Πόσο πολυφορεμένη είναι η φράση «μές στην καρδιά της Πίνδου.» ε; Κι όμως. Πλησιάζοντας στη Βοβούσα από το χωριό Φλαμπουράρι, πάνω από το Μέτσοβο, οδηγώντας μέσα στην κατάκλειστη βαθυπράσινη κοιλάδα έχεις την απόλυτη αίσθηση ότι μπαίνεις στα σώψυχα της μεγάλης ελληνικής οροσειράς. Κι αν δεν σας αρέσει το «στην καρδιά της» δεν πειράζει. Να είστε βέβαιοι έτσι κι αλλιώς ότι έχετε φτάσει στα απώτατα σωθικά της Πίνδου.
«Λέγεται
Βοβούσα από την βοή του νερού, από το ποτάμι. Γι αυτό γράφεται
με όμικρον.» μου λέει ο πρόεδρος του χωριού Στέφανος Βασιώτης πίνοντας μαζί μου
το τσίπουρο του καλωσορίσματος. Η εικόνα του χωριού καθώς το κόβει στα δύο ο
Αώος είναι κάτι που αν το δείτε θα το θυμάστε για καιρό.
Όλο
αυτό το παραμυθένιο σκηνικό με το βουερό ποτάμι βρίσκεται μέσα σε μια κοιλάδα
στα 1000 μ. υψόμετρο, τριγυρισμένη από θεόπυκνα αδιαπέραστα δάση με οξιές, έλατα
και μαυρόπευκα. Ολόγυρα απλώνονται μερικά λιβαδάκια και κάμποσες μυτερές
βουνοκορφές.
Μα
πρέπει να το δείτε όλο αυτό το πανόραμα. Θα καταλάβετε τότε γιατί η
Βοβούσα γέμισε τις κάρτες της ψηφιακής σας φωτογραφικής μηχανής
με αμέτρητες εικόνες. Δεν είναι ένα από τα γραφικότερα χωριά όσον αφορά στην
αρχιτεκτονική. Όμως η εικόνα του είναι από μόνη της θεατρική. Σαν σκηνικό. Μόνο
που δεν είναι θέατρο. Είναι η ζωή.
Βλαχοχώρι
είναι η Βοβούσα. Όμως όχι σαν τα άλλα βλαχοχώρια, δηλαδή δε
είναι τυπικό χωριό κτηνοτρόφων. «Είναι δασεργατικό χωριό, δεν έχουμε πολύ
κτηνοτροφία. Ήμασταν πάντα υλοτόμοι εδώ. Προσφέρεται ο τόπος γι αυτό.» τονίζει
ο πρόεδρος. Η Βοβούσα είναι το ανατολικότερο χωριό στο
Ανατολικό Ζαγόρι. Στο Βλαχοζάγορο όπως το λένε οι Ηπειρώτες,
γιατί τα πιο πολλά χωριά είναι βλάχικα.
Η
παρουσία βλάχων στο Ζαγόρι βεβαιώνεται από τον 11ο αιώνα. Η
Βοβούσα (το κατ εξοχήν βλαχοχώρι στο Ανατολικό
Ζαγόρι) δημιουργήθηκε πριν 1000 χρόνια περίπου και τότε είχε
πέντε γειτονιές: το Μπαϊτάνι, η Τσιάσκα, η Αγ. Παρασκευή, ο Αγ. Δημήτριος, η
Πλάκα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι γειτονιές της ενσωματώθηκαν σε ένα
οικισμό, ο οποίος παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή κατά τον 17ο αιώνα, όταν
δημιουργήθηκε η Επιστασία Ζαγορίου, μια μορφή αυτοδιοικούμενης
ομοσπονδίας. Εκείνα τα χρόνια η Βοβούσα είχε αυτονομία και
πολλά σημαντικά προνόμια. Πολλά από αυτά προέκυψαν από τη συνθήκη της Βαλιδέ
Σουλτάνας του 1670. Ήταν ωραίοι και πλούσιοι καιροί για τη
Βοβούσα τότε.
Γι αυτό
ήρθε και κόσμος: το χωριό είχε 3000 κατοίκους το 1801! Πολύς κόσμος ζούσε μέσα
στα δάση θα πείτε. Ε, βέβαια. Ήταν όμως καλή η ζωή τους.
Από το
1817 όμως άρχισαν ληστρικές επιδρομές που ταλαιπώρησαν το χωριό ως το 1900 (το
1824 μάλιστα η Βοβούσα ερήμωσε τελείως γι ένα χρόνο!). Σήμερα
ζουν εδώ κάπου 70 άτομα.
Διασχίζουμε
με τον πρόεδρο την περίφημη γέφυρα του 1745 και περπατάμε στις γειτονιές του
χωριού. Υπάρχει μια ωραία εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος του 1814, αλλά λιγοστά τα
παλιά όμορφα σπίτια. «Το χωριό καταστράφηκε πολλές φορές» μου λέει ο Στέφανος. Η
τελευταία φορά ήταν ισοπεδωτική.
Πράγματι
στις 23/10/1943 οι Γερμανοί έκαψαν τη Βοβούσα ενώ ο επερχόμενος
Εμφύλιος την αποτελείωσε. Τι θα θυμάμαι από την αρχιτεκτονική του χωριού; Μα τα
πάμπολλα ξύλινα κτίσματα. Η αφθονία του ξύλου το κάνει δομικό υλικό δια πάσα
χρήση: σπίτια, αποθήκες, αχυρώνες, στάβλοι. Ως και γκαράζ ξύλινα είδα!
«Από το
νεροπρίονο, πήγαμε στις μηχανές πετρελαίου και σήμερα στο ρεύμα» φωνάζει ο
Χρήστος Μούσιος καθώς κόβει ένα πελώριο κορμό μαυρόπευκου με τον πατέρα του στη
μικρή υλοτομική τους βιοτεχνία δίπλα στο ποτάμι. Στοίβες ξύλα γεμίζουν με μια
ξινή μυρωδιά ρετσινιού τον τόπο. Τα ξύλα κόβονται εδώ σε σανίδες και φεύγουν για
να γίνουν σκεπές, παλέτες, ταβάνια, επενδύσεις, θερμοκήπια, πατώματα κλπ.
«Οι
Βοβουσιώτες ήταν από τους πρώτους που κατασκεύασαν νεροπρίονα» μου λέει ο
πρόεδρος. Το νεροπρίονο ήταν μια εξαιρετικά σύνθετη κατασκευή που στηνόταν κοντά
σε ποτάμι και με τη δύναμη του νερού μια κορδέλα έκοβε τους κορμούς.
«Να ο
αραμπάς σέρνει τους κορμούς, ο καταρράκτης κόβει και η φτερωτή δίνει την
κίνηση.» μου λέει ο ξυλουργός Βαγγέλης Νόλλας δείχνοντας μου σε μακέτα το
νεροπρίονο που σχεδιάζουν να κατασκευάσουν με τον συνάδελφό του Αλέξη Δρούγια
έξω από το χωριό. Το νεροπρίονο μαζί με μια νεροτριβή και ένα νερόμυλο θα
αποτελούν ένα μικρό μουσείο της υλοτομικής - υδροκίνητης παράδοσης του
χωριού.
Απόγευμα
ανεβαίνουμε στο Αλώνι να θαυμάσουμε τη θέα. Ένα τζιπάκι έρχεται δίπλα μας. Είναι
ο χαμογελαστός Στέφανος Σταγκογιάννης, ένας από τους φύλακες του Εθνικού
Δρυμού στη Βάλια Κάλντα. «Περιπολούμε για λαθροθήρες, ενημερώνουμε τον
κόσμο στον δρυμό, κάνουμε πυρασφάλεια» τονίζει. Η Βοβούσα βρίσκεται ακριβώς
δίπλα στην Βάλια Κάλντα, δίπλα στον Εθνικό Δρυμό
Πίνδου. «Έχει καμιά 80αριά αρκούδες γύρω» μου λέει ο πρόεδρος. «Αλλά
τις έχουμε συνηθίσει και τις αγαπάμε.».
Βράδιασε
κι εμείς ζεσταινόμαστε στο τζάκι, μασουλώντας βλαχοτύρι και λουκάνικα. Ο
Αώος ακούγεται βουερός έξω από το παράθυρο. Μόνο αυτόν ακούμε.
Ούτε τις βίδρες ούτε τις μεγάλες πέστροφες, ακούμε. Ούτε τα αγριόγιδα και τα
ζαρκάδια που χάνονται στα δάση ακούμε.
Η
πράσινη κοιλάδα της Πίνδου καταπίνει όλους τους ήχους γύρω από
το χωριό των ξυλοκόπων.
Που
βρίσκομαι;
Η
Βοβούσα βρίσκεται στα σύνορα Ηπείρου -
Μακεδονίας, στην οροσειρά της Πίνδου. Ο πιο
σύντομος δρόμος για να φτάσετε εκεί είναι μέσω
Μετσόβου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου