Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Ποίηση και πολεμική: μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα


Με μεγάλη χαρά  παρουσιάζουμε σήμερα ένα βιβλίο, που εκδόθηκε από τον καλό εκδοτικό οίκο Κίχλη, το οποίο σε 500 σελίδες σκιαγραφεί τη ζωή και το έργο του Κοτζιούλα.

Η χαρά είναι διπλή, αφού το βιβλίο το υπογράφει η καλή φίλη Αθηνά Βογιατζόγλου, του πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με την οποία συνεργαζόμαστε εδώ και χρόνια σε διάφορα φιλολογικά θέματα. Και γίνεται τρίδιπλη, ανάμικτη με καμάρι, επειδή στο βιβλίο της Αθηνάς έχω βάλει το χέρι μου κι εγώ: έχω γράψει ένα επίμετρο με τίτλο «Η γλώσσα του Κοτζιούλα και ο Κοτζιούλας για τη γλώσσα», και έχω επιμεληθεί το γλωσσάρι του βιβλίου -που είναι απαραίτητο, διότι ο Κοτζιούλας στα έργα του χρησιμοποιεί ηπειρώτικους ιδιωματισμούς, που δύσκολα τους καταλαβαίνει ο σημερινός αναγνώστης.

Το βιβλίο το παρακολούθησα από κοντά ενώ γραφόταν και έχω διαβάσει πολλές φορές τα δακτυλόγραφα στις διάφορες φάσεις του, οπότε δεν είμαι αμερόληπτος. Θεωρώ πάντως ότι είναι μια εξαιρετική δουλειά. Η Βογιατζόγλου αξιοποίησε, απέσταξε πιο σωστά, το αδημοσίευτο υλικό του αρχείου Κοτζιούλα, κάτι που ήταν απαραίτητο αφού ο, αενάως αυτοβιογραφούμενος, όπως τον χαρακτηρίζει, Κοτζιούλας περιγράφει τα περιστατικά της ζωής του άλλοτε σε επιστολές του, άλλοτε σε ημερολόγια και πολύ συχνά στα ποιήματά του. Και ακριβώς επειδή η συγγραφέας παραθέτει διαρκώς αποσπάσματα από το έργο του ποιητή (όπως θα δείτε στο δείγμα που βάζω στο τέλος), πολλές φορές νομίζεις πως διαβάζεις αυτοβιογραφία του Κοτζιούλα.


Η συγγραφέας παρουσιάζει επίσης την τροχιά που διέγραψε ο Κοτζιούλας στο πνευματικό στερέωμα της Ελλάδας του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων και τις αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις του με ομοτέχνους, καθώς ο Κοτζιούλας ανήκε στην αντιμοντερνιστική πτέρυγα αφενός και ταυτόχρονα ήταν τυπικός εκπρόσωπος των λογοτεχνών της επαρχίας, έστω κι αν τα περισσότερα δημιουργικά του χρόνια τα πέρασε στην Αθήνα.
Αλλά βέβαια, ο Κοτζιούλας ήταν και ο μοναδικός σημαντικός λογοτέχνης μας που όχι απλώς πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση παρά και πολέμησε μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, καθώς συνδέθηκε προσωπικά με τον πρωτοκαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη και δημιούργησε το Θέατρο του βουνού. Η Βογιατζόγλου δίκαια εξαίρει αυτή τη σύντομη σε ημερολογιακό χρόνο αλλά πυκνή σε γεγονότα και σε δημιουργία περίοδο της ζωής του ποιητή (1943-1945).

Στην αρχή σκέφτηκα να παρουσιάσω ένα κομμάτι από το δικό μου επίμετρο -αλλά θα ήταν εγωιστικό, και μπορεί να περιμένει για άλλο άρθρο, ενώ επίσης λογαριάζω να αφιερώσω κι άλλο ένα άρθρο σε κάποιες λέξεις του Κοτζιούλα σπάνιες, αφού εμείς εδώ λεξιλογούμε (εκτός από τις Κυριακές). Οπότε, παρουσιάζω ακριβώς τις πρώτες σελίδες από το 3ο κεφάλαιο του βιβλίου, «Τα χρόνια του ηρωισμού (1943-1945», την ενότητα «Στο βουνό με τους αντάρτες».
Μεταφέρω το κείμενο όπως εμφανίζεται στο βιβλίο, δηλαδή πολυτονισμένο (ας κάνουμε μια υποχώρηση στις αρχές μας για το χατίρι του Κοτζιούλα) αλλά χωρίς τις υποσημειώσεις, για τεχνικούς λόγους.

kotz-arta
Ο Κοτζιούλας στο βουνό με τους αντάρτες

Η προσχώρηση του Κοτζιούλα στὸ ἀντάρτικο, τὸ 1943, καὶ τὰ ὅσα ἔζησε μέχρι τὸν ἀφοπλισμό, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1945, ὑπῆρξαν ἡ κορυφαία ἐμπειρία τῆς ζωῆς του. Ἡ ἔνταση μὲ τὴν ὁποία βίωσε τὰ γεγονότα καὶ ἔγραψε γι’ αὐτά, ἡ ἀνάταση καὶ ἡ προσωπικὴ ὁλοκλήρωση ποὺ φαίνεται νὰ αἰσθάνθηκε ὀφείλονται σὲ πολλοὺς λόγους. Κατ’ αρχὰς ἡ Ἀντίσταση, μὲ τὸν ἀγροτολαϊκὸ χαρακτήρα της, ἦταν ἡ στιγμὴ στὴν ὁποία ἔνιωσε ὅτι ἡ πραγματοποίηση τῶν ἰδανικῶν του ἦταν δυνατή: ἡ ὀρεινὴ ἐπαρχία ἀναβαθμίστηκε σὲ σχέση μὲ τὴν Ἀθήνα καὶ ὁ πολιτισμός της ἀναπτύχθηκε, οἱ ἀγροτοποιμενικὲς κοινότητες πρωταγωνίστησαν στὸν ἀγώνα, ἡ λαοκρατία καὶ ἡ ἀταξικὴ κοινωνία ἔμοιαζαν, γιὰ λίγο, ἐφικτά. Ἐπιπλέον, ἡ ἀντιστασιακὴ τέχνη ἀνταποκρινόταν στὸ ὅραμά του γιὰ μιὰ τέχνη κατανοητὴ ἀπὸ τὸν λαό, μορφικὰ παραδοσιακὴ καὶ ρεαλιστική – ὁ μοντερνισμὸς ἦταν στὸ βουνὸ ἐκτὸς παιχνιδιοῦ. Σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, ὁ Κοτζιούλας μπόρεσε, ἐπιτέλους, νὰ συνδυάσει τὴ γραφὴ μὲ τὴν πράξη. Οἱ ἐνοχές του ἐπειδὴ εἶχε ἐγκαταλείψει τὸ χωριὸ γιὰ χάρη τῶν πνευματικῶν σειρήνων τῆς πρωτεύουσας ἁπαλύνθηκαν. Ἡ εὔθραυστη αὐτοπεποίθησή του τονώθηκε· ὁ φιλάσθενος γραφιάς, ποὺ δὲν εἶχε μπορέσει νὰ συμμετάσχει στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο, διεκδικοῦσε τώρα δάφνες ἡρωισμοῦ. Ὑπῆρξε ὁ μοναδικὸς νεοέλληνας λογοτέχνης ποὺ ἔζησε καὶ ἔγραψε γιὰ τόσο μεγάλο διάστημα στὴ μαχόμενη Ἑλλάδα καὶ ἡ προσφορά του στὸν ἀγώνα ἦταν, ὅπως θὰ δοῦμε, πολύπλευρη.
Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1942 εἶχε ἀρχίσει νὰ ἀκούγεται στὴν περιοχὴ τῶν Τζουμέρκων τὸ ὄνομα τοῦ Ἄρη Βελουχιώτη καὶ νὰ ἐξαπλώνεται στὴν ἑλληνικὴ ἐπαρχία ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἡ δράση τοῦ ΕΑΜ καὶ τοῦ ΕΛΑΣ. Ὅπως γράφει ὑπαινικτικά, ἐξαιτίας τῆς λογοκρισίας, στὸν Γονατᾶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1942, ἂν δὲν τὸν ζωογονοῦσε ἡ πεποίθηση πὼς «θὰ ἀναθάλει ἀπὸ τὸ χαλασμὸ μιὰ καλύτερη ἀνθρωπότητα, λιγότερο σάπια καὶ κακὴ ἀπ’ τὴ σημερινή», δὲ θά ’βλεπε «ἄλλο καταφύγιο ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία». Τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1943 ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ ἀντάρτικες ὁμάδες τοῦ ΕΛΑΣ ποὺ συγκροτήθηκαν τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1942 στὴν Ἄρτα, ἐκείνη τοῦ Ἀριστοφάνη Τσάκα (ποὺ ἔφερε τὸ ἀγωνιστικὸ ψευδώνυμο καπετὰν Τζαβέλας), πέρασε ἀπὸ τὴν Πλατανούσα καὶ ὁ ἀρχηγός της μίλησε
στοὺς κατοίκους γιὰ τὸ ΕΑΜ. Στὰ ἀπομνημονεύματά του ὁ Τσάκας λέει ὅτι τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ προσοχὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ Κοτζιούλας (τὸν ὁποῖο θυμόταν ὡς ποιητικὰ ταλαντοῦχο μαθητὴ στὸ γυμνάσιο τῆς Ἄρτας) παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του: «Πρόσεχε τὰ λόγια μου ἔχοντας τὴν παλάμη του κυρτὴ στ’ αὐτὶ γιὰ ν’ ἀκούει καλύτερα· ἦταν δὰ καὶ λίγο βαρήκοος».



Στὸ ἀφήγημά του «Τ’ ἀνεπάντεχα τῆς Πρωτοχρονιᾶς», ὁ Κοτζιούλας διηγεῖται πῶς ὁ ἀρχικὸς φόβος του γιὰ τὴν εἴσοδο τῶν ἀνταρτῶν στὸ χωριὸ ἔδωσε τὴ θέση του σὲ μιὰ ἐμπειρία ἀποκάλυψης, ποὺ ἀποδίδεται μὲ ὅρους ποιητικούς:

Τί δουλιὰ ἔχει ἡ ἀλεποῦ στὸ παζάρι ! […] Ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο μας, κύριε, ἀνώδυνο καὶ πολιτισμένο, νὰ μεταφράζουμε τοὺς κλασικούς. Βέβαια ὁ Ὁράτιος καὶ ὁ Θεόκριτος δὲν ἔχουν τόσο ταιριαστὴ θέση κάτου ἀπ’ τὰ δασιὰ φρύδια τοῦ Τζουμέρκου, μὰ καθένας ἔχει τὴ σειρά του, καὶ δὲ μπορεῖ ὁ γραφιάνος νὰ γίνει βασιλεὺς τῶν ὀρέων, νὰ τὰ βάλει μ’ ἀνθρώπους τοῦ ντουφεκιοῦ. Ἂς τὸ στρίψουμε λοιπὸν κανονικά.

Ἡ γνωριμία του μὲ τοὺς ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ, ὅμως, ἐνέπνευσε στὸν Κοτζιούλα ἐμπιστοσύνη, ἡ ὁμιλία τοῦ Τζαβέλα τοῦ κέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς ποὺ ἡ ὁμάδα ξεσήκωσε στοὺς παρευρισκόμενους δὲν τὸν ἄφησε ἀνεπηρέαστο. Τὸ διήγημα καταλήγει ὡς ἑξῆς:
Πῆρα τὸν ἀπάνω δρόμο καὶ τράβηξα γιὰ τὸ σπίτι μου, κάπου μισὴ ὥρα ἀπ’ τὸ κέντρο τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, μὲ ρωτοῦσαν, δεξιὰ ἀριστερά, ὅλο γιὰ τοὺς ἀντάρτες. Καὶ χίλιες σκέψεις γυρίζαν στὸ μυαλό μου.Ἔνιωθα τὸν ἑαυτό μου ἄνω κάτω, σὰ νά ’χα ζαλιστεῖ ἀπὸ πιοτὸ ἢ νὰ παραμιλοῦσα στ’ ὄνειρό μου ἢ νὰ περίμενα ἀγαπητικιὰ πολυπόθητη. Μὰ κι ὅλο τὸ χωριό, ἴσαμε τὸ πιὸ ἀπόμερο κονάκι, μὲ τοὺς ἀντάρτες εἶχαν νὰ κάμουν. Φάνηκαν στὸ μεσοχώρι μὲ ντουφέκια, μὲ μαχαίρια, μ’ ἀλλιώτικα ὀνόματα, σὰν τὶς «προσωπίδες» ποὺ βγαῖναν τὶς ἀποκριές. Καὶ πέρασαν ἀπὸ μαχαλὰ σὲ μαχαλὰ σὰν τὰ «Λαζαρούδια», μόνο ποὺ δὲν τραγουδοῦσαν, δὲν ἔλεγαν τὰ πάθια τοῦ νεκροῦ, μὰ κήρυχναν ἀνάσταση γιὰ τὶς πεθαμένες ψυχές μας.
Ὁ Κοτζιούλας ἀκολούθησε τὴν ὁμάδα τοῦ Τζαβέλα καὶ στὰ ἑπόμενα χωριὰ καὶ δὲν ἄργησε νὰ ἀναλάβει διοικητικὴ θέση σὲ τμῆμα τοῦ ΕΛΑΣ. Τὸν Ἀπρίλιο συγκροτήθηκε τὸ Ὑπαρχηγεῖο ἀνταρτῶν Ξηροβουνίου καὶ Δυτικοῦ κάμπου Ἄρτας μὲ καπετάνιο τὸν Γάκη Σπύρου, στρατιωτικὸ διοικητὴ τὸν πρώην συμμαθητὴ τοῦ Κοτζιούλα Γιάννη Παπανικολάου καὶ πολιτικὸ ἐπίτροπο τὸν Κοτζιούλα. Ἡ παρουσία τοῦ ὑπαρχηγείου ἦταν πάντως βραχύβια, καθὼς μέχρι τὸ τέλος τῆς Κατοχῆς συγκροτημένα ἐλασίτικα τμήματα δὲν κατόρθωσαν νὰ δημιουργηθοῦν στὴν περιοχὴ τοῦ Ξηροβουνίου, ὅπου κυριαρχοῦσαν οἱ δυνάμεις τοῦ ΕΔΕΣ –εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν Πλατανούσα ἑβδομήντα ἀπὸ τοὺς κατοίκους στρατολογήθηκαν στὸν ΕΔΕΣ καὶ πέντε μόνο στὸ ΕΑΜ.

Ὁ Κοτζιούλας ἀφοσιώθηκε μὲ θέρμη στὰ καθήκοντά του ὡς ἐπιτρόπου καὶ ἀνέπτυξε ἔντονη δράση, ποὺ φαίνεται ὅτι ἀπέδωσε καρπούς. Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὁ λαογράφος, ἱστορικὸς καὶ μετέπειτα στέλεχος τοῦ ΕΑΜ Χρῆστος Σούλης φροντίζει νὰ διοριστεῖ ὁ ποιητὴς στὴ «Ζωσιμαία Σχολὴ» τῶν Ἰωαννίνων. Ὅπως σχολιάζει ὁ Παπανικολάου, ἡ ἄρνηση αὐτοῦ τοῦ διορισμοῦ ἦταν ἡ πρώτη ἀντιστασιακὴ πράξη τοῦ Κοτζιούλα, ὁ ὁποῖος προτίμησε νὰ διδάξει «στὸ γυμνάσιο τοῦ ΕΑΜ». Τὰ παπούτσια ποὺ τοῦ στέλνει ὁ Σούλης ἀπὸ διανομὴ τῆς Μητρόπολης Ἰωαννίνων φτάνουν τὴν κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν νὰ περιοδεύσει στὰ χωριὰ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Τζουμέρκων-Ξεροβουνίου, προκειμένου νὰ ἀφυπνίσει τοὺς βιοπαλαιστὲς τῆς ὀρεινῆς ὑπαίθρου· ὁ σύντροφος καὶ μετέπειτα μελετητής του Νίκος Κοσμᾶς μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Κοτζιούλας εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐπιβάλλεται στὸ ἀκροατήριό του:
Τὸ ὕφος του, παρ’ ὅλη τὴν πικρὴ ἔκφραση τοῦ προσώπου του, ἦταν ἀθῶο, παιδικό. Μιλοῦσε μὲ γερμένο λίγο τὸ κεφάλι, ἀργά, σιγανὰ καὶ γλυκά. Μιλοῦσε κατ’ εὐθείαν στὴν ψυχὴ τῶν ἁπλοϊκῶν ἀνθρώπων. Ἀνάλογα μὲ τὸ ἀκροατήριο εἶχε καὶ τὶς προσφωνήσεις. Στοὺς κτηνοτρόφους τῶν Τζουμέρκων ἄρχιζε μὲ τὶς λέξεις : «Ἀγαπητοί μου βλαχοποιμένες, πρόβατα φυλᾶτε καὶ πρόβατα δὲν ἔχετε. Τὰ χρωστᾶτε. Γιατί νὰ τὰ χρωστᾶτε; Τὸ σκεφτήκατε αὐτὸ καμιὰ φορά;».
Ἡ μεγαλύτερη συμβολὴ τοῦ Κοτζιούλα στὸν ΕΛΑΣ ἦταν ἡ βοήθεια ποὺ πρόσφερε στὴ στρατολόγηση ὁρισμένων ἀγροτοποιμενικῶν φατριῶν (πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν ζωοκλέπτες καὶ ληστοφυγόδικοι), κυρίως τῶν περίφημων Μπουντουραίων καὶ Γρατζουναίων : «χάρη σ’ αὐτὸ τοὺ μάγου γινήκαμεν κι μεῖς ἀμίτις. Ποῦ ξέραμεν, ἰμεῖς ἀπ’ ἀγώνις;», φέρονται νὰ λένε ἀργότερα μέλη τῶν ὁμάδων αὐτῶν. Ὡστόσο, ἡ «διαπαιδαγώγηση» τῶν συγκεκριμένων ὁμάδων ἀπὸ τὸν ΕΛΑΣ δὲν ἀποδείχτηκε πολὺ ἀποτελεσματική· οἱ ζωοκλοπὲς καὶ οἱ λεηλασίες συνεχίστηκαν καὶ μέλη τῆς ὁμάδας πέρασαν ἀργότερα στὸν ΕΔΕΣ, ὅπου ἐπίσης ὁδηγήθηκαν σὲ ρήξη μὲ τὴν ἡγεσία καὶ ἐντέλει ἐξολοθρεύτηκαν. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1943, πάντως, ὅταν οἱ ληστὲς εἶχαν μόλις ἐνταχθεῖ στὸν ΕΛΑΣ, ἡ σχέση τους μὲ τὸν Κοτζιούλα ἦταν θερμή. Ὁ Ἀλέξανδρος Μπουντούρης, ἀπὸ τὰ ἡγετικὰ μέλη μιᾶς φατρίας τῶν Γρατζουναίων, χάρισε στὸν ποιητὴ τὸ πιστόλι του, ἐμπειρία ποὺ ἀποτυπώνεται στὸ ποίημα «Ἀντάρτες»:

Μὲ κλέφτες ἔσμιξα κι ἐγώ, μὲ χαραμῆδες
ποὺ βγαίνουν –σκιάχτρα ζωντανά– στὶς δημοσιὲς
κι ἁρπάζουν χρήματα, περίσσιες φορεσιὲς
ἀπὸ μαυραγορίτες κι ἄλλους μουστερῆδες.
Δὲν ξέρω τί θὰ λὲν γιὰ μὲ οἱ πρωτευουσιάνοι
σὰ μάθουν τὰ καμώματά μου τὰ στερνά,
μά, ὅπως καὶ νά ’ναι, πῆρα δίπλα τὰ βουνὰ
κι ἐδῶ ποὺ βρίσκομαι κανένας δὲ μὲ πιάνει.
Βαρύζωστο φορῶ στὴ μέση μου κουμπούρι
ποὺ δὲ λαθεύει ἀπὸ τὶς ἕξι του καμιὰ
καὶ θά ’στρωνες μὲ δαῦτο κάμποσα κορμιά,
ὢ Ἀλέξη, ἂν δὲν τὸ ἀποχωρίζοσουν, Μπουντούρη […] (Γ9)

Πέρα ἀπὸ τὸν θαυμασμό του γιὰ τοὺς γενναίους ἄντρες τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν αἴσθηση τῆς συντροφικότητας ποὺ ἀπολαμβάνει στὸ πλάι τους, ὁ Κοτζιούλας ἐκφράζει στοὺς στίχους αὐτοὺς τὴν ἱκανοποίησή του γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι διαφοροποιεῖται ἀπὸ τοὺς «πρωτευουσιάνους» ὡς ἀγωνιστής. «Πρωτευουσιάνος», πάντως, εἶχε αὐτοχαρακτηριστεῖ λίγους μῆνες πρίν, ὅπως εἴδαμε, γράφοντας στὸν Τζελέπη γιὰ τὴν ἀπουσία οὐσιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν λογίων γιὰ τὴν πάσχουσα ἐπαρχία.
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1943 γράφει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δημοφιλῆ ἀγωνιστικὰ ποιήματά του, ποὺ μελοποιήθηκε ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἀντιστασιακὸ μουσικοσυνθέτη Ἀλέκο Ξένο. Πρόκειται γιὰ τὴ δεκάστροφη «Ἐπανάσταση», μιὰ καταγγελία ἐναντίον τῆς ἐγχώριας ταξικῆς ἀνισότητας, μὲ ὁρμητικὰ ἐκφρασμένη τὴ βεβαιότητα τῆς κοινωνικοπολιτικῆς ἀνατροπῆς. Παραθέτω ἐνδεικτικὰ δυὸ στροφές:

Ποῦ θὰ πᾶτε, ποῦ θὰ πᾶτε! Κομποδιάστε τὰ κλεμένα,
κρύψτε καὶ τ’ ἀσημικά σας νὰ τὰ χαίρεται ἡ σκουριὰ
θά ’βγουμε κι ἐμεῖς παγάνα, θὰ σᾶς εὕρουμε ὣς τὸν ἕνα,
καὶ στὴν πόλη μέσα ἂν εἶστε καὶ στ’ ἀπόμερα χωριά.
[…]
Ποῦ θὰ πᾶτε, ποῦ θὰ πᾶτε! Νά, ξυπνάει ὁ μιναδόρος
καὶ τῆς θάλασσας ὁ μοῦτσος κι ὁ λιγόλογος σκαφτιάς.
Πὲς καὶ πὲς οἱ ἁπλοὶ διδάχοι, στὰ στερνὰ θὰ πιάσ’ ὁ σπόρος
κι εἶναι πιὰ φουρτούνας βόγγος ἡ φωνὴ τῆς ἐργατιᾶς. […]
[Ολόκληρο το ποίημα εδώ]

Ὁ Κοτζιούλας ἀπάγγειλε τὸ ποίημα σὲ μιὰ σύσκεψη πολιτικῶν ἀρχηγῶν καί, ὅπως γράφει στὶς ἀναμνήσεις του ἀπὸ τὸν Ἄρη, ἄρεσε πολὺ στοὺς συναγωνιστές του· ἄρχισε λοιπὸν νὰ τοὺς τὸ μοιράζει ἀντιγράφοντάς το μὲ τὸ χέρι σὲ τσιγαρόχαρτο δεκάδες φορές. Ὅπως ἀφηγεῖται, μάλιστα, κάποιο ἀντίγραφο ἔφτασε στὰ χέρια Ἐδεσίτη, τυπώθηκε σὲ γραφομηχανὴ σὲ ἑκατοντάδες ἀντίγραφα, τοιχοκολλήθηκε καὶ κοινοποιήθηκε μὲ αὔξοντα ἀριθμὸ στοὺς ἀντάρτικους σχηματισμοὺς καὶ τὶς ἐπιτροπὲς τοῦ ΕΔΕΣ ὡς τεκμήριο κομμουνιστικῆς προπαγάνδας. Συνοδευόταν ἀπὸ ἐπικριτικὴ ἀνάλυση ἑνὸς ἴλαρχου ἀπὸ τὸ ἀρχηγεῖο «Ἐθνικῶν ὁμάδων» Τζουμέρκων, στὴν ὁποία ὁ Κοτζιούλας ἔγραψε καὶ τοιχοκόλλησε ἀπαντητικὸ κείμενο, ποὺ ὅμως δὲν σώζεται.
Ἡ ἐπαναστατικὴ ποίηση τοῦ βουνοῦ φαίνεται ὅτι εἶχε καὶ τὴν ἰδιότυπη «φιλολογία» της.
Ἡ φήμη τοῦ ποιήματος ἔφτασε μέχρι τ’ αὐτιὰ τῶν Μαυροσκούφηδων, τῶν ἔφιππων φρουρῶν τοῦ Βελουχιώτη, στὶς σκληραγωγημένες μορφὲς τῶν ὁποίων ὁ Κοτζιούλας εἶδε νὰ ἐνσαρκώνεται τὸ ἰδανικό του γιὰ τὸν ἡρωισμό. Τοὺς πρωτογνώρισε σὲ φιλικὸ σπίτι στὸ χωριὸ Χόσεψη τῶν Τζουμέρκων στὶς ἀρχὲς Αὐγούστου τοῦ 1943 καὶ μίλησε μαζί τους μέχρι ἀργὰ τὴ νύχτα.
Ὅπως γράφει :
Μὲ ἄκουσαν μὲ προσοχὴ ἐκεῖνο τὸ βράδυ καὶ τὸ μόνο ποὺ μοῦ ζητοῦσαν ἦταν νὰ τοὺς κάμω ἕνα τραγούδι, μὰ δικό τους, μαυροσκούφικο, γιὰ νὰ τό ’χουν νὰ τὸ λένε. Ἡ ζήτηση τραγουδιῶν ἐκεῖνον τὸν καιρὸ στὰ βουνὰ ἦταν ἄλλο πράμα. Καὶ φαντάζεται κανένας τὴ δυστυχία ἑνὸς στιχουργοῦ ποὺ δὲν ἤξερε καὶ μουσική, νὰ τὴν ταιριάξει μὲ τὰ λόγια. Συνθέτη ἔπρεπε νὰ σκίσεις βουνὰ καὶ βουνὰ γιὰ νὰ πετύχεις.

Ο Κώστας Τραχανάς γράφει για τον Κοτζιούλα.

«Ποίηση και Πολεμική-Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» 


thumbnail

Η Ήπειρος είναι και ήταν φτωχός τόπος .Δύσκολες οι συνθήκες ζωής. Μίζερο το μεροκάματο και δεν έφτανε τα παλιά χρόνια να χορτάσουν τόσα στόματα τη φαμίλια. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής ενεργοποιούν όμως τον άνθρωπο.

Ό,τι δε  μας δίνεται εύκολα μας αναγκάζει να ψάξουμε, να επινοήσουμε, να ανακαλύψουμε, να εφεύρουμε.Έτσι στα πλοκάμια της σκέψης καταλαγιάζει η επινοητική λειτουργία.Το πνεύμα γίνεται πιο γόνιμο. Ευκαιρίες θέλει. Κι αυτές , αν δεν τις βρίσκει στην Ήπειρο, οπότε δρασκελίζει τα διάσελα, πηγαίνει σε άλλα μέρη, γκιζεράει σε άλλες πολιτείες, σε άλλους κόσμους. 

Στον ορεινό όγκο της Πίνδου το μάτι αγνάντευε μακριά και το πνεύμα αφηνόταν λεύτερο να συλλάβει, να ελέγξει, να παράγει έργο. Εκεί πάνω στα σκληροτράχηλα βουνά μας,στα Τζουμέρκα ,ο νους διαφεντεύει , δεν διαφεντεύεται. Η Ήπειρος  για καιρούς πολλούς έκανε εξαγωγή …φτώχιας και πνεύματος. Ένα  φτωχό αλλάφωτισμένο τέκνο της Ηπείρου ήταν και ο Γιώργος Κοτζιούλας.

« Αν έχετε ακουστά για κάποιον ποιητή/πόχειαπ΄τ’απόμακρα Τζουμέρκα φανιστεί,/Γιώργο τον βάφτισαν , του ΚωσταντήΚοτζιούλα,/γεννήθηκε, κοντά στις δάφνες, στην Τζουμούλα/για αυτόν που αθάρρευτος , σαν όλοι απ΄ τα βουνά, μπήκε στην πολιτεία με τα πολλά στενά/και μοσκοτρώγοντας καρβέλι αντίς μπομπότα/παιδεύτηκε πολύ για γράμματα, για φώτα,/νυχτοδουλεύοντας χρόνια μισοτιμής,/πρόθυμος για δουλειές , στο πάρσιμο ατζαμής,/αλλά και βαρετός κοντεύοντας να γίνει/με την αδύναμη κείνη ντροπαλωσύνη,/κι έτσι που δείχνονταν μη βλέποντας καλό,/τον άκακον αφού τον παίρνουν για λωλό,/σαν είδε κι έπαθε χωρίς να διαφορέψει/(μόνο που τα μαλλιά του πέσαν απ’ τη σκέψη),/στα τριάντα τόσα του γύρισε στο χωριό/για λάχανα της γης βελάνια των κλαριών/και από το φόβο του ξεβγήκε καπετάνος,/αυτός ο από καιρό μισοάρωστοςγραφιάνος….»

Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1956),ο πολυδιαβασμένος και πολύγλωσσος  ποιητής της ευάνδρου Ηπείρου.Ο Ηπειρώτης Γιώργος Κοτζιούλας, ο μεγάλος αδικημένος των γραμμάτων μας.Το έργο του είχε περιθωριοποιηθεί και μεγάλο μέρος του, ακόμα και σήμερα, παραμένει ανέκδοτο. Η περιθωριοποίησή του οφειλόταν στο ότι ήταν παραδοσιακός ποιητής, επαρχιώτης , φτωχός και αριστερός. Ο Γιώργος Κοτζιούλας  αντιστασιακός , αγωνιστής , αριστερός, παραδοσιακός  ποιητής της προπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής. 

Ένας σημαντικός λαϊκός ποιητής και πεζογράφος, ένας ευαίσθητος κριτικός , χαλκέντερος μεταφραστής και ένας ακέραιου ήθους αριστερός στοχαστής. Ένας από τους πιο προικισμένους Έλληνες ποιητές, που έγραψε το απαράμιλλης ειλικρίνειας έργο του, με το αίμα του. 

Ο ποιητής ο ζυμωμένος με τη φύση των Τζουμέρκων και της Πεντέλης , ο μαρτυρικός κάτοικος της Αθήνας, ο ηρωικός αντάρτης του βουνού, που αγωνίστηκε για τα δίκαια του λαού και τη διατήρηση των ηπειρωτικών παραδόσεων. Αμετακίνητα πιστός στον Άρη Βελουχιώτη. Η περίπτωση του Γ.Κοτζιούλα  παραπέμπει στο φαινόμενο, καπεταναίοι κι οπλαρχηγοί της επανάστασης του 1821, να έχουν μαζί τους τους «ραψωδούς» τους.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας ήταν ένας αυτοεξόριστος στην πρωτεύουσα προλετάριος του πνεύματος. Η ποίηση υπήρξε το όπλο και η άμυνά του σε όλη τη διάρκεια του αντίξοου βίου του. Η Ποίησή του ήταν αντιστασιακή, λυρική,  πικρή, ερωτική, αστική , φυσιολατρική, αυτοβιογραφική, ηθογραφική  και οξύτατα καταγγελτική .

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909 στην Πλατανούσατων Τζουμέρκων και έτυχε να έχει δάσκαλο τον φωτισμένο ποιητή και ζωγράφο Γιώργο Αράπη. Δεκατριών ετών το 1922, φοίτησε στο Γυμνάσιο Άρτας. 

Πνευματικό κέντρο για τους νεαρούς σπουδαστές στην Άρτα τότε , ήταν το πρακτορείο εφημερίδων, που τους έφερε σε επαφή με το πρώτο περιοδικό ποικίλης ύλης του Μεσοπολέμου ,το διάσημο «Μπουκέτο». Στα 17 του χρόνια , λίγες ημέρες μετά την πτώση της Δικτατορίας του Πάγκαλου στις 22Αυγούστου 1926, ο Κοτζιούλας βρέθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει .Μένει σε παράγκες και η υγεία του κλονίζεται (ήταν φυματικός από το 1934).Έζησε μια ζωή γεμάτη κακουχίες και στερήσεις.  

Λόγω της φτώχιας, της πείνας, της φυματίωσης  και τις ταλαιπωρίας, το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, το πήρε μετά από 11 χρόνια, το 1938. Συμμετείχε στη λογοτεχνική ζωή του Μεσοπολέμου. Σύχναζε «στα ιερά Πάνδημης Φιλολογίας», δηλαδή στο απάνω και κάτω «Μπάγκειο», όπου εισχωρεί στους λογοτεχνικούς  κύκλους της Αθήνας.
  

Ο ποιητής βρέθηκε στο προσκήνιο της λογοτεχνικής ζωής της Αθήνας μόνο τη δεκαετία το ‘ 30 .Την δεκαετία του ‘ 40 τον ποιητή ρούφηξε η δίνη της ιστορίας : απομακρύνθηκε για τέσσερα χρόνια από την πρωτεύουσα και συμμετείχε στο αντάρτικο πλάι στον Βελουχιώτη .Από το 1944 έως το 1948,  είχε μια πενταετή εκρηκτική παραγωγικότητα στην ποίηση, στην πεζογραφία, στην κριτική και αρθρογραφία. Την ίδια εποχή αφιερώνει αρκετά ποιήματα στην Εμορφία Κηπουρού (αδελφή του Κώστα Κηπουρού του καπετάν Μετσοβίτη) με την οποία παντρεύτηκε το 1950 στη Νέα Σμύρνη.

Η ζωή του ήταν γεμάτη αντιξοότητες , μετακινήσεις , κινδύνους, φτώχια, προβλήματα υγείας . Ήταν απρόθυμος να βολευτεί σε κάποιο επάγγελμα και είχε ασυμβίβαστο κριτικό ήθος. Η προσχώρηση του Κοτζιούλα στο αντάρτικο, το 1943, και τα όσα έζησε μέχρι τον αφοπλισμό, τον Ιανουάριο του 1945, υπήρξαν η κορυφαία εμπειρία της ζωής του. Δημιούργησε το Θέατρο του βουνού. Το πρώτο του μονόπρακτο ήταν το «Το καινούργιο Εικοσιένα» και παίχτηκε στο Βουλγαρέλι. 

Ο περιοδεύων θίασος που πήρε το όνομα «Λαϊκή σκηνή», ανήκε στην 8η μεραρχία και  πέρασε τη διετία 1943-44,από τριάντα χωριά των Τζουμέρκωνκαι έκανε πάρα πολλές παραστάσεις. Άλλα θεατρικά του έργα είναι : «Ο ακατάδεχτος», «Το πρόστιμο του δασικού», «Ξύπνα ραγιά!», «Ο αστυνόμος» , «Ρημαγμός» , «Ηπειρώτισσες» «Ο Σταχτιάρης» κ.α. Αντάρτες Ηθοποιοί ήταν : ΓιώργοςΠαπαδόπουλος («Μπισκοτέν»), Βασίλης Ντέτσικας, Δέσποινα Ντέτσικα, Ι.Λαμπράκης,Α.Λαμπράκης,Π. Αλέτρας,Δ.Παπανικολάου,Νίκος Καραβασίλης, Ηλέκτρα Ζαχαρή, Β.Αναγνωστοπούλου, Δ.Παπανικολάου,ΓιάννηςΓεωργοκώστας ,Νίκος Μ.Δημητριάδης («Πρωτεργάτης»-ηθοποιός-σκηνικά-κιθαρωδός),Γρηγόρης Βαφιάς, Αγνή Κομπορόζου (Πρωταγωνίστρια), Χρ.Ζώης(«Ροβεσπιέρος»),Δήμος Γούλας (Υποβολέας). Σε μερικές παραστάσεις παίζανε και πολίτες.

«Όταν , έγινε η παράσταση  , πάλι με χιόνι, με άθλιο καιρό, σε ένα ακατοίκητο σπίτι σαν αχερώνα, σα χάνι, έπειτα από το καθεαυτού έργο παίχτηκε και το δικό μου «Το καινούργιο εικοσιένα». Νόμιζα πώς οι θεατές , στριμωγμένοι σε κάτι παλιοσάνιδα, άλλοι καθιστοί, άλλοι όρθιοι, ανάμεσα σε τσιγάρα και λάμπες που κάπνιζαν, νόμιζα πώς δε θα χαν υπομονή να καθίσουν όλοι ως το τέλος. Η πρόχειρη εκείνη σκηνή μου τους είχε κινήσει την προσοχή, με τη γλώσσα, το τοπικό χρώμα., κι εγώ δεν ξέρω με τι. Απάνω σ’ αυτό ακούω μια φωνή, πολλές φωνές:

-Το συγγραφέα!...Το συγγραφέα!..
Ποιος δαίμονας τους είχε σφυρίξει αυτήν τη λέξη στ’ αυτί ; Πού ήξεραν αυτοί οι ορεσίβιοι από πρεμιέρες θεάτρων!!»

Ο συμπατριώτης μας Γιώργος Κοτζιούλας ,που αν και βιολογικά θα μπορούσε να ενταχθεί στη γενιά του ’30 , ιδεολογικά και αισθητικά διαφοροποιείται από αυτήν , καθώς μένει πιστός στις αισθητικές αξίες που διαμορφώθηκαν από τη γενιά του ’20. Οι ποικίλες ποιητικές του επιδράσεις που δέχτηκε από τον Χάινε, τον Βερλαίν, τον Πόε,τον Γιεσένιν , ως τον Βάρναλη, τον Κρυστάλλη, τον Καρυωτάκη,τον Γρυπάρη, τον Άγρα, τον Καβάφη, τον Φιλύρα , συγχωνεύονται και αφομοιώνονται σε μια ποίηση έντονα προσωπική. 

Οι δε πεζογραφικές επιδράσεις του ήταν από τον Ουγκώ, Χάμσουν, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Πιραντέλο, Μπούνιν, Λώρενς,Ντίκενς,Ρίλκε, Απολλιναίρ, Ζιντκ.α.Δέχτηκε επιδράσεις και από το δημοτικό τραγούδι.Τρεις είναι παράγοντες στους οποίους ο Κοτζιούλας αποδίδει την ώθησή του προς την ποιητική δημιουργία:  η κληρονομικότητα (ο παππούς τραγουδιστής, ο πατέρας χαρισματικός αφηγητής), ο «χωριάτικός πολιτισμός»(πανηγύρια, τραγούδια της Αποκριάς, παιδικά τραγούδια) και η ψυχοσύνθεσή του («Ήμουν αντελικάτο παιδί, λίγο μυγιάγγιχτο από τότε, το κλίμα μου ήταν η ευπάθεια»).

Υπηρέτησε την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο (θέατρο στα βουνά-αντιστασιακά μονόπρακτα), την αυτοβιογραφία, τη λαογραφική μελέτη , τα οδοιπορικά , τον κριτικό δοκιμιακό λόγο και έγραψε και δυο μοιρολόγια. Ανέδειξε με ρεαλισμό τις ιδιαιτερότητες και τις ομορφιές της ζωής της υπαίθρου, τις παθογένειες των κατοίκων της επαρχίας και του χωριού και τα βάσανα της βιοπάλης, τον σταδιακό μετασχηματισμό της επαρχιακής Ελλάδας, τη μετάβαση από το χωριό στην Αθήνα και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες προσαρμογής στο άστυ, διεκδίκησε τη διατήρηση, στον λόγο της λογοτεχνίας, της τοπικής ιδιαιτερότητας( και πρωτίστως των γλωσσικών ιδιωμάτων) και αποτύπωσε τη νοσταλγία του ξενιτεμένου από τον γενέθλιο τόπο και ενίοτε εξιδανίκευσε έναν οριστικά χαμένο ειδυλλιακό χρονότοπο. Μετά τον Εμφύλιο φτάνει στο απόγειο της ποιητικής του ωρίμανσης .

Σε ορισμένα από τα ποιήματα αυτά έδωσε τον καλύτερο εαυτό του, όπως και ότανέγραφε , λίγα χρόνια νωρίτερα , για τους νεκρούς , τους εξόριστους και τους φυλακισμένους οπλαρχηγούς της Αντίστασης και τους παροπλισμένους Μαυροσκούφηδες.Αυτός ο ανυποχώρητος ιδεολόγος , ο σκληρός μαχητής στα πεδία της λογοτεχνίας και της πολιτικής έγραψε τους ισχυρότερους στίχους του ( αλλά και τα καλύτερα κριτικά κείμενά του) υμνώντας όσους χάθηκαν, πενθώντας για όσα χάθηκαν…

Ο κριτικός Κοτζιούλας χαρακτηρίζεται από εγρήγορση φιλολογική συνείδηση, ασκημένο βλέμμα στα λογοτεχνικά κείμενα και υφολογική ζωντάνια.Η γλώσσα του Κοτζιούλα στα ποιήματα , είναι η απλή, αψεγάδιαστη δημοτική της εποχής του, μπολιασμένη με πολλές ηπειρώτικες λέξεις. Στα πεζά του το ιδιωματικό στοιχείο είναι ακόμη εντονότερο, ίσως επειδή τα περισσότερα είναι βιογραφικά και εκτυλίσσονται στην Ήπειρο.
Ο Κοτζιούλας ήξερε άριστα τη γραμματική , το συντακτικό και την ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, της αρχαίας , της καθαρεύουσας  και της δημοτικής . Ήταν ένας πολύγλωσσος , παθιασμένος μεταφραστής της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ένας δεινός φιλόλογος.Η μεταφραστική του δραστηριότητα δεν ήταν πάρεργο αλλά βασική πηγή βιοπορισμού και ταυτόχρονα μια από τις προσφιλέστερες ενασχολήσεις του .Γνώριζε Αγγλικά, Γαλλικά ( τα έμαθε στο Γυμνάσιο της Άρτας) και Ρωσικά. Πέθανε το 1956 σε ηλικία 47 ετών.
Οι πολιτισμικές καταβολές του Κοτζιούλα , η ιδιοσυγκρασιακή προσήλωσή του στις παραδοσιακές μορφές, ο ενισχυμένος από τη στιβαρή κλασική παιδεία ορθολογισμός του, το αριστερής καταγωγής αίτημά του για μια τέχνη κατανοητή από τους πολλούς τον έθεταν στον αντίποδα του μοντερνισμού και τον έκαναν να είναι εναντίον εκείνου που θεωρούσε ως κυριαρχία του αστικού κόσμου στο πεδίο της τέχνης. 
Μένει πάντα πιστός στους «παρακμιακούς» Καρυωτάκη και Καβάφη.Λογοτέχνες που σχετίστηκαν με τον Γ.Κοτζιούλα ήταν :  ο Γιάννης Σκαρίμπας, ο Μάρκος Αυγέρης, η Λιλίκα Νάκου, ο Βασίλης Ρώτας, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Κώστας Βάρναλης, ο Κωστής  Μπαστιάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Καββαδίας, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου,  ο Σταύρος Τσακίρης, η Έλλη Αλεξίου , ο Στρατής Μυριβήλης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Νίκος Εγγονόπουλος , ο Θράσος Καστανάκης, ο Γιώργος Κατσίμαπλης, ο Χαρίλαος Παπαντωνίου, ο αρχιτέκτονας            Πάνος Τζελέπης κ.α. Ανήκε και στον κύκλο των πιστών της Πολυδούρη , όταν η ποιήτρια νοσηλευόταν ετοιμοθάνατη στο σανατόριο «Σωτηρία».

«Τζουμέρκα –Αθήνα , αυτή ήταν όλη/που χάραξα , όλη μου η γραμμή./Κίνησα απέκει μ’ ένα τσόλι,/μου’ λειψε εδώ και το ψωμί…».
«Μεγάλωσα μέσα στις δάφνες (..) ήταν απ’ το γνήσιο είδος-«δάφνηη απολλωνία»(…).Τότε που ήμουν άγουρος βοσκός μασούσα και δαφνόφυλλα, μην έχοντας τι άλλο να κάνω εκεί στην ερημιά μου(…).Δεν ήξερα ακόμα πώς το ίδιο έκανε πριν από αιώνες κι η Πυθία στο μουσείο των Δελφών….».

«Οι στίχοι γράφονται με ταραχή,/δεν είναι παίξε γέλασε η ψυχή./Μια σκέψη για να πιάσεις ή μια λέξη,/μπορείς να καρτερείς όσο να φέξει…. Στο ποίημα θα ‘ ναι η ίδια σου η καρδιά/που θα ξοφλά πρωτότυπα το κρίμα/δεμένη σαν κατάδικη στη ρίμα…».
Τα «Ηπειρωτικά» είναι μια συλλογή που περιέχει ορισμένα από τα ισχυρότερα ποιήματά του.Άλλες ποιητικές συλλογές και ποιήματά του είναι: «Δεύτερη ζωή », «Γρίφος», «Σιγανή φωτιά», «Εφήμερα»,«Τσουράπια από τη μάνα μου», «Φεγγάρι»«Κομμάτι εξοχής», «Ο Άρης», «Δειλός εγώ; », «Φυγή στη φύση»(η ποίηση της ήττας του Κοτζιούλα), «Στου γέρου μας το ξόδι», «Ο πεθαμός του Καταχνιά», «Μονάχα», «Είνορα»(ποίημα για τους μαυροσκούφηδες), «Τσάρλι Τσάπλιν», «Ελληνόπουλα», «Καραϊσκάκηδες», σονέτο «Οι πρώτοι του αγώνα»,αφηγήματα διάπλασης: «Από μικρός στα γράμματα», «Παλιά μου τέχνη», αφηγήματα  «Όταν ήμουν με τον Άρη», «Ιστορία ενός θιάσου», το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Πικρή ζωή» , η συλλογή διηγημάτων «Το κακό συναπάντημα  κι άλλα διηγήματα»κ.α.
Έκανε  κριτική  ,διόρθωση , διασκευή, μετάφραση στα περιοδικά :Ελληνικά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Ρυθμός, Νέα Εστία, Νεοελληνικά Γράμματα, Μπουκέτο, Νέος Νουμάς,Νέοι σταθμοί,Ρομάντζο, ηπειρωτικό περιοδικό Ελλοπία και στις εφημερίδες : Ηπειρωτική Ηχώ, Δημοκρατία,Μακεδονικές Ημέρες,  Ρίζος της Δευτέρας, Ριζοσπάστηςκ.α.
Μετάφρασε : τουςΑθλίους, τις Μεγάλες προσδοκίες, την Παναγία των Παρισίων, τον Μπεν –Χουρ , τους Τρεις σωματοφύλακες, τα Πανεπιστήμιά μου, τις  Γυναίκες στον έρωτα, την  Μαρία Στιούαρτ, τα Δύσκολα χρόνια, κ.α.

Το 1954 έχουμε ανθολόγηση της ποίησης του Κοτζιούλα στην τρίτομη ποιητική ανθολογία του Αρτινού Μιχάλη Περάνθη. Να αναφέρουμε ότι ο πρώτος τόμος των Απάντων του Κοτζιούλα , εκδόθηκε το 1956 χάρη στη χορηγία του συντοπίτη, φίλου του ποιητή και βουλευτή , τότε, της κεντρώας παράταξης στον Νομό Άρτας Πέτρου Γαρουφαλιά. 
«Σέρνονταν με τη βαρυγκόμια στην ψυχή, με το μαράζι(…)ώσπου απ’ τις άδειες το υπουργείο τον πέταξε στην μπάντα, μεσοκομμένον, με κομμένη σύνταξη, μισή, να μασουλάει ένα ξερό κομμάτι σαν σκυλί και να βλογάει, ευκές να δίνει στο δημόσιο. Πάει ο καφές, πάει και το λάδι, ως να του κατέβει το φαρμάκι το φαϊ; Δεν υποφέρνεται άλλο, θα τραβήξει θαρετός εκεί που’ ν’ αρτυμή νηστίσιμη, στον κάμπο, θα κουβαλήσει τα παλιά του σύνεργα, πολέμαρχος, που ζώνεται ξανά στα γερατιά του άρματα νιού, να πολεμήσει. - Μα φοβάμαι πώς αυτό τ’ άντρεισμα το παράκαιρο θα ’ναι καθώς του αρώστου που ξανακυλάει».
«Δεύτερος βάρδος δεν θα υπάρχει στην  Ελλάδα/που να’ χει τιμηθεί απ’ τον αρχηγό παρόμοια,/πολέμαρχο ακριβόν στο να μοιράζει εγκώμια/-και αυτό καθόλου για του στίχου την αξιάδα…» .

Ο Κοτζιούλας υπήρξε ο μόνος νεοέλληνας ποιητής που έζησε και έγραψε πλάι στους αντάρτες.Υπήρξε ο μοναδικός νεοέλληνας λογοτέχνης που έζησε και έγραψε για τόσο μεγάλο διάστημα στη μαχόμενη Ελλάδα και τα βιβλία του αποτελούν βασικό αποτύπωμα της «ιστορίας» τη στιγμή που ακόμη διαδραματιζόταν.Ο Γιώργος  Κοτζιούλας έζησε στην εποχή του όσο λίγοι. Ήταν ένας γνήσιος ποιητής από το μέταλλο των μεγάλων, ήταν μια αμόλυντη αξία , αλλά  βρέθηκε σε εποχή που σκοτώνει τους ποιητές

Η  Καθηγήτρια Φιλοσοφίας Ιωαννίνων, Αθηνά Βογιατζόγλου, παρουσιάζει σε αυτό το βιβλίοσύγχρονες απόψεις και καινούργια δεδομένα για τη ζωή και τη συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου Κοτζιούλα , αυτού του επίμονου και ασυμβίβαστου ιδεολόγου της ζωής και της τέχνης. Στόχος της συγγραφέως είναι να αποτιμηθεί ο Γιώργος Κοτζιούλας, να επανεκτιμηθεί και να τύχη μιας ευρύτερης αναγνώρισης. Πρόκειται για μια άριστη μελέτη.Διαβάστε τη.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1966.Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και εκπόνησε το  διδακτορικό της στοKingsCollege   του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.Δίδαξε στα Τμήματα Φιλολογίας των πανεπιστημίων Κρήτης και Πάτρας και το 2001 εξελέγη λέκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων , όπου σήμερα υπηρετεί ως αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Άλλα έργα της είναι « Η μεγάλη Ιδέα του λυρισμού .Μελέτη  του Προλόγου στη ζωή του Άγγελου Σικελιανού» και  «Η γένεση των πατέρων. Ο Σικελιανός ως διάδοχος των εθνικών ποιητών». Επίσης , επιμελήθηκε την έκδοση του μυθιστορήματος του Α.Λεβέντη «Η Τασσώ», καθώς και το βιβλίο του Γ.Π.Σαββίδη «Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: