Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Κυψέλη (Χώσεψη) Άρτας. Απολαύστε τα video





Απολαύστε τα video




















Ένα από τα πιο όμορφα ορεινά χωριά του νομού Άρτας είναι η Κυψέλη. Κοινότητα του δήμου Αθαμανίας, βρίσκεται φωλιασμένη στην αγκαλιά των Τζουμέρκων και απέχει 62 χλμ. βορειοανατολικά της Άρτας. Το όνομα Κυψέλη είναι μεταγενέστερο, αφού παλιά το χωριό ονομαζόταν Χώσεψη, επειδή είναι χτισμένο και περιτριγυρισμένο από τις κορυφές Τζούμα και Φτελιάς. Βρίσκεται σε υψόμετρο 600μ. περιτριγυρισμένο από έλατα, και πυκνή βλάστηση, όπως πουρνάρια, κουμαριές. Οι μόνιμοι κάτοικοι είναι 600 περίπου, ενώ σε εορταστικές περιόδους ή την περίοδο του Αυγούστου ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται. Στην κεντρική πλατεία του χωριού, μπορείτε να  βρείτε, Mini - Market, καφενεία, ταβέρνες, κρεοπωλείο, μανάβικο. Εκεί, θα δείτε και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, χτισμένη το 1904. Στο χωριό αξίζει να δείτε το Λαογραφικό Μουσείο. Περιλαμβάνει προσωπική συλλογή του κ. Παντελή Καραλή, από πάρα πολλά αντικείμενα (περισσότερα από 1.000), όπως παραδοσιακές τοπικές ενδυμασίες, φυσέκια, παλιά νομίσματα παλιές ραπτομηχανές, αδράχτια, ρόκες και διάφορα αντικείμενα λαϊκής τέχνης. Αν κινηθείτε προς το εκκλησάκι του Αγ. Παντελεήμονα, θα δείτε την παραδοσιακή νεροτριβή που λειτουργεί από Μάιο έως και Αύγουστο, καθώς επίσης το μύλο που λειτουργεί από Σεπτέμβριο έως και Απρίλιο. Παραδοσιακό μύλο μπορείτε να δείτε, επίσης, στην περιοχή Γκούρα. Τέλος, αξίζει να επισκεφθείτε τη Μονή Ευαγγελίστριας, χτισμένη το 1700, με ανεκτίμητης αξίας τοιχογραφίες στο εσωτερικό 












Περιδιαβαίνοντας την ορεινή Ήπειρο,νιώθει κανείς τον ουρανό άλλοτε να τη χαϊδεύει απαλά κι άλλοτε να μαλώνει με τα βουνά της που διεκδικούν το χώρο του. Εκεί που ο ουρανός και τα βουνά συμφιλιώνονται, μ' έναν ασφυκτικό κλοιό, 62 χλμ. ανεβαίνοντας από την πόλη της Άρτας, ζει στους δικούς του ρυθμούς το χωριό Κυψέλη Άρτας(Χώσεψη), με υψόμετρο στην πλατεία του 600 περίπου μέτρων.
Η μονότονη αρχικά ανάβαση, καθώς απομακρύνεται κανείς απ' την πόλη, ξεχνιέται στο αντίκρυσμα των επιβλητικών Τζουμέρκων κι η απορία για το ποιος έφερε εκεί ανθρώπους για να ζήσουν, λύνεται: η ελευθερία, η αποδέσμευση, η φύση η τραχιά, μα προστατευτική συνάμα. Ίσως.
Κι εκεί που ο «τεμαχισμός» του χωριού σε συνοικισμούς: Λούτσα, Καλλονή, Αγία Ευαγγελίστρια, Ρουπακιά, Άι-Γιώργης, τείνουν να σπάσουν το ίδωμα των ματιών και την ψυχή σε κομμάτια, έρχονται οι εικόνες κοντά η μία στην άλλη κι αλληλοσυμπληρώνονται, με φύση και ιστορία ανάκατες.
Αέρινη η Λούτσα, πάνω στη ράχη, θαρρείς και θα πετάξει για τ' αλλού στου κόσμου την άκρη, κρατιέται γερά από δυο-τρεις ανθρώπους της. Πραγματική ομορφιά η Καλλονή, μα ήπια αγκαλιά, προσδίδει σιγουριά και ηρεμία.
Με το Βυζάντιο συνδέοντάς μας η Ευαγγελίστρια, το μοναστήρι, φέρνει το νου στην άλλη ζωή, μέσα απ' της κόλασης τις αγιογραφίες της. Το Καστρί, με τα ιστορικά του μνημεία, καθηλώνει το χρόνο στη ρωμαϊκή εποχή.
Η Ρουπακιά απέναντι, επιβλητική, με τα έλατα και τους αγίους της: Άγιο Κωνσταντίνο και Αγία Μαρίνα, αποτελεί τα ανατολικά όρια.
Κι η κορυφή του χωριού, ο Άι-Γιώργης, αγκαλιάζει με σιγουριά τους πρόποδες των Τζουμέρκων, άφοβος στους κεραυνούς και τα χιόνια τους, καθώς το μάτι πάει μακριά ως τη θάλασσα.
Όλα τούτα στέκονται προστάτες του κεντρικού τμήματος του χωριού με την παραδοσιακή πλατεία, τα καφενεδάκια, το μουσείο, τα πλατάνια και τα νερά του.
Εκεί που η γειτονιά κρατάει το χρώμα της, οι ηπειρώτικες πίτες ψήνονται ακόμη στη γάστρα, τα πρόσωπα παραμένουν ροδαλά, εκεί που οι καρδιές αγγίζονται με την απολυτοσύνη του ηπειρώτικου βλέμματος και την τοπική διάλεκτο, εκεί χτυπά η καρδιά της Χώσεψης, όπου φύση και άνθρωποι ζουν πάντα την ερωτική αγωνία του γυρίσματος των καιρών.













Κώστας Μπαλάφας, ένα άξιο τέκνο της Χώσεψης

Ο Κώστας Μπαλάφας γεννήθηκε το 1920 στο ορεινό χωριό Κυψέλη της Άρτας από φτωχούς γονείς αγρότες, τον Γιώργο και την Αρχοντούλα. «Εκεί που», όπως λέει ο ίδιος, «οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς. Αναγκαία λύση για την επιβίωση ήταν ο δρόμος της ξενιτιάς, ένα όνειρο αρκετά απατηλό. Το μήνυμα που κυριαρχούσε ειδικά για τους νέους ήταν: "Φύγε να σωθείς". Πάρα πολλοί έφυγαν...»

Σε ηλικία μόλις έντεκα ετών βρέθηκε στην Αθήνα και ρίχτηκε στη βιοπάλη. Τα παιδικά του βιώματα είναι βαθιά χαραγμένα στη μνήμη του με την παραμικρή λεπτομέρεια:

«Απ' το χωριό μου κατέβηκα πρώτα στην Άρτα. Εκεί ο πατέρας μου, για να μη με στείλει μόνο στην Αθήνα, με παρέδωσε σ' ένα γνωστό μας δάσκαλο να με συνοδεύσει. Παράκληση του πατέρα μου ήταν να με βοηθήσει ώσπου να βρω στην πλατεία Κουμουνδούρου την ταβέρνα ενός συγχωριανού μας, που ήταν θαυμάσιος άνθρωπος και καλός πατριώτης. Σ' αυτόν έβρισκαν απάγκιο πολλά χωριατόπαιδα απ' την Ήπειρο, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Εκτός από ένα πιάτο φαγητό που τους έδινε, φρόντιζε να τους βρίσκει και δουλειά.

»Αυτό έγινε και μ' εμένα, καταλήγοντας να πιάσω δουλειά σε ένα ονομαστό τότε γαλακτοπωλείο-ζαχαροπλαστείο της οδού Πατησίων κοντά στον Άγιο Λουκά, με την επωνυμία "Δελφοί". Την ημέρα δουλειά, το βράδυ νυχτερινό σχολείο. Μέχρι το 1936. οπότε πήγα για σπουδές κοντά στην πατρίδα μου, στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων.

»Μετά την ευδόκιμη αποφοίτηση -η φοίτηση ήταν διετής- συνέχισα για ένα χρόνο σπουδές γαλακτολογίας στην Ιταλία, όπου και έμαθα τα ιταλικά. Το 1939. επέστρεψα στα Ιωάννινα και διορίστηκα έκτακτος υπάλληλος στη Γαλακτοκομική Σχολή. Εκεί εργαζόμενο με βρήκε ο πόλεμος και η Κατοχή».

Η πρώτη επαφή του με τη φωτογραφία και τη φωτογραφική μηχανή, όπως διηγείται ο ίδιος πάντα, ήταν στα δεκατρία του χρόνια. Είχαν έρθει κάτι συγγενείς του αφεντικού απ' την Αμερική και αυτός, για να τους ευχαριστήσει, θέλησε να τους δείξει τα αξιοθέατα της Αττικής και τους πήγε κάποια μέρα στην Πάρνηθα. Μαζί τους οι ξένοι είχαν μια μικρή φωτογραφική μηχανή Μπράουν της Κόντακ. απλή και εύκολη στο χειρισμό, για να φωτογραφηθούν. Κάποιος έπρεπε να κρατάει τη μηχανή για να τραβήξει τις οικογενειακές τους φωτογραφίες κι αναγκάστηκε ο μαγαζάτορας να πάρει και τον νεαρό υπάλληλο του μαζί γι' αυτή τη δουλειά.

«Όταν κατάλαβα ότι αυτό το μηχάνημα που κρατούσα στα χέρια μου μπορεί να αποτυπώσει σε εικόνα πάνω σε χαρτί ό,τι έχω ζωντανό μπροστά μου, μαγεύτηκα...»

Η πρωτόγνωρη εμπειρία εκείνης της ημέρας τον σημάδεψε: η απόκτηση μιας δικής του φωτογραφικής μηχανής έγινε, για τον έφηβο Κώστα Μπαλάφα, όνειρο μιας ολόκληρης ζωής.

Όταν σπούδαζε στα Ιωάννινα, κατάφερε ν' αγοράσει μια Τζούνιορ Κόντακ πουλώντας και το ρολόι του για να συμπληρώσει το ποσό. Την εποχή που βρισκόταν στην Ιταλία, αντικατέστησε τη μηχανή του με μία Ρομπότ. Έγινε φίλος με κάποιον υπάλληλο ενός γειτονικού φωτογραφείου, καθόταν δίπλα του κι έτσι έμαθε και την τέχνη του σκοτεινού θαλάμου.
























Με αυτή τη μηχανή, ο νεαρός τότε φωτογράφος έμελλε ν' απαθανατίσει την πορεία του ελληνικού στρατού προς το αλβανικό μέτωπο, την Κατοχή και τον ένοπλο αγώνα του ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Τα φιλμ ήταν δυσεύρετα, αλλά η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς! Το Νοέμβρη του 1940, τα ελληνικά στρατεύματα κατέρριψαν κι έπεσε στην Καλούτσιανη Ιωαννίνων ένα από τα πρώτα ιταλικά βομβαρδιστικά. Στα σκορπισμένα συντρίμμια του αεροπλάνου βρέθηκε από τους χωρικούς και το περιμάζεψαν ένα σφραγισμένο μεταλλικό κουτί με πολλά μέτρα αεροπορικού φιλμ Ferrania Capelli. Γι' αυτούς ήταν άχρηστο, για τον ερασιτέχνη τότε φωτογράφο πολύτιμο. Το απέκτησε με αντίτιμο μερικές οκάδες καλαμποκάλευρου, περιζήτητο προϊόν για την περίοδο της Κατοχής.

Χρησιμοποιώντας αυτό το φιλμ στη μικρή του ιταλική Ρομπότ, ο Κώστας Μπαλάφας κατέγραψε πολλά από τα εγκλήματα των κατακτητών στην Ήπειρο και, αμέσως μετά, τη δραστηριότητα του αντάρτικου στην ίδια περιοχή. Δεν υπήρξε επαγγελματίας φωτορεπόρτερ, ούτε βρέθηκε τυχαία στο μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων: ήταν αντάρτης-τυφεκιοφόρος και παράτολμος φωτογράφος.

Το παράτολμο του χαρακτήρα και των πράξεων του αποδείχτηκε περίτρανα, όταν απαθανάτιζε φοβερά εγκλήματα και σκηνές μπροστά στους Ιταλογερμανούς κατακτητές, με κίνδυνο την άμεση εκτέλεση του με συνοπτικές διαδικασίες, ή φωτογραφίζοντας ολόρθος τους διπλανούς συμπολεμιστές του την ώρα της μάχης.

Αδιάψευστος μάρτυρας της παράτολμης ιδιοσυγκρασίας και εφευρετικότητας του είναι η φωτογράφιση των σωμάτων των πατριωτών Τόδουλου και Φαρίδη, που αιωρούνταν άψυχα ανάμεσα σε δύο πλατάνια στις όχθες της λίμνης των Ιωαννίνων τον Μάρτη του 1944.

Οι Γερμανοί κατακτητές άφηναν αλλά και υποχρέωναν το πλήθος να πλησιάσει την επιτηρούμενη από φρουρούς περιοχή, για λόγους παραδειγματισμού και εκφοβισμού. 0 Κώστας Μπαλάφας έκανε πρώτα μια πρόχειρη αυτοψία, υπολόγιζε τις αποστάσεις και ξαναγύριζε κρατώντας στην αγκαλιά του μια σακούλα με κρεμμύδια. Μέσα όμως είχε κρύψει τη φωτογραφική του μηχανή με ανοιχτή μια τρύπα μπροστά στο φακό. Περνώντας μπροστά απ' τους κρεμασμένους, και από ικανή απόσταση, απαθανάτισε το γεγονός, αφήνοντας έτσι στην ιστορία μία από τις πιο χαρακτηριστικές φωτογραφίες της Κατοχής.

Εξάλλου, η φωτογράφιση του οπλοπολυβολητή αντάρτη την ώρα που έπεφτε με το όπλο στα χέρια, χτυπημένος σε γερμανική ενέδρα στα Γραμμενοχώρια, τον αναδεικνύει άφοβο στις μάχες, καταδεικνύει ότι σκοπός του ήταν να φωτογραφίσει πάση θυσία την Εθνική Αντίσταση στην Ήπειρο.

Το 1942 συνελήφθη και πέρασε στο Μεσολόγγι ιταλικό στρατοδικείο, όχι για κάποια σημαντική πράξη αντίστασης, αλλά από μια «απροσεξία», όπως λέει ο ίδιος: Από κάποιους Αλβανούς μαυραγορίτες είχε αγοράσει ένα ασφράγιστο τρανζίστορ. Απ' αυτό, κρυμμένος σ' ένα υπόγειο με φίλους του, άκουγαν καθημερινά τα νέα από το BBC. Δεν αρκέστηκαν σ' αυτό, βέβαια, και σιγά-σιγά άρχισαν να κυκλοφορούν ένα δελτίο με τα νέα που μεταδίδονταν. Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστικό για πολύ καιρό. Μαθεύτηκε και τους έπιασαν.
























Το στρατοδικείο από κάποια σύμπτωση έδειξε επιείκεια και τους καταδίκασε μόνο σε τρεις μήνες φυλακή με αναστολή. Έτσι, αφέθηκαν ελεύθεροι.

Τότε ο Μπαλάφας ανέβηκε στο βουνό και κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ. Στο Ζαγόρι, στο Χάνι του Καμπέραγα, έχοντας πάντα μαζί τη φωτογραφική του μηχανή, συνάντησε το φίλο του Λέανδρο Βρανούση, εθνοσύμβουλο Ηπείρου στην Κυβέρνηση του Βουνού - και μετέπειτα Διευθυντή του Κέντρου Έρευνας του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Εντάχθηκε στο 85ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ με διοικητή τον γενναίο Γιώργο Καλλιανέση και υπήρξε μόνιμος συνοδοιπόρος, σε ατελείωτες πορείες από περιοχή σε περιοχή, με το φίλο του Λέανδρο.

Ο Βρανούσης, διακατεχόμενος από την ίδια ζέση με τον Μπαλάφα. κρατούσε σημειωματάριο των γεγονότων που ο φίλος του αποτύπωνε με τη φωτογραφική του μηχανή. Το πολύτιμο μπλοκάκι με τις σημειώσεις του Βρανούση καταστράφηκε αργότερα από τον πατέρα του, όπως αφηγείται ο υπερήλικας πλέον φωτογράφος. Το ιστορικό φωτογραφικό υλικό του Μπαλάφα διασώθηκε κρυμμένο απ' το 1944 στο ξύλινο ταβάνι του σπιτιού της πατριώτισσας Ιουλίας Γοργόλη. στα Γιάννενα. Ένα μέρος καταστράφηκε από την υγρασία, αλλά το υπόλοιπο έμεινε άθικτο και το παρέλαβε ο ίδιος, χωρίς κανέναν πλέον κίνδυνο, το 1975. Φιλμ που δεν θεωρούνταν επικίνδυνα ώστε να τα κρύψουν, όπως εκείνα με θέμα τη μαζική μεταφορά των Εβραίων από τα Γιάννενα σε γερμανικά στρατόπεδα, έπεσαν στα χέρια των αρχών ασφαλείας το c 1944 και δυστυχώς εξαφανίστηκαν.

Η εποχή του πολέμου του '40, η Κατοχή και η συμμετοχή του Κώστα Μπαλάφα στο αντάρτικο αποτέλεσαν σταθμό στη ζωή του, χαράζοντας τη μετέπειτα πορεία του. Το αξιόλογο ιστορικό και καλλιτεχνικό του έργο. και ιδιαίτερα η φωτογραφική καταγραφή της Εθνικής Αντίστασης στην Ήπειρο, είναι ευτύχημα που ο ίδιος απο¬τύπωσε σ' ένα υπέροχο λεύκωμα-βιβλίο, εμπλουτισμένο με αυτού¬σιες δραματικές αφηγήσεις του ιδίου. Τόσο γι' αυτό, όσο και για τα υπόλοιπα λευκώματα-βιβλία του, αξίζει να γίνουν παρακάτω ξεχωριστές, λεπτομερείς αναφορές.

Από το 1945 μέχρι το 1951 εργάστηκε ως διερμηνέας, επειδή γνώριζε καλά την αγγλική γλώσσα, σε μία βρετανική ομάδα μηχανικών, που έκανε αποκαταστάσεις συγκοινωνιών μετά τον πόλεμο. Με τον τρόπο αυτό γύρισε σχεδόν όλη την Ελλάδα και γλίτωσε από το κυνηγητό και το δρόμο της εξορίας. Μάλιστα, από τη θέση του αυτή
βοήθησε πάρα πολύ κόσμο, αφού οι συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και μετά ήταν τραγικές.
Το 1948, η ομάδα των μηχανικών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Εκεί ο Μπαλάφας μπόρεσε ν' ασχοληθεί παράλληλα με την τέχνη-επιστήμη που είχε σπουδάσει, τη γαλακτολογία. κάνοντας καλλιέργειες σ' ένα βιολογικό εργαστήρι στην οδό Σωκράτους. Η επιθυμία του να σταδιοδρομήσει μελετώντας τις κλινικές ιδιότητες του γάλακτος στο Γαλλικό Ινστιτούτο Παστέρ με υποτροφία δεν πραγματοποιήθηκε, λόγω των μη «εθνικοφρόνων» πολιτικών του πε-ποιθήσεων.
Το 1951. με κριτήριο τα προσόντα του, προσελήφθη από την αμερικανική εταιρεία Ebasco, η οποία πέρασε στην τότε νεοϊδρυθείσα ΔΕΗ, απ' όπου και συνταξιοδοτήθηκε ως προϊστάμενος του Τμήματος Ανατυπώσεων. Και σ' αυτό το πόστο ο ίδιος διέπρεψε, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε μια εκ βαθέων συνέντευξη του ο υφιστάμενος του τότε Παύλος Βρέλλης, ο μετέπειτα ιδρυτής του Μουσείου Ελληνικής Ιστορίας των κέρινων ομοιωμάτων στα Γιάννενα.
Σε ηλικία τριάντα οχτώ ετών παντρεύτηκε την καθηγήτρια Ευαγγελία Μαργαρίτου, μια εξαίρετη σύντροφο, η οποία αντιλήφθηκε νωρίς την αγάπη και το πάθος του για τη φωτογραφία και τα ατελείωτα φωτογραφικά οδοιπορικά. Ο συμβιβασμός της με τον τρόπο ζωής του παθιασμένου φωτογράφου ήταν ενσυνείδητος: ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος του συντρόφου της αφιερωνόταν στο προσφιλές του αντικείμενο.
Απέκτησαν δυο παιδιά, τη Στέλλα και τον Γιώργο, που και αυτά υποχρεωτικά συγκατατέθηκαν με την απουσία του πατέρα «κυνηγού» της φωτογραφίας, αν και πολλές φορές τον ακολουθούσαν στα μεγάλα οδοιπορικά του.
Εργαζόμενος στη ΔΕΗ, φωτογράφισε ορισμένα έργα, με αποκορύφωμα την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος Κρεμαστών του Αχελώου, μ' όλες τις παρενέργειες και παραμέτρους του.
Ο νεοσύστατος τότε οργανισμός της ΔΕΗ τού έδωσε την ευκαιρία ν' ασχοληθεί με μιαν άλλη προσφιλή του δραστηριότητα, την κινηματογράφηση. Στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1960, η ΔΕΗ έκανε πειραματικές τηλεοπτικές εκπομπές. Με τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν τότε, συστήθηκε λίγο αργότερα το κρατικό κανάλι της ΕΙΡΤ. Το πρώτο ολοκληρωμένο φιλμ της ΔΕΗ γυρίστηκε στα 1960:
Ηταν τα πρώτα «Δωδώνεια». με πρωτεργάτη τον Κώστα Μπαλάφα. ο οποίος έκτοτε καθιερώθηκε και ως κάμεραμαν.
Τελικά γυρίστηκαν γύρω στις εξήντα ταινίες, που μαζί με το υπό-λοιπο φωτογραφικό υλικό επί πολλά χρόνια φυλάσσονταν σε κάποιες γωνιές του φιλόξενου σπιτιού του φωτογράφου στο Χαλάνδρι.
Όπως για τη φωτογραφία, που χάρη σ' αυτόν αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, έτσι και για τον κινηματογράφο, ο Μπαλάφας έχει κάνει σειρά διαλέξεων στους σπουδαστές της Ακαδημίας Δημιουργικής Φωτογραφίας Leica, η οποία προς τιμήν της έχει προβεί σε τρεις εξαίρετες εκδόσεις για τα παραπάνω θέματα.


Τα βιογραφικά στοιχεία είναι από το βιβλίο του Κώστα Μπουμπούρη "Ο Κώστας Μπαλάφας και η Ελλάδα του"

Δεν υπάρχουν σχόλια: