Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες υπερφορολογούνται;

default

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα είναι η μεταβολή του φορολογικού βάρους, ιδίως μετά την οικονομική κρίση. Η αύξηση της φορολογίας εισοδήματος, των συντελεστών έμμεσης φορολογίας και η θεσμοθέτηση του φόρου ακίνητης περιουσίας σε όλα τα ακίνητα, κτίσματα, οικόπεδα και αγροτεμάχια, σε συνδυασμό με τη μείωση των εισοδημάτων, έχει πράγματι αυξήσει την επιβάρυνση σε όλα τα εισοδηματικά στρώματα. Πόσο όμως έχει αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση; Είναι η φορολογία στην Ελλάδα υψηλότερη συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Τα στατιστικά στοιχεία οδηγούν σε φαινομενικά αντικρουόμενα συμπεράσματα. Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat, το σύνολο των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό στο ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ακόμα και μετά την αύξησή του κατά την περίοδο της κρίσης. Επομένως με βάση το δείκτη των συνολικών φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι Έλληνες υπερφορολογούνται, τουλάχιστον σε σχέση με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. 

Το αντίθετο όμως ακριβώς συμπέρασμα προκύπτει αν συγκρίνουμε τη φορολογική επιβάρυνση για μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων, για την οποία υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία από τον ΟΟΣΑ για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους μισθωτούς. Αυτό επιβεβαιώνει την αίσθηση που επικρατεί γενικά ότι η κατανομή των φορολογικών βαρών είναι «άδικη» και ότι η μισθωτή εργασία είναι εκείνη που φέρει σχετικά το μεγαλύτερο φορολογικό βάρος. 

Συνυπολογίζοντας το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και τους έμμεσους φόρους, διαπιστώνουμε ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα για ένα μέσο νοικοκυριό, δηλαδή για μια οικογένεια με δύο παιδιά και ένα εργαζόμενο που αμείβεται με το 100% του μέσου μισθού, είναι πλέον από τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 
Συγκεκριμένα, για κάθε 100 ευρώ που παίρνει ο μέσος μισθωτός τα 38,6 ευρώ τα παίρνει το κράτος υπό τη μορφή άμεσων και έμμεσων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλει ο ίδιος ο εργαζόμενος, και το υπόλοιπο μένει στo νοικοκυριό. Γι αυτό το αντιπροσωπευτικό νοικοκυριό, η μέση φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι η τρίτη υψηλότερη στην ΕΕ-21 και πολύ λίγο κάτω από τη Δανία και τη Σουηδία, και θα ήταν ακόμα υψηλότερη αν λαμβάναμε υπόψη και τους φόρους περιουσίας, τα δημοτικά τέλη, τα τέλη για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, κ.λπ. για τους οποίους δεν υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία σε επίπεδο νοικοκυριού.

Το παράδοξο της συνύπαρξης χαμηλών φορολογικών εσόδων και υψηλών ονομαστικών φορολογικών συντελεστών εξηγείται προφανώς από την εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Δεν έχουν όμως όλοι οι φορολογούμενοι τις ίδιες δυνατότητες ή προθέσεις φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής και αυτό σημαίνει ότι κάποιοι υπερφορολογούνται την ίδια στιγμή που άλλοι δεν πληρώνουν το μερίδιο φόρων που τους αναλογεί. Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής είναι επομένως η μόνη μεσοπρόθεσμη λύση τόσο για τη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών όσο και για την δυνατότητα μείωσης της μέσης φορολογικής επιβάρυνσης στο μέλλον.


 Επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: