Απολαύστε τα video
Η Λαΐστα (ή Λάιστα) είναι ορεινό χωριό του νομού Ιωαννίνων και ανήκει στο συγκρότημα των Ζαγοροχωρίων. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.020 μέτρων στις πλαγιές της Τύμφης και είναι αρκετά απομακρυσμένη από τα υπόλοιπα χωριά του κεντρικού Ζαγορίου. Η Λαΐστα ανήκει στον δήμο Τύμφης και ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2001 είναι 127 κάτοικοι, οι οποίοι ασχολούνται με την κτηνοτροφία, την υλοτομία και τον τουρισμό. Απέχει 80 χλμ από τα Ιωάννινα.
Ο οικισμός Λάιστα χρονολογείται από το 1580. Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα αποτελούσε την μοναδική κωμόπολη του Ζαγορίου. Υπέστη όμως ολοκληρωτική καταστροφή την περίοδο της Κατοχής από τους Γερμανούς. Οι επισκέπτες του χωριού Λάιστα εκτός από τα πανέμορφα δάση της, αξίζει να επισκεφθούν και τις παλιές εκκλησίες της περιοχής, όπως την κεντρική των Παμμεγίστων Ταξιαρχών που χρονολογείται από το 1770, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όπου δίδαξε το 1778 ο Κοσμάς ο Αιτωλός και το ναό της Αγίας Τριάδας στο ερειπωμένο Παλαιοχώρι Λάιστας που αποτελούσε το καθολικό της ομώνυμης ιστορικής Μονής.
Η ιστορία της Λάϊστας. Η ονομασία του χωριού
Τις τελευταίες δεκαετίες για τις ονομασίες του χωριού έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.
Ο Καθηγητής κ. Ιωάννης Β. Κογκούλης αναφέρει τα ακόλουθα:
Το χωριό έχει δύο ονόματα, ένα καθαρά ελληνικό και ένα αρωμουνικό και ελληνικό. Η καθαρά ελληνική ονομασία του είναι Λάκκα και η αρωμουνική και ελληνική Λάϊστα. Μάλιστα στα αρωμουνικά χρησιμοποιούμε την ελληνική ονομασία, ενώ στα ελληνικά την αρωμουνική και ελληνική. Για παράδειγμα, «noi him din Lakka» σημαίνει: «είμαστε από τη Λάκκα, τη Λάιστα». Η ονομασία Λάκκα συναντιέται και σε άλλα χωριά. Έτσι λόγου χάρη, έχουμε τη Λάκκα Σουλίου, Πατρών, Κερκύρας κ.ο.κ. και σχετίζεται με την τοποθεσία, αφού λάκκα ή λάκκες ή ξανοίγματα είναι μέρη που περιβάλλονται από δασικές εκτάσεις, ακαλλιέργητες ή καλλιεργήσιμες.
Η ονομασία Λάιστα είναι αρωμουνική ως προς το πρώτο μέρος και ελληνική ως προς το δεύτερο, αφού η λέξη είναι σύνθετη. Όσοι γνωρίζουν την αρωμουνική διάλεκτο, μπορούν εύκολα να το καταλάβουν. Η λέξη Λάϊστα προέρχεται από τις λέξεις: lai-sta (lokurile) και σημαίνει: μαυριδεροί κάθονται (οι τόποι). Η λέξη lai είναι καθαρά αρωμουνική, ενώ η λέξη sta (κάθονται) προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα ίσταμαι (στέκομαι). Όσοι το χειμώνα μένουν στο χωριό, θα έχουν παρατηρήσει πως, όταν αρχίζει να χιονίζει, πρώτα ασπρίζουν οι τοποθεσίες γύρω από το χωριό και μετά πιάνει το χιόνι μέσα σε αυτό. Οι κάτοικοι της Λάϊστας, οι οποίοι εκτός των άλλων ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία, ήταν φυσικό να προσέξουν, ότι το μέρος αυτό δεν κρατά τόσο χιόνι, όσο οι γύρω περιοχές, γιατί αυτό σχετιζότανε με την εντόπιση περιοχών, όπου θα μπορούσαν να βοσκήσουν τα ζώα τον χειμώνα. Δεν είναι εξάλλου και τυχαία η επιλογή του συγκεκριμένου τόπου για την εγκατάσταση αλλά και τη μετακίνηση σε αυτό κατοίκων γειτονικών οικισμών, οι οποίοι διαλύθηκαν.
Εκτός από αυτό, η λέξη lai χρησιμοποιείται συχνά στην αρωμουνική. Έτσι όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον, τη βάζουμε μπροστά από το όνομα του, π.χ. lai Νίκο. Με αυτήν δηλώνουμε τη λύπη μας για τον εαυτό μας ή για κάποιον άλλον, π.χ. lai hiliu (παιδί μου).
Η σύνδεση της ονομασίας με τη συγκεκριμένη τοποθεσία δεν είναι κάτι άγνωστο στους αρωμούνους. Όσοι αρωμούνιοι (Ρωμιοί-Έλληνες) πατριώτες γνωρίζουν καλά την αρωμουνική καταλαβαίνουν τις ακόλουθες ονομασίες των περιοχών της Λάιστας: valia-kindiku(κελαιδόρεμα), kosterpi-lok-sterpu- (μέρος, τοποθεσία, που βοσκάνε τα στείρα γιδοπρόβατα), Ketrile-albe (άσπρες πέτρες) κ.ο.κ.
Για την ονομασία του χωριού σε άρθρο στην εφημερίδα «Λαϊστινα Νέα» αριθμ. φύλου 32 2004, σ. 27 αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η κοινότητα Λάϊστα αναγνωρίστηκε εξαρχής με την ονομασία Λάϊστα. Αποτελούνταν από τους συνοικισμούς ‘’ Λάϊστα ‘’, ‘’ Παλαιοχώρι Λάϊστας ‘’ και την Ιερή Μονή Αγίας Τριάδος. Η ονομασία του συνοικισμού ‘’ Παλαιοχώρι Λάϊστας ‘’ διορθώθηκε σε ‘’ Παλαιοχώρι ‘’ στις 16 Μαῒου 1928, ενώ στις 16 Οκτωβρίου 1940 ο συνοικισμός καταργήθηκε. Λάϊστα μνημονεύεται το χωριό στην πρόθεση 215 της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων στα 1613-14. Το χωριό Λάϊστα μνημονεύουν ο Αθ. Ψαλίδας και ο Κ. Θεσπρωτός.
Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει το χωριό Λάϊστα και το συνοικισμό Παλαιοχώρι Λάϊστας χαρακτηρίζοντας τις ονομασίες τους αλβανική και ελληνική αντίστοιχα.
Ο Ι. Λαμπρίδης γράφει το όνομα του χωριού Λάϊστα, ενώ το όνομα του γειτονικού συνοικισμού το γράφει Παλαιοχώρι Λαῒστης αλλά και Παληοχώρι Λαῒστης. Αναφερόμενος στην ονομασία του χωριού Λάϊστα υποστηρίζει ότι ‘’…..Το αρχικόν της κώμης ταύτης Λάκκα ην. Οικογένειαι δ’ εκ του χωρίου ‘’ Λάσσετε ‘’ ένθα νυν οι αμπελώνες αυτής, προσχωρήσασαι αυτόθι μετέδωκαν το όνομα της πατρίδος αυτών εις Λάϊσταν μετατραπέν λέγεται….’’. Αλλού πάλι κατατάσσει την ονομασία του χωριού στα τοπωνύμια ‘’…..με ξενικήν και βαρβαρόφωνον κατάληξιν προσαρτηθείσαν εις ρίζας ονομάτων ελληνικών ή βαρβαρικών παρά των επήλυδων ή και των ιθαγενών κατά μίμησιν και καθιερωθείσαν οίον Γιάννιστα, Λάϊστα, Γιάννινα, Τέροβον, Βιτσκόν, Καλέντζη, Μέγγουλη κλπ….’’.
Ο Κ. Κρυστάλης σημειώνει για το τοπωνύμιο: ‘’……Η Λάϊστα μετά του Παλιοχωρίου αυτής, ης το αρχικό όνομα ην Λάκκα, ως και νυν ονομάζουσιν αυτήν οι κάτοικοι της Βοϊούσης και άλλων βλαχοχωρίων εκεί, οικογένειαι δ’ εκ του χωρίου Λάσσετε (αλβανικό) ένθα νυν οι αμπελώνες, αυτής, προσχωρήσασθαι αυτόθι, μετέδωκαν το όνομα της πατρίδος των, μετετραπέν, ως λέγεται, εις Λάϊσταν δια του χρόνου…’’.
Ο Α. Καθάρειος πιστεύει ότι η ονομασία του χωριού έχει σλάβικη προέλευση , χωρίς ωστόσο να την ερμηνεύει. Για το Παλιαοχώριον Λάϊστας, όπως ονομάζει τον παλιό συνοικισμό του χωριού, γράφει πως ‘’….ονομάζεται ούτω, είτε διότι είναι το παλαιόν χωρίον, εώς μητρόπολις, αφ’ ής ορμηθέντες οι Λαῒστιοι έκτισαν τη Λάϊσταν, είτε διότι είναι μικρόν και άσημον χωρίον (παληοχώριο) της Λαῒστης….’’.
Ο Γ. Α. Μέρτζιος, που αναφέρει την άποψη του Κ. Κρυστάλη, υποστηρίζει ότι ‘’….το Λάσσετε πρέπει να ήταν Λατινόφωνο σε αντίθεση με τη Λάκκα που ήταν ελληνικότατη. Το Λάσσετε ίσως προέρχεται από το λατινικό LASETE που προφανώς προκύπτει, από τη συγχώνευση δύο λέξεων λατινικών LATINSETIAE (σημαίνει Λατίνοι της Σέτιε)…’’. Προσθέτει ακόμη πως η SETIA υπήρξε πόλη του Λατίου από την οποία πιθανόν άποικοι, φύλακες Ρωμαίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Έτσι, κατά τον Γ. Α. Μέρτζιο, προήλθε το LASETIAE (Λασέτιε), απ’ όπου το ι αποβλήθηκε και ο τόνος ανέβηκε στην προπαραλήγουσα. Άλλού ο ίδιος σημειώνει ότι ‘’ Το όνομα Λάϊστα προήλθε από τη συγχώνευση των χωρίων Λάκκα και Λάσσετε. Η Λάκκα (ελληνόφωνη) βρισκόταν στην ίδια θέση όπου είναι σήμερα η Λάϊστα. Το Λάσσετε (βλαχόφωνο) βρισκόταν στην τοποθεσία κάτω από τον Άγιο Χαράλαμπο και οι κάτοικοι του είχαν εγκατασταθεί εκεί εγκαταλείποντας τη δυσκολοδιάβατη Τσούκα. Στη συνέχεια οι κάτοικοι του Λάσσετε μετακόμισαν στη Λάκκα και προήλθε από την ένωση η ονομασία Λάστα. Αργότερα προστέθηκε στη λέξη Λάστα το ι και προέκυψε Λάϊστα….’’
Ο Κ. Ευ. Οικονόμου θεωρεί την ονομασία του χωριού ξενόθετη αλβανικής προέλευσης και σημειώνει πως το τοπωνύμιο προέρχεται από το αλβανικό Laste (I, e), που σημαίνει ‘’παλιός, αρχαίος’’, με ανάπτυξη του φθόγγου [i].
Ο Στ. Μπέτης υπογραμμίζει ότι ‘’….το ίδιο χωριωνύμιο ή είναι εξ ολοκλήρου σλαβικό με καθαρή την παραγωγική κατάληξη –ιστα,…αδήλου κατά το θέμα του σημασίας ή πέρα από τη σλαβική τοπωνυμική κατάληξη –ιστα η ρίζα είναι βλάχικη εγγίζουσα την άποψη του Λαμπρίδη (Λάσσετε) ή η επίσης βλάχικη λέξη lae που θα πει κύριος, αφέντης….’’.
Ιστορικά στοιχεία για τη Λάϊστα
Παραθέτοντας επιγραμματικά κάποια στοιχεία για την ιστορία του χωριού, σημειώνουμε τα ακόλουθα:
Κεφαλοχώρι του Ανατολικού Ζαγορίου, κωμόπολη ιστορική και ελληνικότατη η «Λάιστα Ζαγοριού» από το έτος 1580 μ.Χ. Τα 700 διώροφα ή τριώροφα ωραία πέτρινα σπίτια της, τοποθετημένα σε μια αρμονική αμφιθεατρική διάταξη, με γραφικούς δρόμους, πλαισιωμένους από ρυάκια κρυστάλλινου νερού, σε πλαγιά ύψους 1100 μέτρων της οροσειράς της Πίνδου, κοντά στο όρος Πάπιγγο, με γραφική διακόσμηση δύο ξύλινες γέφυρες και ιερή περικόσμηση τους δύο περικαλλείς κεντρικούς Ιερούς Ναούς των Αγίων Ταξιαρχών και της Παναγίας, δημιουργούν περιβάλλον ιδιαίτερα ελκυστικό και ωραίο. Και, εάν ληφθεί υπόψιν ότι απέναντι από την κωμόπολη της Λάιστας εκτείνεται προς κάθε κατεύθυνση, σε αχανή έκταση, ανεμπόδιστη η θέα σκούρας πρασινογάλανης επιφάνειας ψηλόκορμων ευθυτενών 50 μ. ύψους πεύκων και ελάτων, με μεγάλες διακυμάνσεις, δίνεται στον παρατηρητή το αίσθημα βαθύτατης ικανοποίησης και αγαλλίασης, όμοιο με την πανέμορφη θέα βαθυγάλαζου ωκεανού, που επιδεικνύει μεγαλοπρεπώς την ομαλή διαδοχή ψηλών κυμάτων.
Οι κάτοικοι της κωμόπολης αυτής, καθαρόαιμης ελληνικής φυλής, καστανόξανθοι, ψηλόσωμοι ως επί το πλείστον, με λαμπερή μορφή και καθαρά μάτια, ευλαβείς Ορθόδοξοι Χριστιανοί, που διατηρούν δέκα αξιόλογα παρεκκλήσια, σπαρμένα σε διάφορα σημεία των συνοικιών, σαν ένα είδος ιδιωτικών ναϊδρίων, που φροντίζονται συνεχώς για την καθαριότητα και τον ευπρεπισμό τους από εναλλασσόμενες ομάδες ευλαβών γυναικών, τιμούν και ευλαβούνται τον Τριαδικό Θεό και τους ένδοξους Αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με προεξάρχοντες τον Άγιο Ευστάθιο, Στρατηγό Πλακίδα, του οποίου η κάρα φυλασσόταν σε ασημένια θήκη, όπως και τον Άγιο Μηνά, του οποίου ο βραχίονας κοσμούνταν από ωραία αργυρή θήκη, ενώ έτρεφαν ζωηρότατη την ελληνική φιλοπατρία.
Επιβλητικότατοι οι δύο ενοριακοί Ναοί, που τιμώνται ο ένας στο όνομα των Μεγίστων Ταξιαρχών (διαστάσεων 34Χ14) με όμορφο κωδωνοστάσιο ύψους 19 μέτρων, καμπάνα μελωδική και ηχηρή, που ακούγεται από απόσταση 10 χιλιομέτρων, με 12 σήμαντρα, και ο άλλος στο όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (διαστάσεων 31Χ16), με κωδωνοστάσιο ύψους 9 μέτρων, χρονολογούνται από τα έτη 1701 και 1778. Η εσωτερική διακόσμηση είναι ιδιαίτερα ελκυστική και αξιοθαύμαστη, με ξυλόγλυπτο τέμπλο αριστουργηματικής λειτουργικής τέχνης, με εικόνες άριστης επιμέλειας, που χρονολογούνται από το έτος 1787, και με εκκλησιαστικά βιβλία, που φέρουν τις χρονολογίες 1586, 1689, 1732, 1749, 1785, 1790, 1793, 1797, 1801 και ανανεώνονται συνεχώς.
Τα οκτώ αξιόλογα από οικοδομητικής και εκκλησιαστικής άποψης παρεκκλήσια ήταν σε λειτουργία και με εσωτερική πλήρη διακόσμηση στο τέμπλο, το δεσποτικό, τις εικόνες και τις τοιχογραφίες, αφιερώματα στους Αγίους: 1) Κωνσταντίνο και Ελένη, 2) Παρασκευή, 3) Γεώργιο, 4) Δημήτριο, 5) Ιωάννη, σε τοποθεσία εξαιρετικής φυσικής ομορφιάς, γνωστή ως «το Στεφάνι της Λάιστας», 6) Νικόλαο, 7) Παντελεήμονα, 8) Προφήτη Ηλία (από το έτος 1740), 9) Χαράλαμπο (από το έτος 1845) και 10) Δημήτριο (διαστάσεως 19Χ8), με πλατεία (αλώνι) με πέτρινο πλακοστρωμένο δάπεδο, όπου την Καθαρά Δευτέρα άναβε φωτιά για τους συγκεντρωμένους κατά την ημέρα αυτή εκεί προσκυνητές. Επιπλέον, λειτούργησαν δύο Ιερές Μονές, μία γυναικών του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και μία ανδρών της Αγίας Τριάδος, όπου φυλάσσονταν μέσα σε αργυρή θήκη λείψανα της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Γεωργίου. Λειτουργούσε αξιόλογη βιβλιοθήκη με πληθώρα βιβλίων, εκκλησιαστικών, διδακτικών, φιλοσοφικών, επιστημονικών και των Αρχαίων Ελλήνων (Ισοκράτους βίος κατά Πλούταρχον, Λογική, Γεωμετρία κλπ.).
Οι αρχικές απασχολήσεις των κατοίκων ήταν κτηνοτροφικές. Η διαφύλαξη των αιγοπροβάτων και των γυναικόπαιδων από κάθε απειλή οδήγησε στη δημιουργία μεταξύ των κατοίκων και ιδιαίτερα των νέων οργανωμένων ένοπλων τμημάτων, αξιόλογων σε μαχητικότητα και ανδρεία, που εμπνέονταν από το αίσθημα ευθύνης διαφύλαξης των ιερών και όσιων της κωμόπολης, που κοσμούνταν από την ιπποτική δράση προς προστασία κάθε αδύνατου και ήταν λευκά από κάθε εγκληματική πράξη, λαμπρή απήχηση των οποίων είναι η δημώδης μούσα, η οποία κατάρτισε και διέσωσε πολλά τοπικά και ωραία δημοτικά τραγούδια. Η εξέλιξη αυτών των σωμάτων οδήγησε στο να υπάρξει οργανωμένη δύναμη απελευθερωτική από τον Τουρκικό ζυγό και να συμβάλει στην ελληνική επανάσταση του 1821.
Χαρακτηριστικό περιστατικό ανδρείας κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας είναι ότι εκστρατευτικό τμήμα 250 ανδρών της κωμόπολης πολιόρκησε κοντά στην πόλη των Γρεβενών Τουρκικό τμήμα που αποτελούνταν από 350 άνδρες, τους οποίους αιχμαλώτισε όλους χωρίς να κάνει χρήση όπλων, με μόνη ενέργεια την αστραπιαία αιχμαλωσία και φίμωση των Τούρκων φρουρών και την άμεση χρησιμοποίηση σμηνών από μέλισσες, τα οποία έριξαν από τα παράθυρα μέσα στους κοιμώμενους στον Ιερό Ναό Τούρκους, οι οποίοι, πανικοβλημένοι από τις επιθέσεις των μελισσών, παραδίδονταν, ζητώντας το έλεος από τους νικητές. Η κωμόπολη ανέδειξε ονομαστούς οπλαρχηγούς σε όλες τις φάσεις των πολέμων, δηλαδή καπεταναίους επί Τουρκοκρατίας, μέχρι και κατά τους Μακεδονικούς αγώνες, αξιόλογους στρατηγούς μετέπειτα του Ελληνικού Στρατού, όπως ο Καπετάν Περιστέρης και άλλοι.
Από τους ώριμους σε ηλικία, μετά την απελευθέρωση του έτους 1912, σχεδόν όλοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν κατά κύριο λόγο στις πρωτεύουσες της Μακεδονίας και της Θράκης, ενώ κάποιοι πήγαν στη Θεσσαλία, την Αθήνα και τον Πειραιά, όπου πρωτοστάτησαν σε κάθε κοινωφελή και εθνικοχριστιανική δράση και ασχολήθηκαν με το εμπόριο.
Ταυτόχρονα με την επικοινωνία εκπροσώπων της κοινότητας με εκπροσώπους των επιστημών και των γραμμάτων της Κωνσταντινούπολης αναπτύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα στην κωμόπολη αξιόλογη καλλιέργεια και ανάπτυξη των γραμμάτων. Ιδρύθηκαν κτίρια κατάλληλα για δύο δημοτικά σχολεία με σύνολο μαθητών 700, οργανώθηκαν δύο παρθεναγωγεία με σύνολο μαθητών 200, συστήθηκε Σχολαρχείο, στο οποίο δίδαξαν σοφοί καθηγητές και ανατράφηκαν γενιές νέων, οι οποίοι κατευθύνθηκαν σε ανώτερες σπουδές, για να εξέλθουν πτυχιούχοι ονομαστοί γιατροί, στρατηγοί, καθηγητές γυμνασίων και καθηγητές Πανεπιστημίων. Η αξιόλογη καλλιέργεια των γραμμάτων παρακολουθούνταν από ειδική οργάνωση παραγόντων της κωμόπολης, με την επωνυμία: «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΛΑΪΣΤΗΣ». Χαρακτηριστικό δείγμα της επιμελημένης φροντίδας της εκπαίδευσης στην κωμόπολη αυτή είναι η σφραγίδα της οργάνωσης, η οποία ήταν στρογγυλή, έφερε στο πάνω μέρος της στεφάνι από κλαδιά αμπέλου, με φιλοτέχνηση φύλλων και καρπών αμπέλου, και στο μέσο κουκουβάγια με ανοικτά τα μάτια, που στηρίζεται σε κλαδιά ελιάς. Η οικονομική θωράκιση της παιδείας προερχόταν μόνο από τις σε χρυσές λίρες εισφορές των κατοίκων, που προσφέρονταν δύο φορές κάθε έτος, μετά τη Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Ταξιαρχών και στην εορτή της Παναγίας στο ομώνυμο Ιερό Ναό το δεκαπενταύγουστο. Οι ιερές αυτές εισφορές υπερκάλυπταν όλα τα έξοδα λειτουργίας των σχολείων.
Η πληθυσμιακή κατάσταση στη διαδρομή του χρόνου και άλλα σχετικά
Αφορμή για το παρακάτω κείμενο είναι τα όσα λέγονται και θρυλούνται για την πληθυσμιακή κατάσταση της πατρίδας μας, της Λάϊστας, στο πέρασμα των χρόνων. Γραπτά μνημεία που να αναφέρονται στο πότε και πως πρωτοσχηματίσθηκε το χωριό μας, από όσα γνωρίζω, δεν υπάρχουν. Προσωπικά και πριν περιέλθουν σε γνώση μου διάφορα κείμενα, η μόνη μαρτυρία και αυτή μόνον όσον αφορά την πληθυσμιακή κατάσταση του χωρίου μας, ήταν το καύχημα της μάνας μου ότι η Λάϊστα ήταν το μεγαλύτερο χωριό του Ζαγορίου με 800 περίπου οικογένειες, που όπως θα φανεί και από τα παρακάτω δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Άγνωστο επίσης είναι και το πότε πρωτοκατοικήθηκε η περιοχή που σήμερα βρίσκεται το χωριό μας η Λάϊστα.
Ένα στοιχείο που μπορεί να λέει πολλά, αλλά και τίποτε, είναι η πληροφορία που είχα, ότι παλαιότερα βρίσκονταν κατά καιρούς σε διάφορες τοποθεσίες του χωρίου μας και κυρίως σε χαλάσματα σπιτιών παλιά νομίσματα. Απευθύνθηκα λοιπόν πριν πολλά χρόνια και ρώτησα τον πρώην Γραμματέα της Κοινότητος Λαΐστης, μακαρίτη σήμερα και εξαίρετο πατριώτη Γιάννη Τοπάλη, αν αλήθευε εκείνη η φήμη. Ο Γ. Τοπάλης μου επιβεβαίωσε την ύπαρξη τέτοιων νομισμάτων, που όπως μου είπε, όταν ήταν παιδιά τα έλεγαν «δεκάρες». Προσπάθησα, ρωτώντας πάρα πολλούς, μήπως κάποιος από τους κατοίκους του χωρίου μας είχε στην κατοχή του κάποιο από τα νομίσματα αυτά. Τελικά η προσπάθεια μου στέφθηκε από επιτυχία, αφού η μακρινή συγγενής μου, μακαρίτισσα πλέον δασκάλα Σ. Βαρτζοπούλου είχε ένα στην κατοχή της. Ήταν ένα χάλκινο νόμισμα που είχα την πρόνοια να φωτογραφήσω, πριν το επιστρέψω στην κάτοχο του. Στο νόμισμα εκείνο λοιπόν η μία όψη του απεικόνιζε ανάγλυφα ένα πρόσωπο και με ανάγλυφους λατινικούς χαρακτήρες ανέγραφε την λέξη ΝYSPPAVG, η δε άλλη όψη επίσης ένα ανάγλυφο μεγάλο κεφαλαίο Μ και δεξιά δίπλα του ένα ανάγλυφο εξάκτινο αστέρι και πάνω από το Μ και στο κέντρο του ένα σταυρό και αυτόν ανάγλυφο, όπως φαίνεται και στις φωτογραφίες των δυο όψεων του νομίσματος που συνοδεύουν το κείμενο αυτό.
Από σχετική έρευνα εξακρίβωσα ότι πρόκειται περί Βυζαντινού νομίσματος των ετών 518 – 527 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Ιουστίνου Α’. Η μαρτυρία, σχετικά με την ποσότητα των νομισμάτων, μπορεί να ενισχύσει την άποψη ότι το νόμισμα εκείνο δεν ήταν κάτι τυχαίο, δηλαδή ένα νόμισμα που είχε στην κατοχή του κάποιος και το μετέφερε στο χωριό μας, αλλά ότι κάτοικοι της περιοχής συναλλάσσονταν με τα νομίσματα αυτά και συνεπώς η περιοχή αυτή κατοικείτο από τους Βυζαντινούς χρόνους.
Παρακάτω παραθέτω ό,τι σχετικό έχει περιέλθει στην γνώση μου, τόσο την πληθυσμιακή κατάσταση της Λάιστας και όχι μόνο, μνημονεύοντας την σχετική πηγή, αλλά και παραθέτοντας, όπου είναι δυνατό και φωτοτυπίες των σχετικών εγγράφων.
Στο βιβλίο του «Ο ΑΛΒΑΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» Ο Ηπειρώτης πρώην Υπουργός Αλ. Παπαδόπουλος δημοσιεύει διάφορους πίνακες με στατιστικά πληθυσμιακά στοιχεία. Στο Παράρτημα Β’ του βιβλίου του, όπως φαίνεται και από την σχετική φωτοτυπία με τον τίτλο «Αναλυτικά στατιστικά στοιχεία του πληθυσμού της επαρχίας Ιωαννίνων (1875)», παρμένα από το βιβλίο «Διατριβές και υπομνήματα περί Ηπείρου» του Δ. Χασιώτη γίνεται αναφορά στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ηπείρου.
Στον πίνακα των χωριών του Ζαγορίου η Λάϊστα εμφανίζεται να είναι με διαφορά το μεγαλύτερο χωριό με 2.210 κατοίκους και το Παλιοχώρι της, που πάντοτε θεωρούνταν και ήταν συνοικισμός της υπαγόμενος διοικητικά στην Λάϊστα, με άλλους 254 κατοίκους. Έτσι όπως προκύπτει από τον προαναφερθέντα πίνακα, σε σύνολο 37 χωριών του Ζαγορίου, που ο πληθυσμός τους συνολικά ανέρχονταν σε 25.678 κατοίκους οι 2.210, μαζί με τους 254 κατοίκους του Παλαιοχωρίου, ήταν κάτοικοι Λάϊστας. Το μέγεθος του πληθυσμού είναι εντυπωσιακό, γίνεται όμως πιο εντυπωσιακό εάν συγκριθεί με τους πληθυσμούς άλλων οικισμών την ίδια εποχή. Για παράδειγμα τον ίδιο χρόνο δηλ. το 1875, όπως φαίνεται από άλλη φωτοτυπία του αυτού βιβλίου οι κάτοικοι των Ιωαννίνων ανέρχονταν σε 17.500.
Επίσης ο Κρυστάλλης στα απαντά του αναφέρει ότι η Λάϊστα είχε 1.800 κατοίκους και ότι ήταν το μεγαλύτερο από τα 46 χωριά και κωμοπόλεις του Ζαγορίου. Άλλη εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη άποψη, είναι καταχωρημένη στο εξαιρετικό βιβλίο του Βεροιώτη, Βλάχου οτην καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του, Αστεριού Κουκούδη με τίτλο «ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ». Βιβλίο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών, που μάλιστα προλογίζεταιαπό τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο. Βιβλίο που πρέπει να κοσμεί την βιβλιοθήκη καθενός μας.
Παραθέτω αυτούσια όσα σημεία από το βιβλίο αυτό αναφέρονται στην Λάϊστα ή σχετίζονται με την περιοχή μας.
Ο συγγραφέας αρχικά κάνει ένα διαχωρισμό των Βλάχων της ευρύτερης περιοχής μας σε Βλάχους του Ζαγορίου και Βλάχους της Κόνιτσας. Μετά χωρίζει το Βλαχοζάγορο σε δυο μέρη. Κατά τον διαχωρισμό αυτόν του Α. Κουκούδη την πρώτη ομάδα αποτελούν τα πέντε (5) χωριά που βρίσκονται κατά μήκος της κοιλάδας του Αώου και είναι: Το Βρυσοχώρι (Λεσινίτσα), το Ηλιοχώρι (Ντομπρίνοβο), η Λάΐστα (Λάκκα), το Παλιοχώρι Λάϊστας και η Βωβούσα (Μπαΐεάσα). Την δεύτερη ομάδα αποτελούν τα οκτώ (8) χωριά της περιοχής που ήταν γνωστή με το όνομα Παλιοβλαχιά και είναι τα χωριά που βρίσκονται καιά μήκος της μικρής κοιλάδας του Βάρδα (Ούρδα), ενός παραποτάμου του Άραχθου και είναι τα χωρία : Νέο Αμαρούσι (Δόλιανη), Καστανώνας (Ντραγκάι ή Ντραγκάρι), Μακρινό (Μακρίνι ή Μακρινού), Ελατοχώρι (Τσερνέσι), με τον περιφερειακό οικισμό Δίλακκο (Σέσι ή Σέσο),Φλαμπουράρι (Φλόρο ή Φλόρλου), Γρεβενίτι (Γκρεβενίτσι ή Γρεβενίτσλι) και Τρίστενο (Ντρεστενίκου ή Αρμπινέσι). Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας σε κάποια από αυτά τα χωριά, λόγω της σταδιακής αφομίωσης, η Βλάχικη γλώσσα έχει πια χαθεί ,όπως στο Νέο Αμαρουσι και τον Καστανώνα. Τέλος σημειώνει ότι εκτός από τους εδραίους και παλαιότερους κατοίκους Γκραικούς και Βλάχους στο Ζαγόρι βρέθηκαν εγκατεστημένες και ενσωματωμένες, εδώ και πολλές γενιές και κάποιες ομάδες Τσιγγάνων. Μάλιστα κατά μαρτυρίες και αφηγήσεις των Λαϊστινών γονιών μου και της γιαγιάς μου Σταματίας Μπάρτσα – Αντώτσιου οι Τσιγγάνοι (γύφτους τους αποκαλούσαν οι Λαΐστινοί) στην Λάΐστα ήταν πολυπληθείς. Ανέρχονταν σε τριάντα (30) και πλέον οικογένειες και «αρχηγός» τους ήταν η περιβόητη Κάλα, μια υπέρβαρη γυναίκα που λόγω του βάρους της δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Αυτοί ζούσαν αρχικά «γκετοποιημένοι» στην Βόλια Σκάμαλε, σε χαμόσπιτα και πασσαλόπηκτες καλύβες με τα νερά να ρέουν κάτω από τις καλύβες. Ακόμη θυμάμαι χαρακτηριστικά την μητέρα μου να μου περιγράφει τον πανικό που προκαλούσαν στους αθίγγανους τα ορμητικά νερά που κατέβαζε η Βάλια Σκάμαλε, ύστερα από νεροποντές, κατακλύζοντας και παρασύροντας στο πέρασμα τους τα χαμόσπιτα και τις καλύβες, καθώς και τις κραυγές, τους λυγμούς και οιμωγές τους, που καλούσαν σε βοήθεια. Οι τσιγγάνοι αυτοί ασχολούνταν με χειρωνακτικές εργασίες, ήταν σιδηρουργοί και οργανοπαίκτες. Στα Βόρεια του Βλαχοζάγορου, στην επαρχία Κόνιτσας, ανάμεσα στο Σμόλικα και την κοιλάδα του Αώου, βρίσκεται η περιοχή που είναι γνωστή με το όνομα Λάκκα Αώου.
Από τα πέντε χωριά της Λάκκας Αώου, το Δίστρατο (Μπρεάζα), τα Αρματα (Αρματα ή Αρμάτοβα), οι Πάδες (Πάτζα ή Πατζ) και το Παλιοσέλι είναι Βλαχοχώρια μέχρι και σήμερα. Το πέμπτο χωριά το Ελεύθερο (Γκρισμπάνι) κατοικείται από Γκραικούς. Λίγο πιο βόρεια, στην πίσω πλευρά του Σμόλικα, βρίσκεται το βορειότερο από τα Βλαχοχώρια της Πίνδου, η Φούρκα. Ο Α. Κουκούδης στο βιβλίο του που προανέφερα και ειδικότερα στην σελίδα 163 αναφερόμενος στην Λάΐστα γράφει τα εξής:
« Η Λάΐστα άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο γύρω στο 1580, με την συνοίκηση στον προϋπάρχοντα οικισμό ,που ονομάζονταν Λάκκα, των κατοίκων τον γειτονικού οικισμού Λάσσετε (λα Λιάστε όπως λέμε σήμερα την τοποθεσία εμείς οι Λαϊστινοί). Αργότερα αναφέρεται πως ήρθαν σταδιακά μικρές ομάδες οικογενειών από τους μικρούς οικισμούς – κατούνες, Σκαρπέτι, Μπιστρίτσι, Κουκουρούτς, Ρασιάνα, Γκρέσκα, Γκαλεμπάρια, Αγίνι, Τσιούκα, Γειτονιά και Λιόντα». Συνεχίζοντας ο Α. Κουκούδης στην σελ. 177 του βιβλίου του αναφέρει ότι ανάμεσα στα 1769 και 1832 παρουσιάζεται μια πληθυσμιακή έξοδος από τα Βλαχοχώρια του Ζαγορίου και Κόνιτσας. Αντιπαραθέτοντας μάλιστα τα πληθυσμιακά στοιχεία που δίδονται από τον Πουκεβίλ για το 1812 και τον Αραβαντινό για το 1856 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνο στην Λάϊστα παρουσιάζεται μια σχετική αύξηση καθώς το έτος 1812 η Λάΐστα αναφέρεται με 230 οικογένειες και το έτος 1856 με 257. Η μετανάστευση όμως συνεχίζεται στο β’ μισό του 19ου και α’ μισό του 20ου αιώνα. Αρχικά ξενιτεύονταν οι άνδρες και μόνον για κάποια χρονικά διαστήματα, σταδιακά τους ακολούθησαν και ολόκληρες οικογένειες. Κατά τον Α. Κουκουδη στην μεταναστευτική έξοδο των οικογενειών συνέβαλαν οι συχνές επιθέσεις διαφόρων ληστρικών ομάδων τόσο Τουρκαλβανών όσο και Βλάχων και Γραικών. Πραγματικά οι κλέφτες- ληστές (φούρ (ι) στα Βλάχικα) υπήρξε μάστιγα για το χωριό μας, αφού, λόγω του πλούτου των κατοίκων της, ήταν ο κύριος στόχος τους.
Θυμάμαι αφηγήσεις της γιαγιάς μου της Σταματίας Μπάρτσα – Αντώτσιου που αναφέρονταν σε ονόματα περιβόητων ληστών όπως ο Γκαρέλιας από την Μπριάζα και σε επιδρομές τους στην Λάΐστα με συγκεκριμένο σκοπό να κτυπήσουν – να ληστέψουν το σπίτι τους, γιατί γνώριζαν ότι υπήρχαν λίρες, αφού πατέρας της ήταν ο πλουσιότατος Μαργαρίτης Αντώτσιος (Μαργαριτόπουλος). Στην συνέχεια ο Α. Κουκούδης αναφέρει στην 188 σελ. του βιβλίου του ότι γύρω στο 1870 ,όταν τα χωριά του Βλαχοζάγορου γνώριζαν κάποια δημογραφική ακμή ,η Λάΐστα παρουσιάζεται με 700 σπίτια και ίσως γύρω στους 3.500 κατοίκους. Το 1873 όμως είχε μόνο 2.200 κατοίκους, ενώ το 1902 παρουσιάζεται με μόνον 1.088 κατοίκους. Είναι λοιπόν προφανές, επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι έχασε το 51,45% των κατοίκων της. Τελειώνοντας την αναφορά του στην Λάΐστα ο Α.Κουκούδης γράφει στην σελ.190 του βιβλίου του και τα παρακάτω: « Οι κάτοικοι της Λάϊστας, τον μεγαλύτερον χωρίον τον Βλαχοζάγορον, φαίνεται πως στάθηκαν οι πρωτοπόροι των μεταναστευτικών κινήσεων. Ακολουθώντας όπως και τόσοι άλλοι Ζαγορίσιοι, το περίφημο καραβάνι του Ρόβα, που ξεκινούσε είτε από το Μέτσοβο ή από τη Βωβούσα, πήγαν στην Δράμα και τη γύρω περιοχή της, ενώ σε προηγούμενους χρόνους συνήθιζαν να ξενιτεύονται στη σημερινή Ρουμανία. (Τον ξενιτεμό Λαϊστινών στην Ρουμανία, την Βλαχιά επιβεβαιώνει και ένα από τα εκλεκτά τέκνα του χωριού μας ο αείμνηστος Γεώργιος Μ. Ποάλας στο βιβλίο του «ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΑ ΚΛΑΡΙΑ ΤΟΥ» όπου αναφέρει ότι και τα δώδεκα (12) αδέλφια του παππού του μετανάστευσαν στην Ρουμανία. Μάλιστα όπως μου έλεγε και ο Φόρης Ποάλας, γόνος της οικογένειας Ποάλα, κανένας από τους δώδεκα αδελφούς δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. Τα ίχνη τους με το πέρασμα του χρόνου χάθηκαν. Τους «έφαγαν» τα ξένα). Τους Λαϊστινούς στις μεταναστευτικές τους κινήσεις ακολούθησαν Βλάχοι από το Παλιοσέλι, τις Πάδες και τα Άρματα. Διακτινίστηκαν στα αστικά κέντρα και τα μεγάλα κεφαλοχώρια των σημερινών νομών Δράμας, Καβάλας Ξάνθης και Ροδόπης, μέχρι την κοιλάδα του Έβρου. Φτάνοντας εδώ, έδωσαν δυναμική ώθηση στις μικρές και σχετικά άτονες τοπικές ελληνορθόδοξες κοινότητες. Στην Δράμα οι μετανάστες δημιουργούν μια νέα χριστιανική συνοικία, αυτή των Δώδεκα Αποστόλων, δίπλα στην παλιά χριστιανική και ελληνόφωνη συνοικία της Αγίας Σοφίας. Πύκνωσαν τις ελληνικές κοινότητες του Δοξάτου και της Χωριστής. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν οι πρώτοι χριστιανοί που εγκαταστάθηκαν ως δραστήριοι εμποροβιοτέχνες σε οικισμούς που μέχρι τότε είχαν αποκλειστικά Τούρκους κατοίκους, όπως τη Χρυσούπολη (Σαρί Σαμπάν) της Καβάλας, τα Κύργια και τον Άγιο Αθανάσιο της Δράμας. Στην Χρυσούπολη αποτέλεσαν τον πρώτο χριστιανικό πυρήνα του διαμορφούμενου εμπορικού και διοικητικού κέντρου, ενός καζά που είχε ένα και μοναδικό χριστιανικό και γκραίκικο χωριό, ενώ όλα τα άλλα χωριά ήταν τουρκικά. Το 1884 έκτισαν την πρώτη εκκλησία της Χρυσούπολης και σταδιακά έδωσαν εμπορική ζωή στο μικρό λιμανάκι της Κεραμωτής. Από το 1870 οι Ηπειρώτες Βλάχοι αποτελούσαν το πλουσιότερο και δυναμικότερο στοιχείο της Ξάνθης. Οι Λαϊστινοί έφτασαν μέχρι το Σουφλί όπου στις αρχές του 20ου αιώνα δημιούργησαν μια μικρή παροικία, ενώ κάποιοι άλλοι βρέθηκαν στην Ραιδεστό και την Ανδριανούπολη στην Ανατολική Θράκη». Συμπληρωματικά αναφέρω ότι Λαΐστινές οικογένειες εγκαταστάθηκαν και στην Αλεξανδρούπολη και τα περίχωρα τους . Ειδικότερα έξω από την Αλεξανδρούπολη στο χωριό Άνθια εγκαταστάθηκαν πολλές οικογένειες Παυλαίων (Παυλίδη) μεταξύ των οποίων και ο παππούς μου Δημήτριος Παύλου (Παυλίδης) μαζί με τον αδελφό του Γιάννη Παύλου – Παυλίδη (Ρούμπη) που ασχολήθηκαν με την επεξεργασία και το εμπόριο σησαμιού.
Άλλο εντυπωσιακό είναι ότι Λαϊστινοί έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην Γιάλοβα, που βρίσκεται στην Τουρκία στον κόλπο της Νικομήδειας. Εκεί βρέθηκαν, όπως μου διηγήθηκε η Καλλιόπη Τζίμα – Καπέτση, συγγενείς της και συγκεκριμένα ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, Δημήτριος Μοράβας. Ειδικότερα φεύγοντας ο Δ. Μοράβας αμούστακο ακόμη παιδί από την Λάιστα γιά τα « ξένα», πήγε και συνάντησε τον θείο του που ήταν εγκατεστημένος στην Γιάλοβα. Στην Γιάλοβα ο Δ. Μοράβας εργάσθηκε αρκετό καιρό, αλλά τελικά αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψει, γιατί οι Τούρκοι σκότωσαν τον θείο του και τελικά κατέληξε στην Ξάνθη, όπου συνεταιρίστηκε με τον προπάππο μου Μαργαρίτη Αντώτσιο – Μαργαριτόπουλο και μαζί δημιούργησαν πολύ μεγάλη περιουσία.
Στην παρουσία των Λαϊστινών, αναφέρθηκε κολακευτικότατα και ο Πέτρος Γεωργαντζής, κουνιάδος της από αδελφής μου ανεψιάς μου Βασιλικής Σαχρώνη – Γεωργαντζή στην ομιλία του στο Α’ Διεθνές Συνέδριο Βαλκανικών Ιστορικών Σπουδών που πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα 20-23 Σεπτεμβρίου του 2001. Αντιγράφω λοιπόν σχετικές παραγράφους από το ανάτυπο που μου δώρισε ο πιο πάνω ομιλητής: «…Κοντά στο παλιό ελληνικό χωριό της περιοχής Καγιά Μπουνάρ άρχισε να αναδύεται στα τέλη τον 19ου αιώνα η νεοπαγής ελληνική κοινότητα του Σαρί Σαμπάν. Γύρω από την υπαίθρια αγορά του άρχισαν οι δαιμόνιοι και ολιγαρκείς για τον εαυτό τους Βλαχόφωνοι Ηπειρώτες, κύρια από την Λάϊστα, να εγκαθίστανται και να κτίζουν παντοπωλεία, χάνια και φούρνους… Ο αριθμός των Ελλήνων Ορθοδόξων του Σαρί Σαμπάν το 1906 ανέρχεται σε 55 οικογένειες. Από αυτές οι 25 είναι Βλαχοφώνων Ηπειρωτών και οι περισσότερες που αριθμούν 130 ψνχές κατάγονται από το εύανδρο χωριό της Ηπείρου την Λάϊστα. Ήταν μεν Βλαχόφωνοι, αλλά στην συνείδηση Έλληνες..» Μάλιστα ο ομιλητής αναφέρει και ένα αξιολογότατο συμβάν. Συγκεκριμένα εκθέτει ότι κατά την Τουρκική γενική απογραφή του πληθυσμού της Μακεδονίας και Θράκης του 1905 η ρουμανική προπαγάνδα προσπάθησε να προσεταιρισθεί και τους Λαΐστινούς του Σαρί Σαμπάν και να δηλώσουν, ως Βλάχοι, δηλ. Ρουμάνοι.
Το Ελληνικό Υποπροξενείο της Καβάλας θεώρησε σκόπιμο εν όψει της απογραφής να αποστείλει προς εκείνους τον συμπατριώτη τους υγειονομικό ιατρό Καβάλας Παυλίδη, για να τους συστήσει να απογραφούν ως Έλληνες. Όταν όμως εκείνος έφθασε στο Σαρί Σαμπάν για να εκπληρώσει την αποστολή του, ήταν ήδη πολύ αργά, μια και η απογραφή είχε ήδη διενεργηθεί προ τριημέρου, Κατά την ελεύθερη λοιπόν και ανεπηρέαστη αυτή (από ελληνικής πλευράς) απογραφή όλοι οι Βλαχόφωνοι Ηπειρώτες του Σαρί Σαμπάν και της περιοχής του, ευθαρσώς παρά την ρουμανική προπαγάνδα που τους έγινε και τις πιέσεις που δέχθηκαν για να δηλώσουν ως Βλάχοι «πάντες εδήλωσαν εαυτούς Ρουμ ορθοδόξους», δηλ. ότι είναι Έλληνες Πατριαρχικοί. Στην συνέχεια ο ομιλητής αναφέρεται στην προσφορά του Λαϊστινου δημαρχιακού ιατρού Αντωνίου Ράπτη, πρωτεξάδελφου του πατέρα μου και του επίσης Λαϊστινού πρακτικού ιατρού Οικονομίδη που κατά σχετική προξενική αναφορά« … μέχρι σήμερον πολλά δείγματα ακραιφνούς πατριωτισμού επεδείξατο…», αλλά και την θυσία ενός άλλου Λαϊστινού του Θεοδώρου Σαχρώνη, πατέρα του γαμβρού μου Εμμανουήλ Σαχρώνη, ο οποίος πλήρωσε με το αίμα του τα ελληνικά του φρονήματα και την εμμονή του να δηλώνει Έλληνας, παρά τα φρικτά βασανιστήρια του υπέστη κατά την Βουλγαρική κατοχή της περιοχής με κατάληξη την δολοφονία του από τους Βουλγάρους. Τέλος ένα άλλο στοιχείο, όσον αφορά τον πληθυσμό της Λάϊστας είναι το πιο πρόσφατο «εύρημά» μου. Αυτό είναι το «Αντίγραφαν επισήμου φορολογικού καταλόγου έτους 1913 περιλαμβάνον άπαντα τα κτήματα των κατοίκων, της εκκλησίας και της Κοινότητος Λαΐστης Ζαγορίου Ιωαννίνων». Πρόκειται περί ενός βιβλίου που περιέχει 1093 ονοματεπώνυμα κατοίκων της Λάϊστας που είχαν ακίνητη περιουσία στην Λάιστα και όπως αναγράφει «είναι αντίγραφο του φυλασσομένου εις το Πρωτοδικείον Ιωαννίνων αρχείον του καταργηθέντος Μεταφραστικού Γραφείου Ιωαννίνων συντεταγμένου εις την Ελληνικήν Γλώσσαν».
Τα 1093 ονοματεπώνυμα είναι προφανώς ενήλικοι φορολογούμενοι πολίτες, κάτοικοι Λαΐστης, που είχαν ακίνητη περιουσία. Αν στα άτομα αυτά προσθέσουμε τα μέλη των οικογενειών τους που δεν είχαν ακίνητη περιουσία καθώς και οικογένειες που δεν είχαν ακίνητη περιουσία, μπορεί να συμπεράνει κάποιος ότι ο πληθυσμός της Λάϊστας την συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν πολύ μεγάλος. Ένα άλλο στοιχείο που με εντυπωσίασε κατά την ανάγνωση του πιο πάνω βιβλίου είναι ότι περιελάμβανε επώνυμα τα οποία ουδέποτε^ είχα ξανακούσει και προφανώς χάθηκαν στην διαδρομή του χρόνου. Επιφυλάσσομαι να δημοσιεύσω στο περιοδικό μας κάποια άλλη φορά τα άγνωστα αυτά επώνυμα, που ίσως σε μερικούς θυμίσουν κάτι. Ο πληθυσμός της Λάϊστας με την πάροδο του χρόνου άρχισε να φθίνει. Μετά τον πόλεμο του 1940 και το καταστροφικό πέρασμα των Γερμανών, τις άσχημες καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μέχρι το 1950 με τον αδελφοκτόνο αλληλοσπαραγμό, ο αριθμός των κατοίκων της συνεχώς μειώνονταν.
Μια κάποια αναλαμπή, που και εγώ την γνώρισα, παρουσιάσθηκε από το 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, για να φθάσουμε στην σημερινή απελπιστική, από πληθυσμιακή άποψη, κατάσταση. Το χωριό μας που άλλοτε έσφυζε από ζωή και ζωντάνια, το μεγαλύτερο αναμφισβήτητα χωριό του Ζαγορίου, χρόνο με τον χρόνο ερημώνει. Ας ελπίσουμε ότι η πρόσφατη ασφαλτόστρωση του δρόμου που οδηγεί στην Λάϊστα, θα της δώσει ζωντάνια και κάτι από την παλιά της αίγλη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου