Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Παρουσίαση του βιβλίου της Ηπειρώτισσας Αλεξάνδρας Κωστάκη - Μέξη, «Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη, "Αγάπησα έναν ποιητή κι όχι έναν ήρωα"», από την φιλόλογο-συγγραφέα Ιωάννα Χρήστου



Η κα Αλεξάνδρα Κωστάκη-Μέξη, λίγο πριν την έκδοση της δικής της ποιητικής συλλογής, μας χαρίζει ένα αναλυτικό και διεξοδικό πόνημα για το δίδυμο Καρυωτάκη - Πολυδούρη, προδίδοντας πιθανώς και τις δικές της ποιητικές εκλεκτικές συγγένειες. 

Το βιβλίο: «Κώστας Καρυωτάκης - Μαρία Πολυδούρη» με τον υπότιτλο «αγάπησα έναν ποιητή κι όχι ήρωα»» διατρέχει τον βίο του ποιητή, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατό του, φωτίζοντας ταυτόχρονα το ιστορικό - κοινωνικό - πολιτικό περιβάλλον που καθόρισε τους δύο ποιητές κι έθεσε τα θεμέλια του έργου τους, αλλά και την ανταπόκριση και την απήχηση που είχε το ίδιο το έργο στη σύγχρονή τους και στη μετέπειτα λογοτεχνική πραγματικότητα. 

Ο Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη, το 1896, τη χρονιά αναβίωσης των πρώτων ολυμπιακών αγώνων στην Ελλάδα. Τα χρόνια που ακολούθησαν, το κλίμα της αρχικής αισιοδοξίας και του ενθουσιασμού ανατράπηκε πλήρως: Η ήττα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 καταρράκωσε το γόητρο της χώρας. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να καταβάλλει μια υπέρογκη αποζημίωση στην Τουρκία σαν πολεμική επανόρθωση, να λάβει ένα ακόμη δάνειο και, προκειμένου να ξεπληρώσει το δυσβάσταχτο χρέος της, τέθηκε υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. - Πολλές οι ομοιότητες με τη σύγχρονη εποχή! 

Όπως διαφαίνεται από την παρουσίαση του βίου του, ο Καρυωτάκης είναι γνήσιο τέκνο της εποχής του. Ένα μικροφτιαγμένο παιδί, που για επώνυμο είχε το παρατσούκλι που δόθηκε στον παππού του κι ακολουθούσε τον πατέρα του στις αλλεπάλληλες μεταθέσεις του σε όλη την Ελλάδα. Ανατράφηκε με ιδιαίτερα αυστηρές αρχές. Αν και σαν παιδάκι, σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρξε ζωηρό, στα Χανιά, ερωτευμένος με την Άννα Σκορδύλη, ύστερα από μια επιδημία τύφου, επιστρέφει στο σχολείο ολότελα αλλαγμένος, σκεπτικός και συγκρατημένος. 
Το ερωτικό του ξύπνημα αποτυπώνεται στα νεανικά του ποιήματα. Ήδη από την ηλικία των 16 ετών, δημοσιεύει ποιήματά του σε λογοτεχνικά περιοδικά, με κορύφωση τα έτη 1913-1915, που, κατά τον Σαββίδη, μοιάζει να κυριεύονται από «τη συγκεκριμένη επιθυμία και ανάγκη να προβληθεί στα μάτια μιας ορισμένης αναγνώστριας των εντύπων αυτών». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ποίημά του «Ξέρω»:

Ξέρω μια όμορφη μικρή, μια θεϊκιά κοπέλα. 
Τα παιδικά φουστάνια της να φαίνουνται αφήνουν 
δυο πόδια ως το γόνατο - ω πειρασμός, ω τρέλλα - 
και τ' άλυκα τα χείλια της σωρό τα γέλια χύνουν. 

Το 1913 αποφοιτά από το Γυμνάσιο Χανίων και αναχωρεί για την Αθήνα, όπου εγγράφεται στην Νομική. Ένα χρόνο αργότερα, πληροφορείται πως η Άννα Σκορδύλη παντρεύτηκε και βυθίζεται στην απογοήτευση. 
Τα χρόνια εκείνα κυριαρχήθηκαν από την αισιοδοξία των βαλκανικών πολέμων (1912-13) με την απελευθέρωση της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που παρασύρει την Ελλάδα στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) 
και θα σβήσει, τραγικά, με την Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ο Καρυωτάκης ζει τα νεανικά του χρόνια στον παλμό της Μπελ Επόκ, στην εποχή των επαναστάσεων στην τέχνη, στην επιστήμη και στην φιλοσοφία, σε μια κουλτούρα επίδειξης του πλούτου (την οποία κατακρίνει σφοδρά), αλλά και της μποέμικης ζωής. 
Από την ερωτική του απογοήτευση, βγαίνει το 1919, απελευθερωμένος ταυτόχρονα και από κάθε μεταφυσική ή άλλου είδους πίστη, οπότε δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραμάτων». 
Η πρώτη του ποιητική συλλογή σχεδόν αγνοήθηκε από την κριτική της εποχής, γεγονός που τον πλήγωσε βαθιά. Δημόσιος Υπάλληλος πια, στα 1921, στη Θεσσαλονίκη, εκδίδει τη συλλογή του «Νηπενθή», δηλαδή τα αλεξίπενθα, τα φάρμακα που διώχνουν το πένθος. Εδώ, ο ποιητής εξετάζει τις διεξόδους ή τις πιθανές παρηγορίες του ανθρώπου, όπως η νοσταλγία του παρελθόντος, ο έρωτας, η ελπίδα της δόξας και καταλήγει στην απόρριψη και τη ματαιότητά τους. 
(Ας δούμε ένα απόσπασμα από τους «Δον Κιχώτες», για τον μεγαλοϊδεατισμό):

Τους είδα πίσω να 'ρθουνε - παράφρονες ωραίοι 
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο - 
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει, 
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο! 

Στο έργο του διακρίνονται τα χαρακτηριστικά της ποιητικής γενιάς του '20, της Ποίησης της Παρακμής: Η διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, η ροπή προς την εξομολόγηση, ο χαμηλόφωνος λυρισμός, το αίσθημα του ανικανοποίητου, αλλά και η αμφισβήτηση της παγιωμένης ιεράρχησης στο χώρο της λογοτεχνίας και η κριτική των κοινωνικών συμβάσεων. Η ποίηση του Καρυωτάκη αυτής της περιόδου, διαπνέεται από τα μοτίβα της γαλλικής σχολής των «καταραμένων ποιητών», «νοσεί την αρρώστια του αιώνα: την πλήξη, την αναίτια νοσταλγία, την αίσθηση του κενού».











Η κα. Αλεξάνδρα Κωστάκη - Μέξη, ελέγχει με σοβαρότητα το υλικό της. Δεν παρασύρεται στην εύκολη λύση της παρουσίασης του ποιητικού και μόνο έργου του ποιητή, αλλά παρουσιάζει όλες τις συγγραφικές και ανθρώπινες δραστηριότητές του, όπως προκύπτουν από το σώμα των πηγών και της βιβλιογραφίας. Έτσι, συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο της τον σχολιασμό της Επιθεώρησης «Πελ-Μελ» που έγραψε το καλοκαίρι του 1921 και δεν παραλείπει να αναφερθεί στα πεζά του Καρυωτάκη, στις έξοχες μεταφράσεις του Γάλλων καταραμένων ποιητών καθώς και στα άρθρα που έγραψε για τη δημόσια διοίκηση, καθώς και την υποδοχή τους από τους κύκλους της εποχής. 
Εκτενής - και πώς αλλιώς; - είναι η αναφορά της στη σχέση του Καρυωτάκη με την Πολυδούρη. Γνωρίζονται το 1922, όταν ο Καρυωτάκης μετατίθεται στην Νομαρχία Αττικής και Βοιωτίας κι αυτό είναι το ξεκίνημα μιας μοιραίας σχέσης. Η Πολυδούρη, μεγαλωμένη με προοδευτικές ιδέες, ήταν πνεύμα ατίθασο και ανεξάρτητο. Από νωρίς ενδιαφέρεται για το γυναικείο κίνημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας και διαπνέεται από τα ιδανικά της Ρωσικής επανάστασης. Η σχέση τους θα αποτελέσει παράδειγμα του ανεκπλήρωτου έρωτα, χτυπημένη από τις ασθένειες και τις υπερβολές του χαρακτήρα και των δυο τους. «Μια αιώνια παρεξήγηση», γράφει η Λ. Ζωγράφου, «να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς, όταν θα έχουν περισσότερη ανάγκη ο ένας από τον άλλον». 
Παρά τη μεγάλη σημασία της σχέσης του με την Πολυδούρη, ο Καρυωτάκης κρατάει το βλέμμα του στραμμένο στα μεγάλα εθνικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Στην κορύφωση του δράματος της Μικρασιατικής Καταστροφής, καταγγέλλει τη στάση των διεθνών δυνάμεων. Γράφει «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο»:

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει 
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου, 
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου. 
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι 
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει 
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου. 


Το προσφυγικό ζήτημα, η ανέγερση οικισμών, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων, η διανομή γεωργικών κλήρων ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να ζητήσει τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ενέκρινε τη δανειοδότησή της από την Τράπεζα της Αγγλίας. Ο Καρυωτάκης, εκ της θέσεώς του στην τότε Δημόσια Διοίκηση, αφιερώνει τις δυνάμεις του στην ορθή διευθέτηση των κρατικών υποθέσεων. Αρθρογραφεί και ασχολείται ενεργά με τον συνδικαλισμό. 
Παράλληλα όμως, φωτίζει με την ποίησή του, τη ματαιότητα και τρωτά της δημοσιοϋπαλληλίας. Γράφει, στη «Μίσθια δουλειά»: 
Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές και λύπες 
άθλιες, με περιμένανε και σήμερα καθώς πάντα. 

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι το επαγγελματικό περιβάλλον που αντιμετωπίζει ο Καρυωτάκης κυριαρχείται από την αβεβαιότητα. Οι υπάλληλοι της εποχής ήταν έρμαια των διαθέσεων των πολιτικών τους προϊσταμένων. Η μονιμότητα, που θα διασφάλιζε ένα καθεστώς ουδετερότητας και ανεξαρτησίας από τις πολιτικές επιρροές και τους κομματικούς ανταγωνισμούς και θα αντιμετώπιζε τις αρνητικές και εκδικητικές πρακτικές σε βάρος τους, καθιερώνεται συνταγματικά μόλις το 1975. 
Αντίθετα, ο Καρυωτάκης γράφει στα χρόνια της δικτατορίας του Παγκάλου, και βλέπει καθαρά πώς οι μεγαλόπνοες εξαγγελλόμενες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται στην πράξη για να ευνοήσουν ή να εκδιώξουν συγκεκριμένα κάθε φορά πρόσωπα. Η μονοτονία, η γραφειοκρατία, η αλλοτρίωση της εργασίας, ένα εξαιρετικά επίκαιρο πορτραίτο των Δημοσίων Υπαλλήλων σκιαγραφείται στο ποίημά του «Δημόσιοι Υπάλληλοι»: 

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν 
σαν στήλες δύο-δύο μες στα γραφεία, 
(Ηλεκτρολόγοι θα ΄ναι η πολιτεία 
κι Θάνατος που τους ανανεώνουν). 

Κάθονται στις καρέκλες, μουντζουρώνουν 
αθώα, λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία. 
«Συν τη παρούση αλληλογραφία 
έχομεν την τιμήν διαβεβαιώνουν.


Η εμπλοκή του με τον συνδικαλισμό και η αξιοπρεπής του στάση μέσα σε ένα θλιβερά αναξιοκρατικό και ευνοιοκρατικό περιβάλλον πυροδότησαν μια σειρά φημών, δυσμενών μεταθέσεων, κατηγοριών εις βάρος του και πειθαρχικών ποινών. Το δυσμενές αυτό κλίμα και το διαρκές κυνηγητό που συνέτεινε στην τελική αυτοκτονία του ποιητή, απεικονίζεται στο πεζό του, «Κάθαρσις»: 
Βέβαια! Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ - παφ, παφ, παφ, παφ - «έχετε λίγη σκόνη», να ειπώ, «κύριε Άλφα». Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα 'χα επί χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά, και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα.» 
. Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω. 
Κανάγιες! Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει. 
Τα ποιήματα αυτά και όλη η ποιητική παραγωγή αυτής της περιόδου, συμπεριλαμβάνονται στην τρίτη και τελευταία συλλογή του Καρυωτάκη, που εκδίδεται το 1927, με το τίτλο: «Ελεγεία και Σάτιρες». Όπως σημειώνει ο Τ. Άγρας: «Κι έξαφνα στα 1927, . μας εξεπέρασεν όλους, αμέσως κι εξακολουθητικά. Έγινεν αμέσως maitre. Κι είναι πραγματικώς, σχεδόν αδύνατο, ποιήματα των νεοτέρων του να μην έχουν από τότε ζωηρήν ή ισχνή την επίδρασή του». 
Έτσι, η είδηση του θανάτου του, στις 21 Ιουλίου του 1928, «συντάραξε τους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. . Έγινε δεκτή με θλίψη και στοχασμό. Όχι γιατί ήταν απρόσμενος και ξαφνικός, μα γιατί με την αυτοχειρία του αποδείκνυε την ειλικρίνεια που υπήρχε στο έργο του».

Η κα. Αλεξάνδρα Κωστάκη - Μέξη συγκεντρώνει με επιμέλεια όλες τις πιθανές ερμηνείες για τα αίτια της αυτοκτονίας, που βασίζονται είτε στην ψυχανάλυση είτε στο βεβαρημένο εργασιακό περιβάλλον του ποιητή, και κλείνει το πόνημά της με την αποτίμηση και την απήχηση του έργου του. 
Η αυτοχειρία, το μελαγχολικό πορτραίτο που σκιαγραφεί ο βιογράφος και φίλος του Σακελλαριάδης και η αίσθηση της ματαιότητας που αποπνέουν οι στίχοι του, εύκολα παρασύρουν τον αναγνώστη σε μια θεώρηση του έργου του ποιητή ως μελαγχολικού και πεισιθανάτιου. Χρειάζεται να απομακρυνθούμε από την κυρίαρχη «καρυωτακική πλάνη» που επικράτησε και μπολιάστηκε με το μακρύ ρεύμα των Καρυωτακιστών και να ξανα-αναγνώσουμε το ίδιο το έργο: Να ανακαλύψουμε τον σκληρό ρεαλισμό των εικόνων του, το βαθύ σαρκασμό και αυτοσαρκασμό του ποιητή, το αντισυμβατικό, αντικομφορμιστικό του πνεύμα, το οδυνηρά οξυδερκές βλέμμα με το οποίο θεάται και αντιπαρατίθεται στην εξωτερική πραγματικότητα, την ανάγκη για αληθινή ζωή που αναβλύζει πίσω από την οδύνη της χαμερπούς καθημερινότητας. Μόνο τότε αποκαλύπτεται ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του έργου του. Πρόκειται για ένα έργο Υπαρξιστικό, Κριτικό, Σατιρικό, Κοινωνικό και Πολιτικό, επίκαιρο και σήμερα, όσο ποτέ. Την απήχησή του, συμπυκνώνει εξαιρετικά ο Ρίτσος: 
«Καρυωτάκη, κάθε στιγμή ακούω τους στίχους σου να βουίζουν γύρω απ' τα αυτιά μου, πάνου από κάθε θόρυβο και μέσα στη σιωπή. Ένιωσες βαθιά τη ζωή, ένιωσες βαθιά την ψυχή γιατί πόνεσες βαθιά. Αντιπροσώπευσες όσο κανείς άλλος την εποχή μας. Έκλεισες μες στα τραγούδια σου όλη τη μεταπολεμική ψυχική ανησυχία. Η αγωνία σου κι ο πόνος, μας δίνουν την πιο ειλικρινή συγκίνηση, γιατί μας ερμηνεύουν πιστά. . Είσαι ο φίλος της ψυχής μας. Είσαι η ψυχή μας η ίδια». 

Ι. Χρήστου 

1 σχόλιο:

Aλεξάνδρα είπε...


Δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο μεστή και σοβαρή, πιο ολοκληρωμένη, σε βάθος, κατανοητή κριτική παρουσίαση του βιβλίου μου, με σεβασμό στο ποιητικό δίδυμο και φυσικά στο έργο μου αγαπητή Ιωάννα. Ύπήρξες εξαιρετική και ήμουν πολύ τυχερή για τη γνωριμία και τη συνεργασία μας. Καλή συνέχεια στη δική σου σούπερ δημιουργική πορεία.