Η οδός Αιόλου τον 19ο αιώνα. Αριστερά το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, όπως πια
είχε διαμορφωθεί μετά το 1845 με τις αγορές δύο κτιρίων (οικία Δομνάδου και
ξενοδοχείο «Αγγλία»).
Γεννήθηκε μαζί με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και σημαδεύτηκε από ορισμένα τεχνικά λάθη στα πρώτα τραπεζογραμμάτια.
Καθώς το «νομισματικό» βρίσκεται στην ημερήσια
διάταξη, ας γυρίσουμε 170 χρόνια πίσω. Οταν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας
ξεκινούσε τις εργασίες της και εισέβαλε στην αγορά η χάρτινη δραχμή. Η εμφάνισή
της σημαδεύτηκε από μερικά «λάθη» τεχνικού χαρακτήρα. Αν και δεν ισχύει εδώ ότι
η «καλή μέρα από το πρωί φαίνεται», το γεγονός δίνει τροφή στη
φαντασία.
«Η Τράπεζα εσυστήθη... η Τράπεζα άρχεται... η
Τράπεζα υπάρχει...» ανήγγειλε, «με την μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν», η εφημερίδα
ΑΙΩΝ, όπως και όλος σχεδόν ο Τύπος της εποχής. Το πρώτο κατάστημα βρισκόταν «εις
την οικίαν του Διευθυντού» Γεωργίου Σταύρου. Ο τελευταίος -ισόβιος διοικητής έως
τον θάνατό του το 1869- θα έχει την κατοικία του πάντα στο κεντρικό κτίριο της
διοίκησης.
Παραδόξως, αν και η λειτουργία της ΕΤΕ έχει
αναγγελθεί από τον προηγούμενο χρόνο (Μάρτιος 1841), με τον ιδρυτικό νόμο του
Οθωνα, έχει συγκροτηθεί σε Οργανισμό, προαναγγελθεί αρκετές φορές και μετατεθεί
άλλες τόσες, δεν έχει προβλεφθεί χώρος για εγκατάσταση.
Το κατάλληλο
κτίριο.
Η αναζήτηση κατάλληλου κτιρίου για τα δεδομένα
της εποχής θα αρχίσει αργότερα. Θα βρεθεί με την ενοικίαση της οικίας Χαιρέτη.
Εκεί, στη Σοφοκλέους (το οίκημα δεν υπάρχει και αντιστοιχεί στο αριθμό 6 της
οδού) θα αρχίσει να λειτουργεί από τις αρχές Μαρτίου της ίδιας χρονιάς. Εως το
1845, όταν θα αποκτήσει ιδιόκτητη στέγη στη γωνία Αιόλου και Ευριπίδου (πλατεία
Λουδοβίκου τότε).
Η απρονοησία για την αρχική εγκατάσταση μοιάζει
με λεπτομέρεια μπροστά στην πρόνοια που έπρεπε να επιδειχθεί για την κατάκτηση
της εμπιστοσύνης των πρώτων πελατών. Οι συναλλασσόμενοι της εποχής εμπιστεύονταν
μόνο τα μεταλλικά νομίσματα. Η αντικατάστασή τους με τραπεζογραμμάτια φάνταζε
απραγματοποίητη. Εκτός των άλλων, υπήρχε το αρνητικό προηγούμενο με τους
καποδιστριακούς φοίνικες.
Το μέγιστο πρόβλημα έλυσε με ευρηματικότητα η
διοίκηση. Δίπλα στη θυρίδα, όπου καταβάλλονταν τα χαρτονομίσματα, υπήρχε μια
δεύτερη. Εκεί, ο συναλλασσόμενος μπορούσε επιτόπου να ανταλλάσσει με χρυσά και
αργυρά νομίσματα.
Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι στο
Καθολικόν Βιβλίον του λογιστηρίου της τράπεζας καταγράφεται ότι κυκλοφόρησαν την
πρώτη μέρα πενήντα τραπεζογραμμάτια των 100 δρχ. Θα είχε ενδιαφέρον αν γνωρίζαμε
πόσοι από τους συναλλασσόμενους έσπευσαν να τα μετατρέψουν αμέσως σε μεταλλικά
νομίσματα.
Κατά τη στιγμή της παράδοσης των γραμματίων
συμπληρωνόταν με το χέρι η αξία αριθμητικώς, η ημερομηνία σύστασης της τράπεζας,
ο αύξων αριθμός του γραμματίου, οι υπογραφές του λογιστή, του αρχιταμία, του
διευθυντή και του βασιλικού επιτρόπου.
Ο τίτλος του τελευταίου είχε παραλειφθεί κατά
την εκτύπωση και αποτυπωνόταν με σφραγίδα. Αυτό, όμως, δεν ήταν ούτε το μοναδικό
ούτε το σοβαρότερο λάθος στα τραπεζογραμμάτια της πρώτης έκδοσης της Εθνικής. Το
σημαντικότερο ήταν ότι τα γραμμάτια έφεραν την ταυτότητα ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, αντί
του σωστού ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, όπως αναγραφόταν στον ιδρυτικό νόμο της.
Η παρανόηση αποδίδεται στον Κανονισμό της Τράπεζας, που εκδόθηκε με διάταγμα του
Οθωνα. Στον υπότιτλό του αναφερόταν εκ παραδρομής ως ΕΘΝΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΤΡΑΠΕΖΑ.
Η σειρά είχε κατασκευαστεί στη Γαλλία σε δύο
φάσεις, με τη φροντίδα του τραπεζίτη και καθοριστικού συντελεστή στην ίδρυση της
τράπεζας Ι. Γ. Εϋνάρδου. Κατά την πρώτη εκτυπώθηκαν χαρτονομίσματα των 100 και
500 δραχμών. Είχαν μια απλή σχεδίαση και η εκτύπωση γινόταν με μαύρο μελάνι. Σε
κίτρινο χαρτί για τα κατοστάρικα και λευκό για τα πεντακοσάρικα.
Παραλήφθηκαν στα τέλη του 1841 σε τρία κιβώτια.
Ανοίχτηκαν «εντός του καταστήματος» και περιείχαν 30 φακέλους με 4.000 γραμμάτια
των πεντακοσίων και 11.000 των εκατό, συνολικής αξίας 3.100.000
δραχμών.
Με αυτά άρχισε η σταδιοδρομία της δραχμής και
της ΕΤΕ, η οποία από την πρώτη στιγμή ήταν ταυτισμένη με το δημόσιο ταμείο. Αυτό
ίσως ήταν και το μεγαλύτερο λάθος...
Μια ιστορική ημερομηνία.
Μνημειώδης μέρα η 22η Ιανουαρίου 1842 για τη νομισματική -κι όχι μόνο- ιστορία μας. Εκείνη την Πέμπτη επί μοναρχίας (και πρωθυπουργίας!) του Οθωνα:
Αρχισε να λειτουργεί η Εθνική Τράπεζα της
Ελλάδος στη νοικιασμένη οικία του πρώτου διευθυντή της Γ. Σταύρου. Προβλεπόμενες
από τον νόμο εργασίες: δάνεια με υποθήκη και ενέχυρο, προεξοφλήσεις
συναλλαγματικών και γραμματίων. Το κυριότερο, όμως, το προνόμιο έκδοσης και
κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων, πληρωτέων στον φέροντα και άμεσα ανταλλάξιμων σε
μεταλλικό νόμισμα, σε όλη την ελληνική επικράτεια για 25 χρόνια.
Εκδίδεται το πρώτο οργανόγραμμα της Τράπεζας
που φέρει τον τίτλο «Εκθεσις της εις τα διάφορα τμήματα διαιρέσεως της
Υπηρεσίας». Προβλέπει το Γραφείον, το οποίο «σύγκειται από τον Γραμματέα, τον
Διεκπεραιωτήν και τον Πρωτοκολλιστήν», το Λογιστήριον, διαιρούμενο σε τρία
τμήματα, και το Ταμείον. Για την κάθε λειτουργία υπάρχει λεπτομερής περιγραφή
των υποχρεώσεων των ασχο-λούμενων υπαλλήλων.
Με την έναρξη λειτουργίας της Εθνικής μπαίνουν
σταδιακά στην κυκλοφορία και τα πρώτα τραπεζογραμμάτιά της. Η πρώτη αυτή έκδοση
περιλαμβάνει τέσσερις αξίες των 25, 50, 100 και 500 δραχμών. Η εκτύπωσή τους
έχει γίνει στη Γαλλία, με μεσολάβηση του Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου. Τα σχέδια
είναι του οίκου Lacoste Pιre et Fils aine, σε χαρακτικές πλάκες του οίκου
Normand fils.
Κατά την ημέρα έναρξης των εργασιών της
Τράπεζας το κατατεθειμένο κεφάλαιο ανέρχεται σε 3.402.000 δρχ. και αντιστοιχεί
σε 3.402 μετοχές των 1.000 δρχ. Μέχρι το τέλος του έτους αυτό το κεφάλαιο θα
ανέλθει σε 3.949.000 δραχμές, ενώ το σύνολο του ενεργητικού σε 7 εκατ.
δραχμές.
«Προς ευκόλυνσιν της κυκλοφορίας...».
Αμέσως μετά τα γραμμάτια των 100 και 500 διαπιστώθηκε η ανάγκη για χαρτονομίσματα μικρότερης αξίας. Με τη φροντίδα πάλι του Εϋνάρδου εκτυπώθηκαν στη Γαλλία 25δραχμα και 50δραχμα. Οπως και σε κείνα με τη μεγαλύτερη αξία ήταν τυπωμένη η μία όψη (πράσινο χαρτί για τα 25δραχμα και ροδόχρου για τα 50δραχμα) και έφεραν την προειδοποίηση «η παραποίησις τιμωρείται με δεσμά διά βίου». Είχαν προστεθεί ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία και σημάδια για έλεγχο της γνησιότητάς τους.
14 σειρές σε 87 χρόνια.
Η ΕΤΕ θα κατέχει το εκδοτικό προνόμιο για 87 χρόνια, μέχρι να αντικατασταθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος (1928). Στην πορεία αυτή θα εκδώσει 68 διαφορετικούς τύπους τραπεζογραμματίων, που αποτυπώνουν με ιδιαίτερο τρόπο οικονομικές, πολιτικές, αλλά και διαδρομές της ιστορίας μας. Από την πρώτη έκδοση του 1842 δεν διασώζεται ολόκληρο κάποιο χαρτονόμισμα. Υπάρχουν μόνο κάποια κομμάτια τους. Πώς ήταν γνωρίζουμε μόνο από δοκίμια που βρίσκονται στις συλλογές της ΕΤΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου