Δεν εξαντλήθηκε σήμερα η γνώση και η ευαισθησία. Ούτε
εξαϋλώθηκαν σήμερα τα κοινωνικά αντανακλαστικά. Ή, έστω, η ρητορική της
αλληλεγγύης, των ευκαιριών και τα τοιαύτα. Ο κοινωνικός αποκλεισμός ήταν εδώ,
ώριμος από καιρό.
Το «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια
απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους,
χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών πεποιθήσεων» (άρθρο
5, παρ. 2 του Συντάγματος), απλώς υπάρχει.
Αλλά ενώ από συστάσεως του κράτους, ήταν βιωμένη η
εμπειρία του ξεχωριστού ρόμικου στοιχείου σε αγροτικές και ημιαστικές περιοχές,
έως το 1978 οι Ρομ εθεωρούντο «ανιθαγενείς αγνώστου υπηκοότητας» για την
ελληνική πολιτεία.
Ποιος ήταν ο
δημόσιος λόγος που αποτύπωνε την πραγματικότητα των Τσιγγάνων στο πλαίσιο της
ελληνικής ιστορικής εξέλιξης; Παραδομένος στην κυριαρχία της εθνοκεντρικής
ορθότητας και της καθαρότητας, είχε υιοθετήσει, και συνεχίζει επιθετικά πλέον σα
να ομνύει σε ναζιστικό σχέδιο «τελικής λύσης», μια εικόνα ελλειμματικότητας για
τις ομάδες αυτές που, εφόσον ήταν διαφορετικές και δεν ήθελαν την ένταξη που οι
άλλοι ήθελαν για αυτές, καταδικάζονταν ανυπεράσπιστες στην κοινωνική απομόνωση
–έρμαια του αποκλεισμού, των διακρίσεων, των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων.
Επί χρόνια οικοδομήθηκε ένα ιδεολογικοποιημένο κοινωνικό παράδειγμα, φυλετικό,
εθνοτικό, ρατσιστικό, μειονοτικό, κι άλλοτε εξωτικό στην επιστήμη, τη
λογοτεχνία, την τέχνη και το τραγούδι, που γρήγορα και ανέξοδα έδωσε την ισχύ
γνωστικού κεκτημένου στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις εις βάρος των
Τσιγγάνων.
Ποιος ασχολήθηκε με τις ελάχιστες μελέτες που είχαν
εγκαινιάσει, σε ένα εχθρικό διανοητικό κλίμα, την ελληνική τσιγγανολογία;
Κανείς, ή έστω λίγοι, αλούτεροι και ορισμένοι νεώτεροι ερευνητές που ευνοήθηκαν
από ευρωπαϊκά κονδύλια «για τη μελέτη των Ρομά».
Ελάχιστοι γνωρίσουν τον γιατρό και λόγιο Αλεξάνδρο
Πασπάτη (1814-1891) που πρώτος είχε δημοσιεύσει, το 1857 στην Κωνσταντινούπολη,
τη «Μελέτη περί Ατσιγγάνων και της γλώσσης αυτών» (ανατύπωση, 1996), και το 1870
το «Etudes sur les Tchinghianes ou Bohemiens de l’empire ottoman» στα γαλλικά·
τον φιλόλογο, ιστοριοδίφη Χρίστο Σούλη (1882-1951) που το 1929 στα Ιωάννινα είχε
δημοσιεύσει τη μελέτη «Τα Ρόμηα, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των γύφτων
της Ηπείρου», τον αρχιτέκτονα και λόγιο Κωνσταντίνο Μπίρη (1899-1980) που το
1954 δημοσίευσε τη σημαντική μελέτη «Ρώμ και Γύφτοι. Εθνογραφία και Ιστορία των
Τσιγγάνων», τον διαπρεπή καθηγητή ιστορίας σε πολλά αμερικανικά πανεπιστήμια
Γεώργιο Σούλη (1927-1966), υιό του Χ. Σούλη, που εξέδωσε το 1961 τη μελέτη
«Τσιγγάνοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια τον ύστερο
μεσαίωνα»;
Αλλά ποιος ασχολήθηκε με τους νεώτερους, όπως ο Γιώργης
Έξαρχος που με τη μελέτη του «Αυτοί είναι οι Τσιγγάνοι» (Γαβριηλίδης)
διαπραγματεύτηκε μια πολύπλευρη προσέγγιση του θέματος, με θεωρίες και απόψεις
για την καταγωγή των Τσιγγάνων στον ελλαδικό χώρο κ.λπ.; Αλλά και πώς
μηδενίζονται τα πολιτισμικά στοιχεία, τα έθιμα των Ρομά, οι σχέσεις τους με τις
τέχνες, το τραγούδι κ.λπ.; Ξεχάσαμε το «Ρομ», την ταινία του Μενέλαου
Καραμαγκιώλη, που το ίδιο το κράτος τη βράβευσε; Θέλουμε να χαθεί αυτό το
πλαίσιο;
Μολονότι στην ελληνική πολιτεία δεν καταγράφτηκαν παρά
σποραδικά δείγματα επιθετικού ρατσισμού εις βάρος των Τσιγγάνων, σε σχέση με
αυτά που καταγράφτηκαν στη Γαλλία, για παράδειγμα, και σε άλλες ευρωπαϊκές
χώρες, ουδέποτε έλειψαν οι εκδηλώσεις έντονης κοινωνικής αντιπάθειας με όλα τα
κοινωνικά συμπτώματα καχυποψίας και αποκλεισμού. Οι Αθίγγανοι, οι Τσιγγάνοι, οι
Γύφτοι, οι Κατσίβελοι, οι Τουρκόγυφτοι, χρησιμοποιήθηκαν σαν ετικέτες, όχι για
να καταταγούν οι ομάδες των Τσιγγάνων σε ένα παραδεκτό, ανεκτό έστω, σύστημα
κοινωνικών θέσεων, σαν αυτό των άκληρων, των φτωχών, των προσφύγων κ.ά., αλλά
μάλλον για να τοποθετηθούν έξω απ’ αυτό· για να γίνουν αόρατοι, για να εξαϋλωθεί
η ρυπαρή υλικότητά τους. Και ποιο το αποτέλεσμα; Οι ετεροπροσδιορισμένοι Ρομά,
οργανωμένοι σε ομάδες πολλαπλών αναγνώσεων, κράτησαν καλά κρυμμένα τα μυστικά
και τους «γρίφους» της ζωής τους. Παρουσιάστηκαν με πλήρη τα ιδεοτυπικά
χαρακτηριστικά της κλειστής, σχεδόν παράνομης, gemeinschaft (κοινότητας) που
περιβάλλεται από μια νεωτερική και μετανεωτερική gesellscaft (κοινωνία),
καταβάλλοντας βέβαια το κόστος της «εκούσιας» μη ένταξής τους στο σύστημα.
Σήμερα, απλώς, σα να συμβαίνει η πραγματική εκδίκηση της γυφτιάς, μερικοί εξ
αυτών, επιλέγουν να υπηρετούν την πιο σκοτεινή και αιμοβόρα πλευρά του επίσημου
συστήματος και να συνδιαλέγονται με αυτήν.
Δεν στέκομαι στην περιπτωσιολογία της μικρής Μαρίας, η
οποία από ευπώλητη ζωούλα των κυκλωμάτων, έγινε για μία ακόμα φορά ευπώλητη
φιγούρα και βορά του μιντιακού κανιβαλισμού. Ούτε υποστηρίζω πως δεν πρέπει να
διωχθούν οι υπεύθυνοι «γονείς» και να ξηλωθεί το κύκλωμα που τους στηρίζει. Αλλά
δεν εκπλήσσομαι για την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα που «επιλέγουν»
οι Γύφτοι, αφού σχεδόν τους έχει επιβληθεί ως τρόπος, ως κατοπτρικός εαυτός.
Πιστεύω, αντίθετα, χωρίς γενικεύσεις, πως και γι’ αυτούς ισχύει ό,τι ισχύει για
όλους όσους βρίσκονται σε θέσεις ομόλογες με ομάδες του πληθυσμού, που κινούνται
εκτός συστήματος: τους φτωχούς, τους αποκλεισμένους, τους οικονομικούς
μετανάστες, τους πρόσφυγες, τους παρίες, τους αποδιοπομπαίους, τους
φτωχοδιάβολους, τους δαχτυλοδεικτούμενους.
Αλλά και δεν πιστεύω ότι αυτή η υπόθεση βρωμάει
περισσότερο από τις καθημερινές «υποθέσεις της γραβάτας», ούτε ότι είναι
περισσότερο επικίνδυνη και πιο παραβατική από τις υποθέσεις όσων λατρεύουν τα
πλυντήρια για τα οποία ορισμένοι Γύφτοι και οι γυφτιές τους είναι τόσο χρήσιμοι
και τόσο αναγκαίοι στην αλυσίδα του συλλογικού παραλογισμού, της αναλγησίας και
της πριμοδοτούμενης υποκρισίας. Προφανώς, δίπλα σε αυτό το κύκλωμα υπάρχει ο
κρυστάλλινος κόσμος του συστήματος. Και αυτός ο κόσμος, αυτός ο ξεπλυμένος
πολιτισμός, με όλα τα φέροντα υλικά του, είναι που πρέπει να
στοχοποιηθεί
Δείτε και ακούστε δύο
video.
To πρώτο ''Ο 'Υμνος των Τσιγγάνων'' και το δεύτερο ''Τσιγγάνο είναι
ωραία να σε λένε''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου