΜ: 100.000
Βοσνία: 50.000
– 100.000
Κροατία: 50.000
Κόσοβο: 40.000
Παρά τις διώξεις και τους κατατρεγμούς –παλιότερους και νεότερους–
οι Ρομά επιβιώνουν, διασκορπίζονται σε όλο τον κόσμο και εγκαθίστανται μόνιμα σε
πολλές περιοχές. Είναι ένας αρχαίος νομαδικός λαός χωρίς γραπτή γλώσσα, που στο
πείσμα των αιώνων διατηρεί την παράδοση της περιπλάνησης. Είναι ένα ζωντανό
κομμάτι των Βαλκανίων, της πρώτης περιοχής που πέρασαν στην Ιστορία πριν
συνεχίσουν προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι Τσιγγάνοι των Βαλκανίων αποτελούν μια σημαντική συνιστώσα της
«βαλκανικής ταυτότητας». Ο Τσιγγάνος ως ο «οικείος ξένος», ο «ανέγγιχτος», ο
«μακρινός γείτονας», ο «Άλλος» και ταυτόχρονα ο «άνθρωπος για τις
βρομοδουλειές», ο πανηγυρτζής, ο οργανοπαίκτης, ο «έξω καρδιά», ο ζωτικός και
ενστικτώδης άνθρωπος…
Ο
λαϊκός πολιτισμός των Ρομά
Η μουσική και ο χορός κατέχει ξεχωριστή θέση στον πολιτισμό των
τσιγγάνων. Ασυναγώνιστοι δεξιοτέχνες του βιολιού, του κλαρίνου, της κιθάρας,
περιπλανώμενοι μουσικοί, περιζήτητοι στους γάμους, τις γιορτές και τα πανηγύρια,
απέκτησαν φήμη, άνοιξαν καινούργιους δρόμους έκφρασης και ξεπερνώντας τα όρια
της φυλής τους έφεραν στο προσκήνιο τον παλμό του ιδιαίτερου πολιτισμού τους.
Στα Βαλκάνια λοιπόν οι Τσιγγάνοι είναι συνδεδεμένοι, εκτός από ορισμένα
περιπλανώμενα επαγγέλματα (γυρολόγοι, γανωτές, καλαθοπλέκτες κ.α.) με το
πανηγύρι, τη μουσική και το τραγούδι.
Στα χωριά σε γάμους και πανηγύρια, σε γλέντια, οι Τσιγγάνοι
συμμετέχουν σαν μουσικοί ή κλαρινιτζήδες, βιολιτζήδες, λαουτάρηδες. Οι ίδιοι
έχουν υμνήσει τη «μάγισσα», τη «χαρτορίχτρα», τη «γιάτρισσα», την «ξελογιάστρα»,
τη «χορεύτρια» κ.α. Έχουν δημιουργήσει δικές τους μελωδίες. Με την παύση της
φεουδαρχίας στη Δύση, η Τσιγγάνικη Mουσική μετουσιώθηκε σε δική της κουλτούρα.
Μπήκε και αναπτύχθηκε στις Ευρωπαϊκές αυλές. Ο λαογράφος Τ. Γιαννακόπουλος λέει
για την Τσιγγάνικη μουσική, πως «είναι γλυκιά, βίαιη, επαναστατική. Μοιάζει σαν
βοή στην καταιγίδα».
Οι Τσιγγάνοι μουσικοποίησαν το δημοτικό τραγούδι στα Βαλκάνια. Το
διατήρησαν, το προήγαγαν και το μετέδωσαν προοδευτικά από χωριό σε χωριό και από
τόπο σε τόπο. Ας θυμηθούμε μόνο στην Ελλάδα τον Κώστα Χατζή, τον Σαλέα ή τον
Γιώργο Μάγκα, την περίφημη Esma στα Σκόπια και τον Σάμπαν Μπαϊράμοβιτς στη
Σερβία (στη Ρουμάνια ζούσε ο παγκοσμίου φήμης Τσιγγάνος βιολιστής Grigoraş
Dinicu, 1889-1949), που η μουσική τους προσφορά είναι διεθνώς
αναγνωρισμένη…
Θύματα διώξεων και εθνικισμού
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Τσιγγάνοι των Βαλκανίων
υπήρξαν τα πρώτα θύματα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της πτώσης των
κομμουνιστικών καθεστώτων. Λησμονημένοι από τις νέες κυβερνήσεις, έγιναν ακόμη
φτωχότεροι εξαιτίας της οικονομικής μετάβασης, ενώ μετατράπηκαν σε στόχο των
αναδυόμενων βίαιων εθνικισμών και σε αποδιοπομπαίους τράγους των διακοινοτικών
συγκρούσεων.
Στη Βοσνία & Ερζεγοβίνη ζούσαν πριν το 1990 πάνω από 200.000
Τσιγγάνοι, σήμερα ζει εκεί μόλις το 30% του προηγούμενου πληθυσμού.
Στο Κόσοβο κάποτε ζούσαν 120.000 Τσιγγάνοι αλλά μετά το 1999
έμειναν μόλις 40.000 Τσιγγάνοι ή το 1,8% του πληθυσμού –θύματα των διώξεων των
Αλβανών εθνικιστών που εφάρμοσαν σε βάρος τους εθνοκάθαρσης με πρόσχημα ότι οι
Τσιγγάνοι ήταν «συνεργάτες» της σέρβικης διοίκησης. «Μας απορρίπτουν και από τα
δύο στρατόπεδα (σ.σ. Σέρβοι και Αλβανοί), σε βαθμό που ο γιος μου αναγκάστηκε να
σταματήσει το σχολείο εξαιτίας της βίας που υφίστατο από τους αλβανούς
συμμαθητές του», είναι το παράπονο ενός Τσιγγάνου πατέρα από το Οράχοβατς του
Κοσόβου. Πολλοί απ’ αυτούς τους Κοσοβάρους Τσιγγάνους κατέφυγαν στα γειτονικά
Σκόπια.
Οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας
Η Ελλάδα είναι η πατρίδα περίπου τριακοσίων χιλιάδων Ρομά (που οι
περισσότεροι Έλληνες τους αποκαλούν βέβαια Γύφτους ή Τσιγγάνους), καθώς ήταν μια
από τις πρώτες χώρες από τις οποίες πέρασαν οι Τσιγγάνοι στο μεταναστευτικό
δρόμο τους προς την Ευρώπη. Η παρουσία των Τσιγγάνων στο χώρο της σημερινής
Ελλάδας μνημονεύεται τουλάχιστον από τις αρχές του 14ου μ.Χ. αιώνα. Οι πρώτοι
Τσιγγάνοι που εγκαταστάθηκαν στον ελλαδικό χώρο ήταν Χριστιανοί στο θρήσκευμα
(είχαν εκχριστιανιστεί κατά την παραμονή τους στη Μικρά Ασία τον 11ο μ.Χ.
αιώνα), ενώ σταδιακά με την επέκταση των Οθωμανών Τούρκων στα Βαλκάνια άρχισαν
να εξισλαμίζονται. Γενικά οι περιπλανώμενοι και μονίμως κατατρεγμένοι Τσιγγάνοι
έτειναν να υιοθετούν τη θρησκεία των κυρίαρχών τους.
Σήμερα ο αριθμός των Τσιγγάνων που ζουν στην Ελλάδα εκτιμάται από
200.000 (επίσημη εκδοχή) ως 400.000, όπως υποστηρίζουν οι τσιγγάνικες
οργανώσεις. Στον αριθμό αυτό έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια και Τσιγγάνοι
που μετανάστευσαν από άλλες, φτωχότερες χώρες των Βαλκανίων και κυρίως από την
Αλβανία και τη Βουλγαρία.
Οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας ζουν διεσπαρμένοι σε όλη τη χώρα,
ηπειρωτική και νησιωτική. Οι μισοί τσιγγάνοι της Ελλάδας είναι σκηνίτες και ζουν
διασκορπισμένοι σε 70 περίπου καταυλισμούς: Αλάν Κόγιου της Κομοτηνής,
Ασπρόπυργος, Χωματερή των Λιοσίων, Μενίδι, Ζεφύρι, Χαλάνδρι, Νέα Αλικαρνασσός
Κρήτης, Ριγανόκαμπος Πάτρας, Τρίπολη, Νέα Κίος, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Σοφάδες,
Φάρσαλα, Ρόδος, Κέρκυρα, Κεφαλονιά, Νέα Ιωνία Βόλου, Σέρρες, Δράμα, Διδυμότειχο,
Παραλίμνη Ιωαννίνων, Πρέβεζα, Άρτα και αλλού. Σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη
υπάρχει και μια τσιγγάνικη γειτονιά. Στην Αθήνα ο μεγαλύτερος συνοικισμός των
Τσιγγάνων είναι η Αγία Βαρβάρα και στη Θεσσαλονίκη ο Δενδροπόταμος. Οι Τσιγγάνοι
της Ελλάδας είναι κατά 85% χριστιανοί και κατά 15% μουσουλμάνοι, κυρίως όσοι
ζουν ή προέρχονται από τη Δυτική Θράκη. Αν και κοινωνικά αποκλεισμένοι και
περιθωριοποιημένοι από το Κράτος και τους υπόλοιπους Έλληνες –δεν είναι σπάνια
τα ρατσιστικά επεισόδια σε βάρος τους καθώς και οι προσπάθειες των Δημοτικών
αρχών να διαλύσουν με τη βία τσιγγάνικους καταυλισμούς– οι Τσιγγάνοι της
Ελλάδας, που είναι Έλληνες πολίτες, έχουν συνεισφέρει πολύ στον σύγχρονο
ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, κυρίως μέσω της λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής αλλά
και μέσω ορισμένων γραφικών και παραδοσιακών επαγγελμάτων (γανωτές,
καλαθοπλέκτες, ανακυκλωτές κ.α.). Γνωστοί Έλληνες Τσιγγάνοι είναι ο Κώστας
Χατζής (Μουσικός, τραγουδιστής), ο Βασίλης Παϊτέρης (Μουσικός, τραγουδιστής), ο
Μάκης Χριστοδουλόπουλος (Τραγουδιστής), η Ελένη Βιτάλη (Τραγουδίστρια), ο
Μανώλης Αγγελόπουλος (Τραγουδιστής) και ο Χρήστος Πατσατσόγλου (Ποδοσφαιριστής)
κ.α.
Οι Τσιγγάνοι της Ελλάδας δυστυχώς ακόμη και σήμερα είναι
αποκλεισμένοι. Δεν έχουν πλήρη πρόσβαση στην παιδεία και στις υπηρεσίες υγείας
(τα ποσοστά νοσηρότητας και θνησιμότητας είναι μεταξύ τους ακόμη υψηλά) του
ελληνικού κράτους, αντιπροσωπεύοντας έτσι την εικόνα μιας «Τριτοκοσμικής
Ελλάδας» που αποτελεί αντίθεση στην βιτρίνα της «Ευρωπαϊκής Ελλάδας» που
πασχίζουν οι κυβερνώντες να καλλιεργήσουν τα τελευταία χρόνια…
Αν η Ελλάδα αποτύχει να ενσωματώσει ομαλά τους γηγενείς Τσιγγάνους
της, που ζουν σ’ αυτά τα εδάφη εδώ και επτά αιώνες, πως θα τα καταφέρει άραγε να
ενσωματώσει τους νεοφερμένους μετανάστες της, κυρίως από Ασία και Αφρική, που
κουβαλούν κουλτούρες και πολιτισμούς εντελώς διαφορετικούς από την ελληνική
πραγματικότητα; Οι συμπολίτες μας Ρομά αποτελούν το κριτήριο για το πόσο
πραγματικά ανεκτική δημοκρατία είναι ή θέλει να είναι η σύγχρονη Ελλάδα.
Το σίγουρο πάντως είναι πως σ’ αυτόν τον τομέα έχουμε πολύ ακόμη
δρόμο μπροστά μας για να διανύσουμε…
του Γιώργου Στάμκου
Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com)είναι
συγγραφέας και δημιουργός του περιοδικού Ζενίθ(www.zenithmag.wordpress.com).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου