Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Ο Χρήστος Σπίρτζης μας λέει ξανά ότι πονάει για να το εμπεδώσουμε

spi
                          
Εδώ χρειάζεται μπουζούκι (σ.σ.: κάτι σε ταξίμι ίσως.) που να παίζει πονεμένα στο φόντο. Η ήρωας του κλασσικού ελληνικού μελό κοιτάζει δακρυσμένος την κάμερα και λέει τον σπαραχτικό του μονόλογο. Η εικόνα πλησιάζει αυτήν που έχουμε όταν σκεφτόμαστε τον Βασιλάκη Καΐλα. Με το φιλμ ταλαιπωρημένο και τη φωνή ελαφρώς ασύγχρονη.
Ιδού λοιπόν ο μονόλογος: «Ο κ. Μητσοτάκης όταν έκανε απολύσεις γελούσε. Ο κ. Βενιζέλος, όταν λήστευε επί της ουσίας με το PSI τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δημόσιους φορείς, γελούσε. Ο κ. Γεωργιάδης ήταν περήφανος και γελούσε όταν διέλυε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Οταν επιβάλλονται λοιπόν τέτοιες πολιτικές, που είναι η συνέχιση των πολιτικών και στην αντίληψη και στην ιδεολογία του κ. Μητσοτάκη, εμείς δεν μπορούμε να γελάμε. Στεναχωριόμαστε. Αυτό δεν είναι κακό. Δείχνει και άλλα πράγματα». Υπογραφή: Χρήστος Σπίρτζης. Μέσω Facebook

Η «Σπίρτζεια» απολογία: «δεν φταίω εγώ κύριε Πρόεδρε... Η κακούργα η κοινωνία φταίει...»
Η «Σπίρτζεια» απολογία: «δεν φταίω εγώ κύριε Πρόεδρε. Η κακούργα η κοινωνία φταίει.»

Εδώ είναι το σημείο που οι θεατές (σ.σ.: στο σινεμά της δεκαετίας του '50) νιώθουν την οργή για τους σαδιστές πλουτοκράτες να ξεχειλίζει. Και πού θα στραφούν; Μα στο καλό και τίμιο παλικάρι που πονάει. Που μπορεί να κάνει τα ίδια αλλά δεν τα κάνει από χόμπι αλλά επειδή «η κακούργα η κοινωνία» του το επιβάλλει, γιατί ο κόσμος είναι άπονος.
Οσο κι αν φαίνεται αστείο, αφελές, απίστευτο ή εξωφρενικά γελοίο, αυτό είναι ακριβώς το «επιχείρημα» (σ.σ.: καλά, «επιχείρημα», λέμε τώρα.) που επέλεξε ο υπουργός Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων (σ.σ.: ή ακόμα χειρότερα ολόκληρη η κυβέρνηση) προκειμένου να διαφοροποιηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση που έκανε ακριβώς τα ίδια. Πρόκειται για την (σ.σ.: αυθαίρετη) αναγωγή στις ηθικές προθέσεις. Που ακριβώς επειδή είναι αυθαίρετη δεν αντιμετωπίζεται με επιχειρήματα αλλά μόνο με όρους λαϊκής σαπουνόπερας. Με άλλα λόγια καταφεύγει στο είδος εκείνο της επικοινωνίας που απευθύνεται κατά κανόνα σε περιορισμένης αντιληπτικότητας κοινό: την ηθικολογία.
Τι προσπαθεί στην πραγματικότητα να πει ο Χρήστος Σπίρτζης; Οτι κατάφερε να διακρίνει στα πρόσωπα του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Αδωνι Γεωργιάδη το ύφος του Δρακουμέλ όταν κυνηγάει τα «φριχτά κι απαίσια Στρουμφάκια» (σ.σ.: δηλαδή τους πολίτες); Μήπως ότι μια αόρατη μεταφυσική δύναμη στην οποία δεν μπορεί να αντισταθεί παρά τις προσπάθειές του τον κατευθύνει όπως ισχυρίζονται πολλές φορές στο δικαστήριο οι κατηγορούμενοι ελπίζοντας να αθωωθούν λόγω διαταραχής της προσωπικότητας ή λόγω ακαταλόγιστου (ή λόγω βλακείας.); Οτι στην κλίμακα αξιών του μελό, μια πόρνη που λέει και μια πονεμένη ιστορία έχει το ηθικό πλεονέκτημα απέναντι σε μια πόρνη που γελάει όταν εκδίδεται;
Το αστείο είναι ότι η συγκεκριμένη στρατηγική δεν είναι σίγουρο ότι θα πέσει στο κενό. Πολλοί άνθρωποι ψάχνουν δικαιολογία προκειμένου να αθωώσουν τον εαυτό τους ή να τον πείσουν ότι δεν παρασύρθηκε από τις αυταπάτες του. Και η «ηθική» γενικά βολεύει γιατί ο καθένας μπορεί να την προσαρμόσει στα μέτρα του.
Βέβαια το επιχείρημα ότι «οι άλλοι το έκαναν από κοινωνικό σαδισμό ενώ εμείς από καθήκον» δεν στέκει σε λογική ανάλυση. Ειδικά όταν έχεις κατηγορήσει επανειλημμένα τους «άλλους» ότι εκπροσωπούν το «πελατειακό κράτος του παρελθόντος». Δηλαδή το κράτος που διορίζει. Το κράτος που δίνει επιδόματα. Το κράτος που συνταξιοδοτεί πρόωρα. Τέλος πάντων, το κράτος που «κάνει χατίρια και καλοπιάνει τα «πελατάκια του».
Πώς γίνεται οι κύριοι εκπρόσωποι αυτού ακριβώς του κράτους (σ.σ.: σύμφωνα με τα δικά σου λεγόμενα.) να μετατράπηκαν ξαφνικά σε Μαρκήσιους ντε Σαντ και να «φτιάχνονται» με αυτοκαταστροφικό οίστρο όταν απολύουν, όταν «ληστεύουν» ή όταν διαλύουν το σύστημα υγείας των «πελατών» τους; Δεν γίνεται. Αλλά αυτό μάλλον δεν έχει και πολλή σημασία για τον ιδανικό θεατή του «σπίρτζειου» μελό. Που θα επιλέξει την αλήθεια που τον βολεύει.
Οπότε ο Χρήστος Σπίρτζης θα συνεχίσει να παριστάνει την θλιμμένη Μαγδαληνή. Που έχει διαφορά από τις προηγούμενες Μαρίες Μαγδαληνές. Και όποιος «μασήσει».
Το μόνο πρόβλημα είναι πως όταν φτάνεις σε τέτοια απόγνωση ώστε να ποντάρεις στους «ευήθεις» (σ.σ.: μετάφραση: στους «ηλίθιους».) που θα πιστέψουν έναν τέτοιο ισχυρισμό, έχεις ήδη χάσει το παιχνίδι. διότι αφ' ενός εξοργίζεις τους νοήμονες δείχνοντάς τους πόσο τους υποτιμάς. Και αφ' ετέρου κανένα κόμμα στην ιστορία δεν ανένηψε δημοσκοπικά ποντάροντας στους βλάκες. Γιατί πάντα θα βρεθεί κάποιος να τους πουλήσει ακόμα πιο πιασάρικη «ηθικολογία». Στο κάτω κάτω τζάμπα είναι.
ΥΓ.: Καλό θα ήταν πάντως, όσο προσπαθεί να πείσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν γελάει αλλά στεναχωριέται και αυτό δεν είναι κακό γιατί δείχνει άλλα πράγματα» να εξαφανίσει και εκείνες τις φωτογραφίες από κοινοβουλευτικές ομάδες και ολομέλειες που δείχνουν στελέχη του κόμματος να ξεκαρδίζονται λέγοντας αστεία στα έδρανα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: