Για πολλά χρόνια, η Ελληνική
εξωτερική πολιτική βαυκαλιζόταν ότι στην Τουρκία υπάρχουν δύο διακριτοί φορείς
πολιτικής εξουσίας: οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί. Η θεωρία αυτή
εξυπηρετούσε τις εκάστοτε εκτιμήσεις και (τελικά) αποφάσεις της Ελληνικής
εξωτερικής πολιτικής, σε ότι αφορά τον μετριασμό της εναντίωσής της στην
τουρκική επιθετικότητα (στην Κύπρο, στο Αιγαίο και την Θράκη), καθώς και στην
αποδοχή της προοπτικής εισόδου της Τουρκίας στην Ε.Ε..
Βάσει της θεωρίας
αυτής, οι πολιτικοί ηγέτες της Τουρκίας αποτελούσαν «ασπίδα» εναντίον των
στρατιωτικών, που έχουν επεκτατικές βλέψεις και για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα θα
έπρεπε να ευνοεί την επικράτησή τους, έναντι των «κακών» στρατιωτικών.
Η
θεωρία αυτή ήταν καταφανώς αντίθετη στην πραγματικότητα, αφού τα
γεγονότα έδειχναν την ενιαία επιθετική συμπεριφορά της Τουρκίας προς τις
μειονότητες (Έλληνες, Κούρδους, Αρμένιους) και τους γείτονές της, ανεξαρτήτως αν
κυβερνούσαν στρατιωτικοί ή πολιτικοί και μάλιστα σε εντονότερο βαθμό
κατά την διακυβέρνησή της από πολιτικούς ηγέτες.
- Εκλεγμένος πρωθυπουργός ήταν ο Μεντερές, που τον Σεπτέμβριο του 1955 προκάλεσε τα γεγονότα σε βάρος των Κωνσταντινουπολιτών, ενώ το 1964 - 1965, όταν δόθηκε το τελικό κτύπημα στον Ελληνισμό της Πόλης, με τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων, εκλεγμένος πρωθυπουργός ήταν ο Ινονού.
- Η εισβολή του 1974 στην Κύπρο έγινε από πολιτική κυβέρνηση συνεργασίας, με πρωθυπουργό τον Ετσεβίτ. Το τί ακολούθησε την εισβολή, όπως σεξουαλικές κακοποιήσεις γυναικών και εκτελέσεις αμάχων, είναι σαν να βγήκαν από σελίδες που περιγράφουν την δράση του ISIS και όχι οργανωμένου Ευρωπαϊκού στρατού.
- Στις 8 Ιουνίου 1995 το τουρκικό κοινοβούλιο εξουσιοδότησε την Κυβέρνηση για πολεμικές πράξεις κατά της Ελλάδας, στην περίπτωση που η Ελλάδα προχωρούσε στην επέκταση των χωρικών υδάτων ασκώντας το νόμιμο δικαίωμά της (casus belli).· Έκτοτε η απόφαση αυτή παραμένει ενεργή και δεν έχει αρθεί.
- Τον Ιανουάριο του 1996, στην κρίση των Ιμίων, πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν η Τσινλέρ, όπως και το 1993-1996, όπου, σύμφωνα με μετέπειτα παραδοχή του πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας Γιλμάζ, Τούρκοι πράκτορες προκαλούσαν τις καταστροφικές πυρκαγιές στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Τα σχέδια του τουρκικού «βαθέως
κράτους» ήταν αυτά που καθοδηγούσαν την ενιαία τουρκική πολιτική,
χρησιμοποιώντας, όπως αποδείχτηκε στο αυτοκινητιστικό ατύχημα του Σουσουρλούκ, ταυτόχρονα μυστικές
υπηρεσίες και ποινικούς καταδίκους.
Τα πιο πάνω δεν περιορίζονταν μόνο
απέναντι στην Ελλάδα. Στην προσπάθειά της για ανασύσταση του ιδεώδους της οθωμανικής ισχύος, παρόμοια τύχη
επιφύλαξε η Τουρκική ηγεσία εναντίον της Κουρδικής πολιτικής και πνευματικής
ηγεσίας (στην δεκαετία του 1990 αλλά και πρόσφατα), καθώς και των Σύρων και
Ιρακινών γειτόνων τους.
Όσο όμως κι αν τα γεγονότα μιλούσαν από μόνα
τους, διαψεύδοντας ουτοπικές θεωρίες, η Ελληνική εξωτερική πολιτική δεν
αποφάσιζε να αλλάξει. Προφανώς, ο λόγος ήταν η στρατηγική της ευκολίας
(αφού η έμπρακτη αμφισβήτηση δυνάμει εχθρικών στρατηγικών απαιτούσε άλλου είδους
προσέγγιση και κυρίως γνήσια εθνική ενότητα, αντί κομματικών επιλογών).
Μια διαφορετική προσέγγιση, θα επικεντρωνόταν πρώτα από όλα στην
παραγωγή οικονομικής ισχύος, αφού, όπως έχει δείξει η ιστορία, από εκεί ξεκινά η
αμυντική προσπάθεια μιας χώρας. Ακολουθεί, η διαμόρφωση αποτρεπτικής
στρατιωτικής ισχύος, στηριγμένης στις εγχώριες δυνατότητες αντί των μη
ανταποδοτικών εισαγωγών οπλικών συστημάτων. Τέλος, προϋποθέτει ένα έθνος σε
συναγερμό, που θα αναζητάει στην ιστορία και τους πόρους του τις πηγές της
ζωτικής του δύναμης, αντί να περιμένει την (επαν)εισαγωγή τους, μεταποιημένων
και ταπεινών.
Η περίπτωση Ερντογάν, ισχυρού άνδρα της Τουρκίας
(Πρωθυπουργού από το 2003 μέχρι το 2014 και στην συνέχεια Προέδρου) παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτοδημιούργητος πολιτικός, δεν έκρυψε ποτέ την
μεγαλομανία του. Ταυτόχρονα, ήταν εμφανής η διάθεση να προβάλλεται αποκλειστικά
ο ίδιος, όπως έδειξε και η κατά καιρούς απομάκρυνση των στενότερων συνεργατών
του, όπως του μέντορά του Γκιουλέν, του πρώην Προέδρου Γκιούλ και του πρώην Υπουργού Εξωτερικών και Πρωθυπουργού Νταβούτογλου.
Η οικονομική ανάπτυξη που κατάφερε να επιτύχει για την χώρα
του, πρώτα στα παράλια της Μικράς Ασίας και στην συνέχεια και στο εσωτερικό της
αχανούς χώρας, του προσέφερε την υποστήριξη ευρέων τμημάτων της τουρκικής
κοινωνίας και πιστών οπαδών, αλλά τα τελευταία χρόνια η συμπεριφορά του, κατά κοινή ομολογία είναι πλέον
προβληματική.
Ιδιαίτερα θα πρέπει να σταθούμε στα μέτρα που πήρε
τα τελευταία χρόνια εναντίον των Κούρδων (που στοχεύουν τόσο το
παράνομο ΡΚΚ, όσο και το νόμιμο φιλοκουρδικό κόμμα HDP), καθώς και κατά του
πρώην πολιτικού του φίλου Άσσαντ ή των Κούρδων του
Ιράκ.
Παράλληλα, προχώρησε στον περιορισμό της ελευθεροτυπίας, της δικαιοσύνης, των δικαιωμάτων
των γυναικώνκαι του κοσμικού κράτους, ενώ υποβάλλει αγωγές εναντίον κάθε πολίτη που ασκεί κριτική στο
πρόσωπό του. Ο άρρητος στόχος του είναι να ενώσει και να εκπροσωπήσει τους
μουσουλμάνους της ευρύτερης περιοχής και χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να το
επιτύχει και κυρίως την εξάπλωση της πιο συντηρητικής έκφρασης του
μουσουλμανισμού και την εξαφάνιση ή ενσωμάτωση, μέσω της παιδείας, των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων
της Τουρκίας (όπως είναι οι αλεβίτες και οι Κούρδοι).
Η Ελλάδα
και η υπόλοιπη Ευρώπη, κατά κάποιο τρόπο έχουν μερίδιο της ευθύνης γι
αυτήν την εξέλιξη, αφού όλα αυτά τα χρόνια δεν έδωσαν σημασία
στον Ερντογάν, ενδιαφερόμενοι μόνο για τον μικρόκοσμό τους και αμελώντας να
πάρουν τα μέτρα που θα επέτρεπαν τον προληπτικό περιορισμό της αυθαίρετης ισχύος
του. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα, είναι η απουσία διαμόρφωσης από την Ελλάδα, μαζί με τις υπόλοιπες
χώρες της Ε.Ε., ενός εναλλακτικού σχεδίου για το θέμα των προσφύγων/μεταναστών
από την Τουρκία, καθώς είναι ορατή η πιθανότητα το Ευρωπαϊκό ή κάποιο εθνικό
Κοινοβούλιο να μην υπερψηφίσει την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους
πολίτες. Στην περίπτωση αυτή, λόγω της διαφαινόμενης ανεπαρκούς προετοιμασίας
της Ελλάδος και της απουσίας Ευρωπαϊκής στρατηγικής στο
προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα, ο ρόλος που μας επιφυλάσσεται είναι του
ικέτη υπέρ των τουρκικών συμφερόντων.
Το πραξικόπημα στην
Τουρκία δίνει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τα βασικά, το μέλλον της
Ελλάδος και τις προϋποθέσεις ενός επιθυμητού μέλλοντος (και όχι του ενδεχομένως
λιγότερου κακού). Υπό τις σημερινές συνθήκες, ο δρόμος γι αυτό περνάει από την
παραίτηση της Ελληνικής κυβέρνησης και τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής
σωτηρίας, με πρώτο στόχο την επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου υπέρ της εθνικής
ανασυγκρότησης και παράλληλα την επαναφορά μιας ελληνικής παιδείας, αντάξιας των
παραδόσεων και των προγόνων μας.
Όσοι δεν συμφωνούν με τα πιο πάνω,
μπορούν να βρουν μια καινούρια θεωρία, ή να επαναφέρουν την παλαιά, για έναν
Τούρκο, δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη, που περιόρισε τους κακούς στρατιωτικούς και
θα φέρει την ειρήνη στην περιοχή. Όλα αυτά, μέχρι την εκ νέου διάψευσή τους από
τα γεγονότα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου