Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Περί φοροδιαφυγής.



Από καιρό θέλω να γράψω για τις διάφορες απόψεις που ακούγονται για τη φοροδιαφυγή. Από τη μια η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ κατηγορούν ότι για όλα φταίει το μεγάλο κράτος και η φοροδιαφυγή και από την άλλη δίνουν λίστες οφειλετών προς το Δημόσιο, οι οποίοι βέβαια μετά από ώρες αφήνονται ελεύθεροι με δικονομικά τερτίπια, και επιβάλλουν οριζόντιες πολιτικές συγκέντρωσης κερδών που πλήττουν κυρίως τη μεσαία τάξη και τους μικροϊδιοκτήτες.

Σε ποιο βαθμό όμως ευθύνονται οι πολίτες που φοροδιαφεύγουν; Σαφώς και η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα σημαντικό αδίκημα σε μία σύγχρονη κοινωνία, ειδικά σε εκείνες που θέλουν να έχουν κράτος πρόνοιας. Ωστόσο, ένα βασικό ζήτημα που τίθεται είναι πώς αυτή αντιμετωπίζεται; Είναι νέο φαινόμενο η ελληνική φοροδιαφυγή; Φυσικά και το φαινόμενο είναι παμπάλαιο.

Ωστόσο, αν δούμε τη μεταπολιτευτική περίοδο, θα δούμε ότι η Ελληνική Πολιτεία ουδέποτε προσπάθησε αρκετά να ελέγξει τους φόρους και να καταστείλει τη φοροδιαφυγή. Καμία πολιτική δύναμη δε θέλησε ποτέ επί της ουσίας να την καταστείλει ούτε στην αστική τάξη, όπου τη νομιμοποιούσε βάσει των χορηγιών ή δωρεών κλπ, είτε στη μεσαία τάξη και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Φυσικά τούτο φαίνεται από την απλή σκέψη ότι ούτε ποτέ ουσιαστικά στήριξε ελεγκτικούς μηχανισμούς (η ΝΔ μάλιστα συνήθως τους διέλυε) ούτε διασταυρώσεις στοιχείων έκανε, όταν ακόμα και στο χωριό υπήρχε διαδίκτυο.
Μία βασική αρχή τονίζει ότι το κράτος πρέπει να εκπαιδεύσει τους πολίτες του και να κάνει κοινωνούς των «κοινών» οραμάτων. Αν ήθελε λοιπόν η Ελληνική Πολιτεία είχε περίπου 40 χρόνια προκειμένου να δείξει ότι η φοροδιαφυγή είναι καταστρεπτική. Μηχανισμοί υπήρχαν θεσμικά αλλά υπολειτουργούσαν ή ήταν λίγοι.

Ο πολίτης δε φταίει; Γιατί κάποιοι να πληρώνουν και κάποιοι άλλοι όχι; Αυτό το ερώτημα έχει να κάνει ουσιαστικά με τον πολιτικό και κοινωνικό στόχο των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Η αυτόματη φορολόγηση και η αδυναμία απόκρυψης εισοδημάτων εξ εργασίας ουσιαστικά υπήρχε μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους (ως πολιτικό-οικονομικό αντάλλαγμα για τη μονιμότητα), στους ιδιωτικούς υπαλλήλους (τους έπαιρνε η μπάλα, αλλά έδιναν εκ των πραγμάτων πολύ λίγα, όσο κι αν πονούσε) και στην αστική τάξη ή την υψηλή μεσαία που διέθεταν υλικό κεφάλαιο (ως ελάχιστο αντιστάθμισμα των κερδών τους για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής).

Έτσι, όμως, το παραπάνω ερώτημα αλλάζει και ξανατίθεται στη βάση του για ποιο λόγο δεν ήθελαν οι κυβερνήσεις να περιοριστεί η φοροδιαφυγή;

Η φορολόγηση και η πάταξη της φοροδιαφυγής θα έδινε μεν χρήματα στο κράτος και θα το συντηρούσε πολύ καλά χωρίς την ανάγκη δανειοδότησης (έστω κι αν αυτή ήταν συγκριτικά με άλλες χώρες λελογισμένη). Ωστόσο, θα στερούσε εισοδήματα από τους πολίτες και ιδιαίτερα τα μεσοαστικά στρώματα. Αυτά είναι τα εισοδήματα που τελικά επένδυαν στην κατανάλωση.
Και αξίζει να ζούμε με δανεικά; Να κλέβουμε από το κράτος και να απολαμβάνουμε αγαθά σε βάρος της κοινωνίας; Τούτο το ερώτημα είναι αποπροσανατολιστικό και καθαρή σοφιστεία. Ενώ φαντάζει λογικό, ωστόσο στερείται κάθε επαφής με την ελληνική πραγματικότητα.

Η φοροδιαφυγή και η επακόλουθη επένδυση στην κατανάλωση ουσιαστικά συνέβαλαν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Η αγορά κινούνταν, νέες θέσεις εργασίας ανοίγονταν και φυσικά όλοι ζούσαν το καταναλωτικό όνειρο. Το αν ήταν καλό το όνειρο η εφιάλτης τούτο δεν αφορά την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά ατομικά τον κάθε πολίτη και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε αγοραστικά. Η σύνεση ή η απουσία σύνεσης δεν αφορούν όλη την ελληνική κοινωνία. Το ζητούμενο είναι ότι η φοροδιαφυγή λειτουργούσε σε διάφορα επίπεδα. Από τη μια οι Έλληνες αισθάνονταν ευχαριστημένοι, από την άλλη η αγορά λειτουργούσε και η ανεργία μειώνονταν ή έμενε σταθερή ενώ παράλληλα το κράτος εισέπραττε έσοδα. Η φοροδιαφυγή, λοιπόν, δεν ήταν μόνο η ευκαιρία για ικανοποίηση καταναλωτικών επιθυμιών. Ήταν μία κρατική επένδυση. Το κράτος εισέπραττε πολύ περισσότερα χρήματα από εκείνα που έχανε με την πρόσθετη φορολόγηση σε αγαθά (αγορά κατοικίας, ΦΠΑ, εισαγωγές και τελωνειακοί δασμοί κλπ). Ουσιαστικά όχι μόνο δεν έβγαινε χαμένο, αλλά κέρδιζε πολλαπλάσια.
Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής λοιπόν είναι ψευδές ως πρόβλημα και εντελώς αποπροσανατολιστικό, όσον αφορά τη μεσαία τάξη. Μάλιστα για την αστική, αν ήθελε μπορούσε να τα πάρει πολλάκις πίσω χωρίς τις αστειότητες με τις αυτόφωρες φυλακίσεις και τις αποφυλακίσεις την επόμενη μέρα. Ωστόσο, τούτο θα μπορούσε να τεθεί μόνο στη βάση της λογικής ότι ουσιαστικά από τούτη επιβαρύνονταν όχι όλη η κοινωνία, αλλά μόνο οι μισθωτοί δημοσίου κι ιδιωτικού τομέα. Βέβαια, με τον καιρό και τούτοι βρήκαν τρόπο να αγκαλιάσουν την παραοικονομία, αλλά σαφώς η φορολόγηση επιβάρυνε κυρίως αυτούς. Ωστόσο, και τούτη η κοινωνική-οικονομική αδικία, με τίποτα δε δικαιολογεί το επιχείρημα ότι για όλα ευθύνονται τα δανεικά μας (ε, ας μη μας δάνειζαν αν ήταν έτσι) ή η φοροδιαφυγή των Ελλήνων μεσοαστών και μικροαστών.

Φυσικά στο παρόν, δεν επεκτείνομαι καθόλου στις πάσης φύσεως προτροπές των ελληνικών κυβερνήσεων για αγορές. Θα θυμίσω σχετικά -πολύ γρήγορα- ότι το κράτος ήταν αυτό προέτρεπε ουσιαστικά τους πολίτες να αγοράζουν κατοικίες διατηρώντας χαμηλές τις αντικειμενικές αξίες, προκειμένου να εισπράξει το ΦΠΑ και να δώσει κίνηση στον κατασκευαστικό κλάδο, ή για αυτοκίνητα νέας -κάθε φορά- γενιάς ή για αγορές μέσω πιστωτικών καρτών (όπως σήμερα), ώστε και το τραπεζικό σύστημα και η αγορά να συντηρούνται αγόγγιστα.

www.chdimos.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: