Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Αποδημικό παραδοσιακό Ηπειρώτικο πανηγύρι στα χωριά καταγωγής. Η ώρα που καθιστά έντονη την ανάγκη επανόδου στις πατρογονικές εστίες, για την αντάμωση των χωριανών, στο ίδιο μέρος όπου για αιώνες και αιώνες οι πρόγονοί τους συμβίωσαν, γλέντησαν, παντρεύτηκαν, έκλαψαν και μοιρολόγησαν.


Η  π α ρ α θ ε ρ ι σ τ ι κ ή  π ε ρ ί ο δ ο ς , για τον Ηπειρώτη είναι η περίοδος επιστροφής στο χωριό. Η ώρα που καθιστά έντονη την ανάγκη επανόδου στις πατρογονικές εστίες, για την αντάμωση των χωριανών στο ίδιο μέρος όπου για αιώνες και αιώνες οι πρόγονοί τους συμβίωσαν, γλέντησαν, παντρεύτηκαν, έκλαψαν και μοιρολόγησαν. Και σαν επισφράγιση του ανταμώματος αυτού έρχεται το πανηγύρι να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο για όλους όσους ζουν εκεί αλλά και για όσους έχουν ξενιτευτεί.


Το θρησκευτικό συναίσθημα είναι το εφαλτήριο. Κάθε πανηγύρι γίνεται προς τιμήν μιας μεγάλης θρησκευτικής εορτής. Ο ηπειρώτης θα τιμήσει τον Άγιο που γιορτάζει, θα παρευρεθεί στον Εσπερινό, στη γιορτή ανήμερα, θα προσευχηθεί για την υγεία όλων και θα παρακαλέσει και του χρόνου την ίδια μέρα όλοι να είναι παρόντες. Παρόντες στο αντάμωμα που αποτελεί στοιχείο της ιδιαίτερης ταυτότητας και πηγαία ανάγκη σύνδεσης μεταξύ όλων των ηλικιών. Στο «μεσοχώρι»- στο «κέντρο» ή στην «πλατεία» σήμερα - είναι όλοι ευπρόσδεκτοι να ζήσουν για άλλη μια χρονιά στιγμές γλεντιού, να γελάσουν, να θυμηθούν, να χορέψουν.



Και όταν όλοι καθίσουν στο τραπέζι - συνήθως ανά οικογένεια - και αρχίσει το κλαρίνο να παίζει το μοιρολόι, ευθύς η ατμόσφαιρα αλλάζει. H τελετουργία του γλεντιού αρχίζει. Όλοι θα φέρουν στο μυαλό τους θύμησες από άλλες εποχές, από παλιά γλέντια, από πρόσωπα αγαπημένα που έχουν φύγει. Η ιστορία ενός τόπου πέρα από τα υλικά και χειροπιαστά είναι και οι άνθρωποι. Οι ζωντανοί και οι νεκροί. Όταν η μνήμη επα ναφέρει στο μυαλό τα πρόσωπα που έχουν φύγει τα ξαναφέρνει κατά κάποιον τρόπο στον ίδιο χώρο όπου
έζησαν. Στον ίδιον χώρο όπου γλέντησαν και με τη σειρά τους υποδεχόταν τους δικούς τους ξενιτεμένους. Ίσως γι' αυτό σε παλαιότερες εποχές, η ορχήστρα πριν το πανηγύρι επισκεπτόταν το νεκροταφείο και έπαιζε ένα μοιρολόι πάνω από τα μνήματα.


Το γλέντι, θα ξεκινήσει από αυτούς που αδημονούν να χορέψουν. Τιμής ένεκεν, συνήθως ήταν οι ξενοχωρίτες που θα χόρευαν πρώτοι και μετά οι ντόπιοι. Οι χοροί απλοί, στρωτοί και μετρημένοι, χωρίς περιττές φιγούρες και γρήγορους ρυθμούς. Η αρχέγονη δωρικότητα του ηπειρώτη, αποτυπώνεται θαρρείς στον τρόπο που σέρνει το χορό, στον τρόπο που βιώνει το συναίσθημα όταν χορεύει το «βαρύ πωγώνι», στον τρόπο που βαραίνει η ψυχή του από τα βάσανα που περνάει κάθε άνθρωπος και που το τραγούδι τα φέρνει στο νου του. Φτωχός ή πλούσιος, από «μεγάλη» γενιά ή μη, το κέρασμα στα όργανα θα γίνει και με το παραπάνω. Η κορυφαία στιγμή στην κοινωνική ζωή του χωριού, απαιτεί ο χορευτής να δώσει λεφτά στην ορχήστρα, όχι για να αποδείξει κάτι στους άλλους ή στον εαυτό του, αλλά για να νιώσει πλήρης και ολοκληρωμένος. Για να χορέψει και φέτος εκτελώντας το τυπικό, το οποίο μόνο ως τέτοιο δεν το νιώθει.

Η ολοκλήρωση της ψυχής θα έρθει όταν το κλαρίνο παίξει την τελευταία νότα και ο κόσμος χειροκροτήσει την προσπάθεια του πρωτοχορευτή. Ύστερα θα μπουν και άλλοι στο χορό. Σιγά - σιγά, καθώς ο κόσμος που χορεύει πληθαίνει, τα πόδια λυγίζουν από το «μεράκλωμα», το συναίσθημα σε συνεπαίρνει. Ο κόσμος θα αρχίσει να επισκέπτεται τα γειτονικά τραπέζια, να δουν όσους δε τους έχουν ξαναδεί, να συζητήσουν, να μάθουν τα νέα, να θυμηθούν, να γελάσουν. Έτσι και παλιότερα, οι άνθρωποι αγωνιούσαν να μάθουν νέα. Ρωτούσαν αυτούς που ερχόταν από μακριά για δικούς τους ξενιτεμένους, λες και η ξενιτιά ήταν μία σπιθαμή τόπος. Αντάμωναν με πόνο ψυχής τους συγγενείς τους από τα άλλα χωριά, έβλεπαν φίλους που είχαν καιρό να τους ανταμώσουν. Στα πανηγύρια που έχουν κρατήσει το παλιό χαρακτήρα τους, ο κόσμος θα λειτουργήσει συνεργατικά. Θα μοιραστεί παραδοσιακό φαγητό - συνήθως δωρεάν - επ' ευκαιρία της θρησκευτική εορτής και είναι πολλοί εκείνοι που θα προθυμοποιηθούν να βοηθήσουν. Κατάλοιπο της εποχής όπου ο καθένας έφερνε μαζί το φαγητό του και σε ένα υπαίθριο συμπόσιο όλοι μοιραζόταν μεταξύ τους τα πάντα.


Η ώρα θα περάσει αλλά το γλέντι δε λέει να σβήσει. Κατά το χάραμα θα σηκωθούν οι πιο μερακλήδες. Ήρθε η ώρα να χορέψουν «στον τόπο», να χορέψουν αργά και τελετουργικά. Όσοι έχουν μείνει τελευταίοι, παρακολουθούν εκστασιασμένοι το χορό, που δεν προχωράει σχεδόν καθόλου, αλλά που παραμένει μονότονος και αργός, σαν το κλαρίνο να αρχίζει να ησυχάζει πλέον, αφού το γλέντι πλησιάζει στο τέλος του. Είναι ίσως η ώρα που η ορχήστρα θα βγάλει και τα περισσότερα λεφτά. Όταν και αυτό το σύνηθες κομμάτι της βραδιάς περατωθεί, φτάνει η ώρα του αποχαιρετισμού. Θα τραγουδηθεί το «ήρθε ο καιρός να φύγουμε» ή «τώρα στα ξεχωρίσματα έλα γιέ μου να φιληθούμε, γιατί έχουμε ζωή και θάνατο ποιος ξέρει γιε μου κι ανταμωθούμε». Μετά σιωπή.

Οι λίγοι παριστάμενοι ξέρουν πως ήρθε η ώρα για το τελευταίο μοιρολόι. Αυτό, δεν αποτελεί φόρο τιμής στους νεκρούς αλλά κλάμα για τους ζωντανούς. Έτσι όπως άρχισε, έτσι θα τελειώσει το πανηγύρι. Και την επαύριον, ο καθείς θα πάρει το δρόμο του. Η μοίρα του ηπειρώτη, η αέναη μετακίνηση, η στράτα τον συντροφεύει πάντα και παντού. Αυτοί που ήρθαν για το πανηγύρι, θα ξενιτευτούν και πάλι. Και μόλο που σήμερα η ξενιτιά δεν νοείται με τον ίδιο τρόπο όπως πριν δεκαετίες, ο πόνος παραμένει σχεδόν ο ίδιος. 

του Δημήτρη Τάσση.
Ο Δημήτρης Τάσσης, είναι φοιτητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Ιωαννίνων, κατάγεται από το χωριό Αρτοπούλα Ιωαννίνων, στο οποίο πραγματοποιείται πανηγύρι στις 8 Σεπτεμβρίου (Γενέσιο Θεοτόκου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: