Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Ήτανε εποχές εκεί στο Τζουμέρκο που η οικογένεια «είχε να δει δραχμή» μήνες ολόκληρες. Ο άντρας του σπιτιού φευγάτος, στην ξενιτιά «για το καρβέλ’», η μάνα με τις κατσίκες και το δαμάλ’ να μεγαλώσ’, να το δώσουν το Πάσχα στον χασάπ’ και το δεφτέρ’ στον μπακάλ’ να λειτουργεί, όπως λειτουργούσε. Καθαρή ανταλλακτική οικονομία. Θυμάμαι πόσα και πόσα θελήματα έκανα για ένα πενταράκι. Κι όταν το έπαιρνα στα χέρια μου τι χαρούλες έκανα και πήγαινα τροχάδην στο μαγαζί να πάρω τα στραγάλια στο χωνάκι. Επομένως «τακτοποιημένοι» ήσαν όσοι (μόνο άντρες δε μιλάμε για γυναίκες) «είχαν πιαστεί από νεφραμιά», δηλαδή είχαν μόνιμη θέση στο δημόσιο. Λίγα, λίγα, αλλά «βρόνταγαν», έστω και παφίλια στις τσέπες τους. Γι’ αυτόν τον λόγο είχε ειπωθεί και το περίφημο: «Άμα υπάρχουν τα “μισθά”, έχεις καλή και την υγειά». Υγεία, ευζωία, ακόμη και τιμή εξαρτιόνταν από τα «μισθά». «Άμα βροντάν οι τσέπες, βροντάν και τα κλαπατάρια και ισιώνεις και αγγουνάρια» ήταν η συμβουλή της προξενήτρας σε μια υποψήφια -βάσει συνοικεσίου- νύφη. Κι αυτή υπάκουσε. Κι όταν διαπίστωσε πως ο γαμπρός ήταν «μουλαΐμκο», ανέκραξε « Ανάθεμα τα μισθά». (Κατά παράφραση του «Ανάθεμά τα τάλαρα!» που ανέκραξε ο Αντρέας στο έργο «Η Τιμή και το χρήμα» του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, όταν του ‘φυγε για τα καλά η Ρήνη ).
Νύφη με μισθά ήταν περιζήτητη. Η κυρά Αθανασία δασκάλα ούσα, άρα περιζήτητη νύφη είδε δραχμούλες στα χέρια της μετά από πολλά χρόνια όταν εξαναγκάστηκε να πάει στη Γερμανία. Τι να έκανε; Έπρεπε να ξεχρεώσει την προίκα της κουνιάδας της. Και ο νόμος ήταν απαράβατος. «Τα μισθά θα πηγαίνουν στο πουγκί της πεθεράς». Και τα μισθά ξεχρέωσαν την προίκα που έδωσαν στον γαμπρό. Ένα ολόκληρο φορτηγό. Το σήκωσε στις πλάτες της… Κι άμα ισχυριστεί κάποιος πως «περσινά ξινά σταφύλια μπαγιάτεψαν στην κάδη» θα απαντήσω πως πλανάται πλάνην οικτράν. Η λαογραφική θεώρηση της σύγχρονης κοινωνίας άλλα λέει. Άλλαξαν οι συνθήκες, άλλαξε η λειτουργία των θεσμών, επήλθε πλήρης ο εκχρηματισμός της οικονομίας, στα σπίτια μπορεί να μπαίνουν και ένα και δύο «μισθά», αλλά «άμα το ύφασμα είναι ρετάλι, δεν μπορεί να γίνει κουστούμι». Με την καμία. Θέλω να πω πως άμα υπάρχει μέσα στο σπίτι η φουρλαΐδα, τότε η όποια σχέση, επικοινωνία, αντίληψη και συνύπαρξη κυριαρχείται από τα «μισθά». Αυτή να (της) τα πάρει, αυτή να τα κουμπεδιάσει κι αυτή να τα καταχωνιάσει. Η νύφη η ανάγωγη, η κακοαναθρεμμένη ξαφνικά γίνεται η ψυχούλα που ταλαιπωρείται στους δρόμους και «δεν έχ’ μια στιγμή να ησυχάσ’».
Και πίσω απ’ το μυαλό της τής «βροντούν τα μισθά» που φυσικά πρέπει να τα κατακτήσει αυτή, δηλαδή να τα εισπράξει, να τα καταχωνιάσει καταλλήλως και να τα ιδιοποιηθεί ιδιοχείρως. Και αρχίζει το τζέρτζελο της αποκριάς. Μόνιμα μασκαρεμένη, προσωπείο καρνάβαλου, που αν μπορούσε θα έβαζε ταμπέλα πως ζει και ζώνεται για «τα μισθά». Η ενθυλάκωσή τους ύψιστο επίτευγμα! Όσο κι αν έχει τις επιφυλάξεις της η αστική λαογραφία σχετικά με το τότε και το τώρα, μία είναι η απάντηση. «Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του ουδέ την τρίχα άλλαξε ουδέ την κεφαλή του». «Μισητό σκήνωμα, θανάτου/άθυρμα, συντριμμένο βάζον,/ (…), κύμβαλον αλαλάζον».
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου