Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Τη δική τους, συνθηματική γλώσσα, μιλούσαν οι καλαντζήδες της Μουργκάνας!


Τη δική τους, συνθηματική γλώσσα, μιλούσαν οι καλαντζήδες της Μουργκάνας! Ο Νικόλαος Νίτσος έστειλε, το 1922, επιστολή στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, όπου διασώζει λέξεις και φράσεις από τη γλώσσα των καλαντζήδων. Τις λέξεις και τις φράσεις αυτές, που αποτέλεσαν το γλωσσικό ιδίωμα  "αλειφιάτικα", τις χρησιμοποιούσαν για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι και να αποφεύγουν τη λογοκρισία της εποχής. Η γλώσσα αυτή, που αποτελείται μόνο απο ονόματα, επίθετα
και ρήματα, δημιουργήθηκε από ανθρώπους χωρίς, κατά κανόνα, γραμματικές γνώσεις. Πήραν λέξεις από την ελληνική γλώσσα και τις απέδωσαν παραλλαγμένα, έτσι ώστε μόνο οι μυημένοι να μπορούν να μπορούν να αντιλαμβάνονται την έννοιά τους.


Α'. Λέξεις. 
   Αλειφιάς
, κασσιτερωτής, γανωτής, γιατί, ως γνωστόν, οι εξασκούντες την τέχνη αυτή αλείφουν κατά το γάνωμα με κασσίτερο τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη.
  
Αλοιφή, λάδι.
  
Βοζιόνω, βλέπω, εννοώ, γνωρίζω.
  
Γιαλακοζούμα, ο καφές.
  
Γκόταινα, γυναίκα.
  
Γκότης, άνδρας.
  
Γκοτόπουλο, γιός, παιδί.
  Γράζω, εννοώ, καταλαμβάνω.
  
Ζουμερό, το σταφύλι.
  Ζιούνα, χοίρος
  Καραφίνα, κεφάλι.
  
Καυτερή, φωτιά.
  
Κολοβός, στρατιώτης.
  
Κολίντρω, δεκάρα (νόμισμα).
  
Χουμπουρεύω, κλέπτω με επιτηδειότητα.
  Κομματιάρηδες, λεπτά (νόμισμα).
  
Κοντυλιάρης, δάσκαλος (απο το κονδύλι, την γραφίδα).
  
Κουβαλιστήδες, τα κοχλιάρια.
  
Κοφτερό, σπαθί.
  
Λακαβέρηδες, τα λαχανικά.
  
Λαμποσιάρα, η εκκλησία, ο ναός.
  
Λαμποσιάρικο, το μοναστήρι.
  
Λαποτάρικο, το εκατοντάδραχμο.
  
Λασκάρι, άλογο.
  
Λάφτω, φεύγω, δραπετεύω.
  
Λαχτένι, σκύλος.
  
Λεβέργια, ενδύματα.
  
Λιανομματίνα, θυγατέρα, νεαρή.
  
Μαγγόνω, κλέπτω, αρπάζω.
  
Μάσια, τα χέρια. 
  Μαυροκέφαλο, σφαίρα ντουφεκίου, το μολύβι.
  
Μπάνικη, καλός, ή, ό.
  
Μπιτούσια, ο για τη λειτουργία άρτος, προσφορά, καρβέλα.
  
Μπουκέλια, αγελάδια
  
Μπριζόλα, τα φαγητά.
  
Μύχο,  ποντικός.
  
Ντόμος, πλούσιος, κύριος, επίσημος.
  
Πάτα, οίκος.
  
Πατσιαρός, Τούρκος.
  
Πατούμενα, τα πόδια.
  
Πασπάλη, αλεύρι.
  
Πετσόνω, κτυπώ, πλήττω.
  
Σάλτωμα, κασσίτερος.
  
Σάπιο, το ψωμί από σιτάρι.
  
Σιορευτάρι, καπνός και τσιγάρο.
  
Σιόρος, κρασί.
  
Σιορεύω, πίνω.
  
Σκαρίζω, κοιμάμαι.
  
Σκεφαρίτης, κρομμύδι
  
Σκοτεινή, η νύχτα.
  
Σούμμα, πολύ, πολλά. 
  Σπυρωτά, σιτηρά, γεννήματα.
  
Τσαγκαδερά, αιγοπρόβατα.
  
Τσάπερο, η δραχμή.
  
Τσιαχτάϊ, άρτος, φαγητόν.
  
Τσιαχταΐζω, τρώγω.
  
Τσιούκαλη, κρέας.
  
Τσιοκλάνι, γάλα.
  
Τσικνή, η ρακή,  το οινόπνευμα.
  
Τρεχούμενο, νερό, βροχή.
  
Φαρφάλης, γέροντας.
  
Φαρφάλω, γριά.
  
Φτερωτή, κότα.
  
Φλοερό, ο πόλεμος.
  
Φλώρο, τυρί.
  
Φουσκοκοίληδες, φασόλια.
  
Φωτάω, γνωστοποιώ.
  
Φωτερή, η εργασία 

Β'. Φράσεις

Αν γράζη ο ντόμος, μας βοζιόνει και μας πετσόνει
.= Να μη ειναι ο κύριος μέσα, γιατί  μας συλλαμβάνει και μας κτυπά.
 
Γράζει ο ντόμος = να μην είναι κανείς επίσημοςμέσα.
 
Γράζει μπάνικος = είναι καλός, ωραίος.
 
Δε γράζει μπάνικος = δεν εινε καλός.
 
Θα μαγκώσω γκόταινα =  θα νυμφευτώ.
 
Θα αλμπανίσω του κολοβού = θα στείλω επιστολή στο στρατιώτη.
 
Λάφτω δια φλοερό = φεύγω για τον πόλεμο.
 
Λάφτομε να τσαχταΐσωμε = πηγαίνουμε για φαγητό.
 
Λάφτομε να χουμπουρέψωμε = πηγαίνουμε να κλέψουμε. 
 Λάφτομε να σκαρίσωμε = πηγαίνουμεν να κοιμηθούμε.
 
Λάφτομε για φωτερή = πηγαίνουμε για εργασία.
 
Λάφτομε να σιορέψωμε = πηγαίνομεν να πιούμε.
  
Να αλμπανίσωμε μπριζόλα = να φτιάξουμε φαγητό.
  
Να φωτερίσω φωτερό στην πάτα = θα γράψω γράμμα στους δικούς μου στο σπίτι.
  
Να λάψωμε στο κουφαλιάρικο να σιορέψωμε γιαλακοζούμα και τσικνή = Νά πάμε στο καφενείο,για να πιούμε καέ και ρακή.
  
Θέλει να την μαγκώση ενα μπάνικο γκοτόπουλο, μα η λιανομματίνα δεν το μαγκόνει = θέλει να την νυμφευτεί ένας καλός νέος, αλλά η νέα δεν τον θέλει.
  
Λάφτομε στα τσαγκαδερά = να πάμε στα πρόβατα.
  
Μη μας τσιαχταΐσουν τα λαχτένια = να μη μας δαγκάσουν τα σκυλιά.
  
Λάψτε και τα πετσόνω εγώ = εμπρός και τα βαράω εγώ.
  
Λάψομε στην πάτα να τσιαχταΐσωμε τσιαχτάϊ,    φλώρο, να σιορέψωμε και σιόρο = πάμε σπίτι να φάμε ψωμί και τυρί, να πιούμε και κρασί.
  
Λάψομε να μαγκώσωμε σπυρωτό, αλοιφή, τσιούκαλη = πάμε να πάρουμε γέννημα, λάδι, κρέας.

http://katoci.blogspot.gr

4 σχόλια:

Fafner Art είπε...

Κολοβός = χωροφύλακας

fotis είπε...

Βοζιόνω=καταλαβαίνω

Ανώνυμος είπε...

Τσαγκαδεύω και φρετσώνω (για τους μύστες)

Unknown είπε...

Καλή αναφορά!!!