«Tετριμμένοι πίθοι», πιθάρια που δεν γεμίζουν ποτέ, «υδρείαι ατελείς», όσο κι αν οι καταδικασμένες σύγχρονες Δαναΐδες, θαυμαστές, καναλάρχες, στελέχη, συνεργάτες, προσπαθούν να τους δημιουργήσουν κορεσμό. Αχόρταγοι, ακόρεστοι, διαρκώς πεινασμένοι αστέρες μικροσκοπικού μεγέθους σχεδόν παλάμης, όσο να χωράνε σε σαλονάκι, σε συσκευή διασκέδασης τετράγωνη, που μόλις αφαιρέθηκε το σεμεδάκι από πάνω της. Σταρ, που δεν βγαίνεις από το σπίτι, διακαώς παθιασμένα, για να τους συναντήσεις, για να προβάλεις απάνω στην εκτεθειμένη, επιφανή ύπαρξή τους, πόθους, αμαρτωλές σκέψεις, πιθανόν ακολασία, να καταπιείς τη σαγήνη τους και τη γοητεία, να ερωτευτείς εκ του ασφαλούς την ισόθεη μορφή, αλλά έρχονται να σε βρουν στο σπίτι σου, οι ίδιοι, με την αξιολύπητη παράκληση: «θαύμασέ με», «θαύμασέ με».


Κάποιοι πρόλαβαν και επωφελήθηκαν ή ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να βαφτίσουν το γκαζο - τενεκέ, χρυσάφι και να πείσουν πως ο θόρυβος από μόνος του έχει αξία. Κάποιοι πίστεψαν και οι ίδιοι την αυτοχρισμένη αξία τους και ξέφυγαν εντελώς σε τροχιά στον μικρόκοσμο που ανήγαγαν σε σύμπαν. Μεγάλη ζωή, ακριβά σπίτια, αυτοκίνητα, διακοπές, παπούτσια και τσάντες. Ανάλωση ζωής, με μεγάλο αντίτιμο ψυχής, για ντουβάρια, λαμαρίνες, χάντρες ιθαγενών που βαφτίστηκαν σινιέ και τομάρια με υπογραφή. Το κοινό πάλι, αυτούς έχει, σ΄ αυτούς προβάλλει ό, τι έχει ανάγκη. Φτιάχνει τα είδωλα των καιρών και προσφέρει τα τάματά του, με πλήρη επίγνωση της αναλωσιμότητάς τους, πως σε λίγο δηλαδή, θα τα βαρεθεί και θα τα γκρεμίσει από τα βάθρα τους, σπάζοντάς τα σε κομματάκια. Απόλυτη η δύναμη του κοινού, που σαν μικρός δημιουργός ορατού κόσμου, αλλά ποτέ αοράτου, κατασκευάζει, βαριέται, πλήττει, γκρεμίζει, ξεχνάει, ορίζει παραδείσους και μετά τους βαφτίζει κόλαση.




Και αυτοί; Οι αυτοχρισμένοι, λαβωμένοι, θαμπωμένοι σταρ της ανύπαρκτης κάθε αξίας, εκτός από την προβολή και την προσωπική ζωή σε λαϊκό ανάγνωσμα, φωτορομάντζου σε συνέχειες; Οι μικροί, απελπισμένα παρανοημένοι Ναπολέοντες με κρίση μεγαλείου σε τηλεοπτικό άσυλο, εξαρτημένοι από τον εθισμό της διασημότητας, κακομαθημένοι από πρόθυμα αφεντικά με τους δικούς τους υποχθόνιους σκοπούς, χαϊδεμένοι στην εκπλήρωση κάθε καπρίτσιου τους, παρανοϊκοί γιατί πιστεύουν και οι ίδιοι το παραμυθάκι τους, πως τους αξίζει δηλαδή και τελικά τόσο αχόρταγοι. Έτοιμοι να σπεύσουν σε κάθε καλέσμα, να νοικιάσουν λίγο από την εφήμερη διάστασή τους, για το δωράκι στο τέλος της βραδιάς. Και καλά οι δευτεροκλασάτοι και οι ανερχόμενοι!


Μα να βλέπεις τους βαθύπλουτους αστέρες, που ακόμη ένα μηνιάτικό τους αγοράζει μεγάλο δυάρι στο κέντρο, να σπρώχνονται για να φανούν, μη και δεν τους προσμετρηθεί το δώρο, δεν είναι μόνο γελοίο, αλλά και κακορίζικο, καρμίρικο, μικρόψυχο, μίζερο και αξιολύπητο! Και είναι φοβερό πως αυτοί οι άνθρωποι, με την ελάχιστη προσπάθεια, είχαν το χαμόγελο του Θεού, στραμμένο επάνω τους και βρεθήκαν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Αντί να νιώσουν ευγνωμοσύνη και να δείξουν ταπεινότητα και να είναι δοτικοί, γίνονται φαταούλες, τσιγκούνηδες, μικρόψυχοι, τσιφούτηδες, μίνι Σκρουτζ με φωτογένεια. 

Όχι, να βοηθήσουν συνεργάτες τους που ψευτοζούν, ανθρώπους που έχουν αδικηθεί, ή μια φτωχιά οικογένεια, ένα ορφανό παιδί, δεν σκέφτονται, δεν περνάει καν από το νου τους, αλλά πως θα αρπάξουν περισσότερα! Απόλυτα βολεμένοι στην καλή τους τύχη που δαφνοστόλισε την ύπαρξή τους, την φτιαγμένη μόνο για να κοπρίσει τον πλανήτη.

Φταίμε και εμείς; Το κοινό, οι παροικούντες κριτικοί της Ιερουσαλήμ, ο Τύπος που τρέχει να αναλύσει το σήκωμα φρυδιού της «χι» σταρ, τα νεύρα της «ψι» τραγουδίστριας και τον νέο, μυστικό έρωτα του «δέλτα» πρωταγωνιστή της μιας σειράς; Όσο έχουμε περιθώρια διαλέγουμε το εκ του μη χείρον βέλτιστο. Από την άλλη, όπως είχε πει η πραγματικά ταπεινή και δοτική, όπως οι σπουδαίοι μόνο άνθρωποι, οι πραγματικοί σταρ μπορούν, η ρωσοεβραία χορεύτρια και μετά χορογράφος Μία Αρμπάτοβα: «η τηλεόραση ανήκει στον λαό. Και καλά να πάθει!».