Ο Γιώργος Πίττας, ιδρυτής του greekgastronomy.gr, επιμένει πως η κουζίνα είναι
το αποτύπωμα της ζωής του Έλληνα. Μας λέει γιατί.
Γυρίζει όλη την Ελλάδα ανιχνεύοντάς τη μέσα από τη
γαστρονομία της. Τη μια μέρα βρίσκεται στην Κρήτη περνώντας τη μέρα του
στα χωράφια ενός μικρού παραγωγού, την άλλη τον ανακαλύπτεις στη Δράμα να
δοκιμάζει τα κρασιά του ελληνικού Βορρά, την τρίτη έχει φτάσει στην Κάσο και
αποσπά μια παμπάλαια συνταγή χωμένος στο κουζινάκι μιας γιαγιάς. Στο site του greekgastronomyguide.gr ανεβάζει άρθρα νυχθημερόν. Αν και
λίγο καιρό στον αέρα έχει γίνει αγαπητό σε όσους θέλουν να γνωρίσουν «από μέσα»
την Ελλάδα, ήδη μέσα σε 6 μήνες έχουν αναρτηθεί 23 προορισμοί, με 500 άρθρα και
5.000 φωτογραφίες, η δε συνέχεια προβλέπεται λαμπρή! Τον ζηλεύουμε κρυφά για τις
ομορφιές που ζει στην καθημερινότητά του, τον παρακολουθούμε μετά μανίας σε ό,τι
κι αν γράφει μια και μέσα από τα άρθρα του μας ταξιδεύει εκεί που όλοι
αγαπάμε.
Μόλις
6 μήνες στον αέρα και ήδη το GGG γνωρίζει μεγάλη αποδοχή. Που το
αποδίδεις;
Η αποδοχή του GGG νομίζω ότι στηρίχθηκε στο πρωτότυπο
υλικό του, στη δομή του, και στην ισορροπία κειμένων και φωτογραφιών. Πρόθεση
του greekgastronomyguide.gr είναι να αναδείξει την ελληνική
γαστρονομία στην ολότητά της, δημιουργώντας ένα ψηφιδωτό, του οποίου οι ψηφίδες
είναι τα κομμάτια που συνθέτουν τη συνολική εικόνα της Γαστρονομίας της χώρας
μας. Κάθε περιοχή της Ελλάδας προβάλλεται ως γαστρονομικός προορισμός και οι
ψηφίδες αντιπροσωπεύουν 12 κατηγορίες θεμάτων γαστρονομικού ενδιαφέροντος
(τόπος-τοπική
κουζίνα-εδέσματα-προϊόντα-παραγωγούς-ταβέρνες-εστιατόρια-καφενεία-αγορές-πανηγύρια-αξιοθέατα).
Πρωταγωνιστής της ιστοσελίδας λοιπόν είναι ο τόπος, δηλαδή κάθε περιοχή της
Ελλάδας, που αναδεικνύεται μέσα από όλες αυτές τις πληροφορίες.
Σε
ποιο κοινό απευθύνεται το GGG; Ένας ξένος πιστεύεις πως μπορεί να γνωρίσει την
Ελλάδα μέσα από το site σου;
O Οδηγός Ελληνικής Γαστρονομίας
απευθύνεται στους φίλους της ελληνικής γαστρονομίας και της Ελλάδας. Σκοπό έχει
να τους ενημερώσει για όλες τις αξίες και τα αγαθά του γαστρονομικού μας
πολιτισμού. Τόποι και τοπία, προϊόντα και άνθρωποι, ιστορία και παράδοση,
δρώμενα και τελετουργίες, αγορές και επιχειρηματικότητα, γεύσεις, συνταγές και
τοπικές κουζίνες, ξετυλίγονται μπροστά του. Αλλά και κάθε περιηγητής στη χώρα
μας που θέλει να γνωρίσει έναν τόπο, μπορεί μπαίνοντας στο greekgastronomyguide.gr να τον προσεγγίσει μέσα από την οπτική
γωνία της γαστρονομίας, και σας εξομολογούμαι ότι έχει πολλά να
ανακαλύψει!
Ποιο
είναι το στίγμα της ιστοσελίδας σε σχέση με τα τόσα άλλα περιοδικά και site που
ασχολούνται με την γαστρονομία; Σε τι διαφοροποιείται;
Υπάρχουν
πάμπολλες ιστοσελίδες που ασχολούνται σοβαρά με τη γαστρονομία, γεγονός πολύ
ευχάριστο γιατί έτσι εκπαιδεύεται και ενημερώνεται ο κόσμος. Η καθεμία έχει το
στίγμα της, την αισθητική της, τις προθέσεις της αλλά και τον χαρακτήρα της.
Νομίζω η δική μας ιστοσελίδα προσεγγίζει τη γαστρονομία από μια πιο ευρεία και
ολιστική ματιά. Την αντιμετωπίζει όχι μόνον ως μία γαστριμαργική εμπειρία αλλά
ως ένα πολιτιστικό φαινόμενο.
Συγγραφέας 6 καταπληκτικών βιβλίων με
μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Πώς-μεγάλος άνθρωπος- (γέλια) πέρασες στην
ηλεκτρονική φάση; Θα πρέπει, σαν καινούργιο πεδίο, να ήταν και για σένα δύσκολο.
Ή αυτό ακριβώς ήταν το ενδιαφέρον;
Μην νομίζεις, ακόμα και σήμερα με
τα ηλεκρονικά μέσα έχω πρόβλημα, π.χ. με τα κινητά... Απλώς αντιλήφθηκα ότι τα
βιβλία, όση επιτυχία και να έχουν, δεν μπορούν να φτάσουν εύκολα στον καθένα,
ενώ η δύναμη του διαδικτύου είναι απίστευτη. Είναι ασύλληπτο να κουβαλάς όλη την
πληροφόρηση του κόσμου, κι αν θες και αρκετή γνώση, σ' ένα κινητό 100
γραμμαρίων, ενώ τα βιβλία μου μόνα τους, υπερβαίνουν σε βάρος τα 15 κιλά
(γέλια). Το υλικό των βιβλίων μου, προσαρμόστηκε και αποτέλεσε την πρώτη μαγιά
της ιστοσελίδας.
Τι είναι ελληνική κουζίνα για σένα; Η γαστρονομία
είναι πολιτισμός;
Η ελληνική κουζίνα στο σύνολό της είναι η κουζίνα
της διαύγειας, της καθαρότητας και των υλικών που είναι μοναδικά. Από εκεί και
πέρα υπάρχουν οι τοπικές κουζίνες που η κάθε μια χαρακτηρίζεται από τις
ιδιαιτερότητές της, οι οποίες στηρίζονται στις ιδιόμορφες τοπικότητες.
Το
ιδανικό ελληνικό πιάτο, είναι αυτό που σερβίρεται με αγάπη, μαγειρεύεται με τα
τοπικά υλικά κάθε περιοχής, συμπυκνώνει τον γαστρονομικό πολιτισμό κάθε τόπου
και λειτουργεί ως πρεσβευτής του. Είτε είναι ένα πιάτο σε ένα οικογενειακό
τραπέζι, είτε σε ταβέρνα είτε σε ένα εστιατόριο δημιουργικής κουζίνας, θα πρέπει
να έχει ένα αποτύπωμα τοπικότητας. Να τρως ντοματοκεφτέδες ή φάβα και το μυαλό
σου να ταξιδεύει στη Σαντορίνη, να γεύεσαι κοπανιστή και λούζα και να σκέφτεσαι
τη Μύκονο.
Αλλά ελληνική κουζίνα είναι και η ευκολία με την οποία προσκαλούμε
ξένους στην παρέα μας για να τσιμπήσουμε μαζί, ο τρόπος που μοιραζόμαστε τα
φαγητά στο τραπέζι, όταν κερνάμε ούζα τους αγνώστους στα καφενεία κι εκείνοι δεν
μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει κέρασμα, αλλά κι οι ιδιόμορφες ώρες που τρώμε
.! Η κουζίνα είναι η ζωή μας. Η ζωή του Έλληνα.
Ο
Έλληνας έχει πια αυτοπεποίθηση για τη γαστρονομική του
παράδοση;
Στην Ελλάδα, κάτω από το βάρος του εκσυγχρονισμού της
ελληνικής κοινωνίας και της υιοθέτησης ξένων προτύπων, ακόμα και στη γαστρονομία
κινδύνεψαν να εξαφανισθούν προϊόντα, γεύσεις, αλλά και ήθη, έθιμα και
παραδοσιακές τεχνικές, με άλλα λόγια οι τοπικές κουζίνες της χώρας. Ευτυχώς που
τα τελευταία χρόνια γίνεται μια μικρή επανάσταση. Οι Ελληνες από εκεί που
ντρέπονταν για τη γαστρονομική τους παράδοση αρχίζουν να αποκτούν την
πολιτιστική τους αυτοπεποίθηση. Έτσι παρατηρούμε μιά έκρηξη προϊόντων ΠΟΠ,
έκδοση βιβλίων γύρω από τη γαστρονομική παράδοση, ανάδειξη νέων σεφ που πατούν
στις τοπικές κουζίνες και απογειώνονται.
Θυμάμαι τον αγώνα σου για να
περάσει το πρόγραμμα του Ελληνικού Πρωινού του ΞΕΕ στους Έλληνες ξενοδόχους.
Τελικά, μετά από τόσα ταξίδια, τι εμπειρίες αποκόμισες εσύ προσωπικά απ'
αυτό;
Το ελληνικό πρωινό ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά
κι ένα δύσκολο εγχείρημα. Στην αρχή έπρεπε να πεισθούν οι ξενοδόχοι για την αξία
και τη σπουδαιότητα της γαστρονομίας στη διαμόρφωση του ξενοδοχειακού προϊόντος.
Στη συνέχεια, καθώς το πρόγραμμα προχωρούσε και έβρισκε μεγάλη αποδοχή, ήταν η
αφορμή, μέσα από τη διαμόρφωση Τοπικών Προτύπων Ελληνικού Πρωινού, να συνδεθούν
όλοι οι συντελεστές που δραστηριοποιούνται σε κάθε περιοχή, ώστε να διαμορφώσουν
από κοινού δράσεις. Οι δικές μου εμπειρίες, εκτός της ικανοποίησης που το
πρόγραμμα μπήκε σε σωστό δρόμο, είναι η γνωριμία μου με δεκάδες σοβαρούς
επαγγελματίες, από όλους τους χώρους, που πασχίζουν σε ιδιαίτερα δύσκολες για
την επιχειρηματικότητα συνθήκες. Η επαφή μου με τον κόσμο της δημιουργίας, ήταν
για μένα μιά απίστευτη ένεση αισιοδοξίας και αυτό είναι πολύ παρηγορητικό στις
μέρες μας.
Ήδη,
και κατά τόπους, έχουν ξεκινήσει πολλά γαστρονομικά φεστιβάλ, μοιάζει σαν
ξαφνικά οι Έλληνες να πήραν μπρος και θέλουν όλοι να αναδείξουν τα τοπικά
προϊόντα και τις γεύσεις τους. Πιστεύεις πως υπάρχουν περιοχές έτοιμες να
προσελκύσουν τουρισμό ποντάροντας αποκλειστικά στη γαστρονομία του τόπου τους;
Τα φεστιβάλ αυτά που αναδύονται σ' όλην την Ελλάδα είναι κάτι πολύ
ενθαρρυντικό. Δίνουν ζωή στον τόπο, απαιτούν συνεργασίες, θέτουν τη γαστρονομία
επίκεντρο της τοπικής κοινωνίας. Μόνο που δεν αρκεί να κάνεις ένα φεστιβάλ για
τους επισκέπτες του καλοκαιριού, αλλά πρέπει να δουλεύεις όλο τον χρόνο -τον
χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ των φεστιβάλ- ώστε να ανεβαίνει το συνολικό επίπεδο
παροχής υπηρεσιών της γαστρονομίας και να συγκροτείται η έννοια της
συνολικότητας και της συνεργατικότητας. Νομίζω ότι η Τήνος με τα Tinos Food
Paths αποτελεί το πιο πετυχημένο παράδειγμα για τις κινήσεις που πρέπει να κάνει
κανείς για να αναπτύξει τον γαστρονομικό τουρισμό.
Κι
από την άλλη βλέπουμε μια επιστροφή στη γη, την παραγωγή, τα προϊόντα. Τι
συμβουλεύεις τους νέους ανθρώπους που όλοι ξαφνικά θέλουν να γίνουν
αγρότες;
Ενας άνθρωπος της πόλης δύσκολα μπορεί να γίνει αγρότης.
Δεν είναι εύκολο να ξαναπιάσεις τη γη, να δουλεύεις χειρωνακτικά. Η αγροτική ζωή
έχει πολύ μόχθο και κούραση. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι όλες οι γνώσεις της
καλλιέργειας, της παραγωγής, του μάρκετινγκ και της γαστρονομίας -που είναι
πλέον πολύ εξελιγμένες-, να παντρευτούν για να δημιουργηθούν έξυπνα, ποιοτικά
και με ταυτότητα προϊόντα. Αυτό απαιτεί συνεργατικές ομάδες πολλών ειδικοτήτων.
Μ' αυτή την έννοια έχουμε επιστροφή στη φύση.
«Μια μέρα το παρελθόν θα
μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δε θα 'χει αλλάξει εκείνο,
αλλά το μυαλό μας» μας υπενθυμίζει ο Οδυσσέας Ελύτης. Τη γη και τα αγροτικά
προϊόντα πρέπει να τα δούμε με φρέσκια και ανεωτική ματιά. Σε μια περίοδο
παγκοσμιοποίησης, η δημιουργία τοπικών ταυτοτήτων είναι ο μοναδικός τρόπος
διαφοροποίησης. Γιατί η διαφορετικότητα προκαλεί ενδιαφέρον σ' ένα τουριστικό
κοινό που έχει ανησυχίες και ψάχνει το κάτι πάρα πάνω. Η αξιοποίηση των
χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων είναι μονόδρομος. Το φυσικό τοπίο, η
αγροτική παραγωγή, η μεταποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων, η γαστρονομία, ο
πολιτισμός και ο τουρισμός μπορούν να αποτελέσουν τους κρίκους μιας αλυσίδας που
έχει την προοπτική να γίνει βασικός πυλώνας οικονομικής ανάπτυξης της
χώρας.
Τόσα
έχεις γυρίσει και μυρίσει. Πες μας κάποια σκηνή που έγραψε στη μνήμη σου για
πάντα.
Μετά από τόσα πανηγύρια, τόσα καφενεία, τόσους παραγωγούς και
προϊόντα φαντάζεσαι πόσα απρόοπτα και πόσες έντονες αναμνήσεις θα έχω
αποθησαυρίσει. Μα θα σου εξιστορήσω μιά πολύ απλή αλλά ενδεικτική. Ήμασταν με τη
γυναίκα μου στην Αμοργό, στον Ασφοντυλίτη, ένα χωριό φάντασμα, και καθώς
περπατούσαμε σε κάτι κακοτράχαλα μονοπάτια, πέφτουμε πάνω σε έναν βοσκό, μιλούσε
ελάχιστα, αλλά μόλις μας είδε μας κάλεσε στο σπιτικό του. Ζούσε μόνος του, σε
ένα χαμηλό, μικροσκοπικό σπιτάκι με μικρά παράθυρα, μια τάβλα για τραπέζι, ένα
μισοχαλασμένο κρεβάτι με μια κουβέρτα σε μια άκρη, ένα γκαζάκι και δυο πιάτα.
Εκεί μας έδωσε να φάμε τις πιο νόστιμες ντομάτες που έχεις γευτεί, συνοδεία ενός
καταπληκτικού τυριού και βεβαίως ρακής. Το σπιτάκι ξάφνου διευρύνθηκε και έγινε
παλάτι. Η ελληνική φιλοξενία στην πιο απέρριτη μορφή της. Αυτός ο κόσμος ο
μικρός, o μέγας.
Πες
πως για κάποιο λόγο θα έπρεπε να φύγεις από την Αθήνα. Ποια γωνιά της Ελλάδας θα
διάλεγες για να ζήσεις μόνιμα;
Αστειεύεσαι; Εγώ έτσι κι αλλιώς
γυρνάω όλη την Ελλάδα, πιο πολύ είμαι «εκτός», γιατί να το αλλάξω; Αλλωστε μ'
αρέσει η Αθήνα, τη θεωρώ πολύ ενδιαφέρουσα πόλη, παρ' όλα τα πράγματα που μας
πληγώνουν. Η Αθήνα, με τον μισό πληθυσμό της Ελλάδας, έχει ζωή και ανθρώπους που
κουβαλούν αναμνήσεις από τις πατρίδες τους!
Σε
παρακολουθώ μήνες τώρα να γυρίζεις τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας. Τρως, πίνεις,
ταξιδεύεις, γνωρίζεις κόσμο και ύστερα γυρνάς και μας τα μεταφέρεις τόσο ωραία.
Πολλά από αυτά τα δημοσιεύουμε στο site της Athens Voice, εγώ είμαι η πρώτη που
τα διαβάζω και, όχι ότι ζηλεύω (γέλια), αλλά η ζωή σου έχει μετατραπεί σε
.διακοπές διαρκείας;
Δεν μπορώ να πω ότι δεν νιώθω προνομιούχος που
μπορώ να κάνω αυτή τη ζωή και ταυτόχρονα ευγνωμονώ τη μοίρα μου. Πάντως τα
πράγματα δεν είναι τόσο ειδυλλιακά. Οταν σε κάθε ταξίδι σ'έναν τόπο πρέπει να
κάνεις έρευνα, να εντοπίσεις θέματα, να συναντήσεις ανθρώπους που θα σε
ενημερώσουν, να κλείσεις ραντεβού μ' αυτούς που σ' ένδιαφέρουν, να χαράξεις
διαδρομές, να βαστάς σημειώσεις, να φωτογραφίζεις, να μπαίνεις στο πετσί κάθε
συνομιλητή σου, να τρως, να πίνεις και να ξέρεις ότι υπάρχει ένα όριο, γιατί
πρέπει να συνεχίσεις. Και το βράδυ μια ανασκόπηση όλου του υλικού και
προγραμματισμός της επόμενης μέρας. Είναι μιά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη χαρά
που μοιράζεσαι με ανθρώπους της βιοπάλης και της δημιουργίας, που κορύφωσή της
είναι το κοινό γεύμα και το γλέντι, και μιας αυτοπειθαρχίας στην τήρηση του
προγράμματος. Διακοπές είναι να αφήνεσαι απολύτως στα πράγματα και στη ζωή...και
αυτό είναι δύσκολο πια στα ταξίδια μου. Ξέρεις πόσες φορές ξεστράτισα; Όχι πως
δεν το χάρηκα. Βγήκε η ζωή, αλλά δεν βγήκε δουλειά. Πόσες φωτογραφικές μηχανές
χαλασμένες, πόσο υλικό πήγε στράφι ... Είναι πολύ δύσκολο να συμμετέχεις με τα
μπούνια στα δρώμενα και να γίνεσαι παρατηρητής συνάμα. Πάντως εγώ το παλεύω όσο
μπορώ! Κι όταν μαζέψεις υλικό μιάς εβδομάδας, χρειάζεσαι μετά άλλο τόσο χρόνο
όταν επιστρέψεις, να αποτυπώσεις το υλικό, να γράψεις κείμενα, να επιλέξεις
φωτογραφίες, να κάνεις τις αναρτήσεις. Έχει τεράστια «κουζίνα» αυτή η δουλειά κι
εσύ το ξέρεις!
Δεν
μπορώ να μη στο ζητήσω. Θυμάμαι έναν καταπληκτικό διαχωρισμό που είχες κάνει στο
βιβλίο σου «Η Αθηναϊκή Ταβέρνα» για τις διαφορετικές «λειτουργίες» που
συντελούνται στα δυο κλασικά και αγαπημένα του Έλληνα σημεία, την
ταβέρνα-καπηλειό και το καφενείο. Μας τον επαναλαμβάνεις και εδώ;
Να
σου κάνω τη χάρη και να σου παρουσιάσω ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του
βιβλίου:
«.Στο καφενείο σχολιάζεται η επικαιρότητα,
κλείνονται δουλειές, παίζονται παιγνίδια, δημιουργούνται οι μικρές «Βουλές» της
χώρας. Ο ένας προσπαθεί να πείσει τον άλλο, κυριαρχεί η λογική και η
αντιπαράθεση των ιδεών. Το καφενείο στεγάζεται σε χώρους ευάερους και ευήλιους,
κοντά σε πλατείες, εκεί όπου υπάρχει κόσμος, στην αγορά. Δεν κλείνεται ποτέ σε
υπόγεια, σε απόμερα μέρη. Το καφενείο είναι ο χώρος που κυριαρχείται από τον
Λόγο και τη Συνείδηση.
Η
Ταβέρνα-καπηλειό, απ' την άλλη, είναι ο χώρος Έκφρασης του
ασυνείδητου. Εδώ οι άνθρωποι μιλούν με τη γλώσσα της ψυχής και όχι της λογικής.
Πίνουν, μιλούν, τραγουδούν, γλεντούν, αδελφώνονται, αγαπούν, πονούν, υποφέρουν,
θυμούνται, λυτρώνονται. Το γλέντι, ο νταλκάς, το τσακίρ κέφι, το ζεϊμπέκικο,
είναι μοναχικοί δρόμοι αναζήτησης και Έκφρασης της αλήθειας. Η ταβέρνα είναι
χώρος υπέρβασης. Ο χώρος που κυριαρχείται από το συναίσθημα. Γι' αυτό σπάνια
βρίσκεται κοντά σε χώρους «αγοράς». Προτιμά το απόμερο, στεγάζεται σε υπόγεια,
εκεί όπου κατοικεί το ασυνείδητο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου