Πραγματοποιήθηκε,
παρουσία του Δημάρχου Άρτας κ Χρήστου
Τσιρογιάννη Επετειακή εκδήλωση για
τις μάχες στο Γρίμποβο 1897 και 1912 . Και
στις δύο περιόδους στην περιοχή της
Ηπείρου οι μάχες ήταν νικηφόρες αν και
το 1897 αναγκαστήκαμε σε συνθηκολόγηση
λόγω της απώλειας του θεσσαλικού μετώπου.
Η Φιλόλογος
Κατερίνα Σχισμένου ήταν η κύρια ομιλήτρια.
Παραθέτουμε την ομιλία της .
«Συγκεντρωθήκαμε
εδώ όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή για να
τιμήσουμε αυτόν εδώ τον ηρωικό χώρο, τα
άξια βουνά μας και ανθρώπους που με τις
ζωές τους κάποτε πλήρωσαν το βαρύ τίμημα
της ελευθερίας. Μια μορφή επιταφίου που
για αιώνες εκφωνείται για τους πεσόντες
της πατρίδας, κάθε πατρίδας, ακόμη και
της πικρής ή γλυκιάς πατρίδας. «Θα αρχίσω
από τους προγόνους πρώτα. Είναι αλήθεια,
δίκαιο µαζί και ταιριαστό σε τέτοια
τελετή να τους δίνεται η τιµή αυτής της
µνηµόνευσης. Γιατί ζώντας στη χώρα αυτή
οι ίδιοι πάντα, η µια γενιά ύστερα απ’
την άλλη, χάρη στην αντρεία τους µας την
παρέδωσαν ελεύθερη ως σήµερα. Και κείνοι
λοιπόν είναι άξιοι για έπαινο κι ακόµη
περισσότερο οι πατέρες µας. Aυτοί, κοντά
σ’ εκείνα που κληρονόµησαν, απόχτησαν
την ηγεµονία που έχουµε, όχι χωρίς κόπο,
και την άφησαν σ’ εµάς τους τωρινούς.»
Θα μας πεί ο Περικλής με την ιστορική
γραφή του Θουκυδίδη. Ο μέγας Επιτάφιος,
το κλασσικό κάλλος του λόγου και του
μέτρου της λαμπρής μας αρχαιότητας, ο
μεγάλος πολιτικός και σοφός Περικλής
που έζησε στην Αθήνα μιας χρυσής εποχής,
μιας αιώνιας δημοκρατίας, η διαύγεια
του ιστορικού Θουκυδίδη, που έγραψε μια
μεγάλη ιστορία, γιατί η εποχή και οι
άνθρωποι ήταν μεγάλοι. Και φυσικά οι
ήρωες, η πατρίδα, τα πνευματικά
κληροδοτήματα, τα μνημεία, οι μάχες, οι
τιμές που αποδίδουμε, ο εθνικός ύμνος
που θυμόμαστε, τα μνημόσυνα που κάνουμε
είναι όχι απλώς καθήκον μας, αλλά επιταγή
μας. Είναι το ύψιστο χρέος μας πρός κάθε
έναν που είχε το θάρρος και την τιμή να
θυσιάσει τη ζωή του για γενιές που δε
γνώριζε και δεν θα συναντούσε στο βάθος
του χρόνου. Κι όμως είχε την τόλμη και
τη δύναμη, ως προσωπική επιλογή και το
έκανε. Είναι ο άνθρωπος που πάντοτε θα
το έκανε, είναι αυτός που ανδρώθηκε σε
μια πατρίδα που του κατέδειξε και τον
οδήγησε σ΄ αυτή την επιλογή και το χρέος.
Είναι αυτός, αυτοί που πετάνε πάνω στον
ελεύθερο ουρανό μας και πέφτουν με τιμή
και δόξα, αυτοί που είναι σε κελιά και
δεινοπαθούν, αυτοί που το αίμα τους
βρίσκεται εδώ, για να πατούν γερά τα
δικά μου και τα δικά σας πόδια. Γι΄ αυτούς
είναι το μνημόσυνο, γι΄ αυτούς είναι η
τιμή.
Σήμερα
είναι η γιορτή της μητέρας. Δίπλα από
το μνήμα αυτών των ηρώων , δίπλα από κάθε
παρόμοιο , τέτοιο μνήμα, θα έπρεπε να
βρίσκεται κι ένα μνήμα και να αποτίεται
τιμή και για τη Μάνα. Γιατί διπλά ακριβώς
βρίσκεται το δικό της μνήμα, ο δικός της
θάνατος, δίπλα στη ζωή της, δίπλα στη
δική της πατρίδα. «Παιδάκι μου, τον πόνο
σου πού να τον απιθώσω, που κι’ αν τον
ρίξω τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάτες,
κι’ αν τον αφήσω στα κλαριά, τον παίρνουν
τα πουλάκια. Πού να βαλθούν τα δάκρυα
μου για τον ξεχωρισμό σου; Αν πέσουνε
στη μαύρη γης, χορτάρι δεν φυτρώνει, αν
πέσουνε στον ποταμό, ο ποταμός θα στύψη,
αν πέσουνε στη θάλασσα, πνίγονται τα
καράβια, κι αν τα σφαλίσω στην καρδία,
γρήγορα σ’ ανταμώνω...»( Saunier).
Ξεκινώντας
για να περιγράψουμε από την γενικότερη
κατάσταση και να τοποθετηθούμε ιστορικά
θα αρχίσουμε από την Κρήτη. Την κατάσταση
που επικρατούσε στην Κρήτη και τις
σφαγές με τις οποίες απειλούνταν οι
ελληνικοί πληθυσμοί από τους Τούρκους.
Η ελληνική κυβέρνηση στέλνει στρατιωτική
δύναμη που προκαλεί την αντίδραση της
Τουρκίας. Ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος
μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Οι συγκρούσεις
που ξεκινούν από την Θεσσαλία δεν έχουν
καλή έκβαση για την Ελλάδα και ζητά
βοήθεια από τις μεγάλες δυνάμεις. Στις
30 Απριλίου το 1897 επιδίδεται από τις
μεγάλες δυνάμεις διάβημα προς την
Τουρκία για κατάπαυση του πυρός. Το
ελληνικό Γενικό Επιτελείο αποφασίζει
επίθεση στην Ήπειρο με σκοπό την
διαπραγμάτευση με την Τουρκία . Στις 30
Απριλίου 1897, ο σ/χης Μπαϊρακτάρης µε
µια φάλαγγα αποτελούµενη από µια
ταξιαρχία πεζικού, 3 ίλες ιππικού και
δύο µοίρες πυροβολικού, πλησίασε στο
ύψος του Ιµαρέτ, όπου είχε µερικές
αψιµαχίες µε τον εχθρό. «Τώρα στην
΄Αρτα μας χωρίζει διαταγή του Βασιλιά.
Στρατός ολόγυρα μαυρίζει π’ αγαλιάζει
τη καρδιά. Στη γέφυρα θε να κοιμούμαι
τον πόλεμο να ονειρευτώ. Κι όταν εσένανε
θυμούμαι τον πόνο μου θα τον ξεχνώ. Από
τους Τούρκους μας χωρίζει του Γκρα
μονάχα τουφεκιά. Αχ πότε θ΄αρθει κείνη
ώρα που θα ριχτούμε στη φωτιά.» Τραγουδούν
αυτή την εποχή εδώ στην περιοχή. Ειδικά
στα χωριά που περνά το ποτάμι, ο Άραχθος.
Η πληροφορία για την έναρξη της μάχης
του Γρίμποβου,φτάνει στην Αθήνα ως εξής:
«Η υπό ντον Μπαιρακτάρη 1η ταξιαρχία
κατέχουσα το Ιμαρέτ και τας περίξ αυτό
λοφοσειράς, συνεπλάκει χθές μετά του
εχθρού.
Ο
εχθρός εξεδιώχθη μετ’ απωλειών εκτός
μικρού σώματος όπερ πολιορκείται εντός
της χαράδρας τινός παρά του γρίμπόβους.
Η μάχη ηρξαμένη την 7η πρωινή της χθές
διήρκησε μέχρι της 3.30 μμ ότε και διεκόπη.
Τα σώματα θα διανυκτερεύσουν εις τα
θέσεις του εις τας οποίας ευρίσκονται.
Κατά τη μάχη εφονεύθησαν ο ταγματάρχης
Κοκοτάκης, ο υπολοχαγός Κωτσακης, οι
ανθυπολοχαγοί Κουρέας και Τυλιγάδης,
ο λοχαγός Παπανικολάου και 27 στρατιώται.»
Στις 2 Μαΐου, ο σ/χης Μπαϊρακτάρης
ενισχυόµενος από ένα τάγµα της ταξιαρχίας
Γκολφινόπουλου, άρχισε πάλι την
επίθεση. Τρεις φάλαγγες, η µια από στο
στενό της Κιάφας, οι άλλες δύο πιο
πέρα ανατολικά, βάδιζαν εναντίον του
Χανόπουλου. Η επίθεση άρχισε σφοδρή
και φαίνονταν, στο πρώτο στάδιο, ότι
θα είχε επιτυχία. Η κατάσταση δυσκόλευε
όμως, γιατί ο λόφος που κρατούσαν οι
Τούρκοι είχε πυκνή οµίχλη, ενώ
ταυτόχρονα στο σηµείο στο οποίο
κινούνταν οι Έλληνες, κάθε κίνηση
μπορούσε να παρατηρηθεί από τους
Τούρκους και να χτυπηθεί. Αν και οι
Έλληνες δεν έχασαν κατά τις επιχειρήσεις
έδαφος και κρατούσαν τις αρχικές τους
θέσεις, ο ανώτερος διοικητής
συνταγµατάρχης Μάνος, έδωσε εντολή
οπισθοχώρησης προς τη γέφυρα της Άρτας
Η οπισθοχώρηση έγινε µε τάξη, χωρίς να
αφήσουν στον εχθρό πυροβόλα και άλλο
υλικό πολέµου. Περίπου στις 5 το πρωΐ
οι περισσότερες µονάδες τραβήχτηκαν
προς τα πίσω, σε υποδεικνυόµενες θέσεις
στην περιοχή της Άρτας, απ΄όπου τρείς
µέρες νωρίτερα είχε αρχίσει ο σ/χης
Μάνος την επίθεση. Στις 4 Μαΐου το 1897
Έλληνες και Τούρκοι καταγράφουν τις
τεράστιες απώλειές τους και στις 7 Μαΐου
υπογράφεται συνθήκη ανακωχής για την
Ελλάδα. Έχει όμως βαρύτατες συνέπειες
η πολεμική αποζημίωση που καλείται να
καταβάλλει στην Τουρκία,να δεχθεί το
ΔΟΕ και έτσι να οδηγηθεί σε νέο δανεισμό.
Η
σημασία της θέσης και των μαχών του
Γριμπόβου όμως δε σταματά σε αυτή την
ιστορική συγκυρία. Είχε κι άλλη ιστορική
σελίδα να αναδείξει αυτή την φορά το
1912. Την 5η Οκτωβρίου το 1912 τα Βαλκανικά
κράτη όπως Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο
και Βουλγαρία κηρύττουν πόλεμο κατά
της Τουρκίας. Στις 9 Οκτωβρίου 1912 πάλι
στο Γρίμποβο διεξάγεται σημαντικότατη
μάχη με στρατηγό το Σαπουτζάκη. Η μάχη
είναι νικηφόρα και καταλαμβάνεται η
Φιλιππιάδα, και η Πρέβεζα με τη μάχη της
Νικόπολης στις 20 Φεβρουαρίου. Είναι
όμως ο δίαυλος για μια σειρά απελευθερωτικών
μαχών όπως στα Πέντε Πηγάδια, στο Μπιζάνι
για να ακολουθήσει η απελευθέρωση των
Ιωαννίνων και ολόκληρης της Ηπείρου
στις 21 Φεβρουαρίου το 1913. Πρέπει όπωσδήποτε
να γίνει και αναφορά στα μέτωπα του
πολέμου των Γαριβαλδηνών, με τις λεγεώνες
του Ριτσιώτη Γαριβάλδη, του Συνταγματάρχη
Μερτιέ και του αναρχικού Κυπριάνι.
Πολλές όμως και οι ελληνικές εθελοντικές
ομάδες, που αποτελούνταν κυρίως από
τους νεαρούς της αστικής τάξης των
Αθηνών, που δίνουν έτσι την αύρα του
διεθνισμού και τοποθετούν τη μάχη του
Γριμπόβου με τη πληροφόρηση και προβολή
σε διεθνή και ευρωπαϊκά φύλλα , καταγραφή
της ιστορίας, Ποιά είναι η καταγραφή,
μα αυτή που συνήθως επαναλαμβάνεται.
Τα κράτη της Ευρώπης με την Τουρκία, οι
πληθυσμοί της Ευρώπης με τους Έλληνες
και τη μοίρα του σκοτεινού αυτού πλοίου.
Από
κει και πέρα στις 17 Μαΐου το 1913 υπογράφεται
η συνθήκη του Λονδίνου, που η ιστορία
την κρίνει και κανείς μας άλλος που
λήγει και ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος.
Και η ιστορία μας, η μνήμη της πρέπει να
βρίσκεται και βρίσκεται εδώ. Σ΄αυτά τα
βουνά και τους κάμπους, οδοδείκτης της
ζωής. Φωτεινός σηματοδότης, φάρος που
προφυλάσσουν από καινούργια ναυάγια
και εθνικές συμφορές. Είναι φωτιές που
αναθερμαίνουν αξίες, αρχές, ιδανικά.
Είναι μαθήματα ζωής και ήθους. Ζούμε με
τις παραιτησιές μας και τις παραιτήσεις
μας. Μόνο που θα φτάσει η στιγμή να
είμαστε χωρίς έδαφος, χωρίς βάση να
στηρίξουμε τα πόδα μας...
Η
πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος, η άλλη
είναι η ζωή και το μεγαλείο να τη θυσιάζεις
για την πατρίδα, για το χρέος. Δεν είναι
αδεξιότητα να τιμάς τους νεκρούς σου
αλλά βαθύτατη υποχρέωση, δεν είναι
αναπηρία να ξέρεις την τοπική σου ιστορία
αλλά βαθύτατο χρέος σου για και στον
τόπο που ζείς και δημιουργείς. Είναι οι
ήρωές μας που προχωρούν στα σκοτεινά,
είμαστε και μεις πια σκοτεινοί. Είναι
η εποχή μας σκοτεινή και ζοφερή, είμαστε
εμείς που πρέπει ν΄αναζητήσουμετο φως
και την έξοδό μας από το ζόφερό μας
χώρο..... Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου,
ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος, πότε μία μέρα
θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές
σου, νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ
πολλά σου χιόνια, καὶ φυτρώσουν, μία
ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια, ἀρματωμένα,
Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!...
Κρυστάλλης ΠΟΘΟΙ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου