Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Η σύγκρουση της Πολωνίας με τη Γερμανία, για τις πολεμικές αποζημιώσεις .





Ανεξάρτητα από την Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει τίποτα έχοντας μετατραπεί σε γερμανική αποικία, το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων που έχει προκύψει με την Πολωνία δεν είναι καθόλου ασήμαντο – αφού θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της ΕΕ που είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της στο 4ο γερμανικό Ράιχ.
«Η ανατολική Γερμανία (DDR) διαδραμάτισε έναν πολύ σπουδαίο ρόλο στην ειρήνη που επικράτησε στην Ευρώπη, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – επειδή συνετέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην καταστροφή του παλαιού πρωσικού καθεστώτος. Ταυτόχρονα, δεν επέτρεψε τον πολλαπλασιασμό του «πρωσικού τύπου» ανθρώπου – εκείνου του ναζιστικά πειθαρχημένου και παθολογικά μεθοδικού ατόμου, οι πράξεις του οποίου ορίζονται και κατευθύνονται από το υπερεγώ του.
Δυστυχώς όμως, η ένωση της με τη δυτική Γερμανία ανέστειλε αυτές τις ιδιότητες της – ενώ η διακυβέρνηση ολόκληρης της χώρας από τη σημερινή καγκελάριο και τον υπουργό οικονομικών της, από δύο φανατικούς προτεστάντες δηλαδή, δημιούργησε έναν ακόμη χειρότερο τύπο ανθρώπου:
τον «πρώσο προτεστάντη», ο οποίος δεν είναι μόνο ναζιστικά πειθαρχημένος, καθώς επίσης παθολογικά μεθοδικός χαρακτήρας, κατευθυνόμενος από το υπερεγώ του – αλλά, επί πλέον, απαιτεί την παραδειγματική, αυστηρή και ανελέητη τιμωρία όλων όσων δεν ακολουθούν τις δικτατορικές εντολές του, θεωρώντας πως τότε διαπράττουν μία πολύ σοβαρή αμαρτία» (ΒΒ).
.
Κατά τους Γερμανούς η συμφιλίωση τους με την Πολωνία, με μία χώρα που έχει υποφέρει τα πάνδεινα τόσο από το πρωσικό καθεστώς, όσο και από τη Ρωσία, αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες προσπάθειες τους από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 – έχοντας μέχρι πρόσφατα πιστέψει ότι, τα είχαν καταφέρει. Σήμερα όμως αμφιβάλλουν, επειδή οι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος «Δίκαιο και Δικαιοσύνη» (PiS), κυρίως ο υπουργός αμύνης, έχουν δρομολογήσει τη διεξαγωγή μίας επιστημονικής έρευνας με τη συνδρομή του Κοινοβουλίου της Πολωνίας – η οποία μελετάει εάν οφείλει ή όχι η Γερμανία πολεμικές επανορθώσεις στη χώρα τους.
Φυσικά η γερμανική κυβέρνηση ισχυρίζεται, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας ότι, δεν υπάρχει ούτε από την πλευρά του Διεθνούς Δικαίου, ούτε από το ιδιωτικό Δίκαιο κάποια βάση που να τεκμηριώνει τις απαιτήσεις της Πολωνίας – πόσο μάλλον κάποιες πιθανότητες επιτυχίας μίας αγωγής εναντίον της. Βέβαια η θέση της δεν είναι τόσο εύκολη, όπως στο θέμα της Ελλάδας, αφού δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογία πως η Πολωνία το θυμήθηκε τώρα, επειδή δεν μπορεί να πληρώσει τα χρέη της – ενώ η χώρα δεν έχει οδηγηθεί στην παγίδα του χρέους, ούτε κυβερνάται από ενδοτικούς ηγέτες που θα ήταν απρόθυμοι να υποκινήσουν το θέμα.


Άλλωστε το δημόσιο χρέος της Πολωνίας ως προς το ΑΕΠ της είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο της Γερμανίας (55% – μπλε στήλες, αριστερή κάθετος στο γράφημα), το έλλειμμα του προϋπολογισμού της ελάχιστο (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά στήλη), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της έχει έλλειμμα μόλις -0,3% ενώ το εξωτερικό χρέος της, αν και σχεδόν διπλασιάσθηκε από το 2007, μετά το 2014 άρχισε να μειώνεται.  Όσον αφορά τα χρέη των νοικοκυριών της ως προς τα εισοδήματα τους είναι μόλις στο 60,61% (επόμενο γράφημα) – όταν των Αυστραλών πλησιάζουν στο 200%


Ο πρόεδρος τώρα του κυβερνώντος κόμματος ανακοίνωσε ότι, η Γερμανία αρνείται από πολλά χρόνια να αναλάβει τις ευθύνες της για το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – υπενθυμίζοντας πως οι ζημίες που προκάλεσε η γερμανική επιθετικότητα στην Πολωνία από το 1939 έως το 1944 ήταν τεράστιες. Ακόμη χειρότερα, καμία χώρα δεν είχε τόσα πολλά θύματα, ως ποσοστό επί του πληθυσμού της, όσο η Πολωνία – όπου «δολοφονήθηκαν» πάνω από 6 εκ. άνθρωποι, εκ των οποίων οι μισοί ήταν Εβραίοι μεν, αλλά Πολωνοί υπήκοοι.
Εκτός αυτού, οι ναζί προκάλεσαν τεράστιες υλικές ζημίες στη χώρα και τη λεηλάτησαν όσο καμία άλλη στον πλανήτη – ενώ οι επανορθώσεις που οφείλονται στην Πολωνία, σύμφωνα με το κόμμα «Δίκαιο και Δικαιοσύνη», υπολογίζονται μεταξύ 845 δις € και 1,8 τρις €.

Οι γερμανικές αντιρρήσεις
Αρνούμενοι τώρα οι Γερμανοί να πληρώσουν, δεν επικαλούνται τη συμφωνία 2+4 (=οι δύο Γερμανίες που ενώθηκαν και οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις – ανάλυση) ή/και αυτήν του 1953, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά τη σύμβαση του Potsdam που υπεγράφη αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, το 1945 – όπου συμφωνήθηκε πως η Σοβιετική Ένωση θα αναλάμβανε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Πολωνίας σε σχέση με τις πολεμικές επανορθώσεις, από το δικό της μερίδιο σε αυτές!
Εκτός αυτού ισχυρίζονται πως η προσάρτηση μεγάλης έκτασης γερμανικών εδαφών εκ μέρους της Πολωνίας (Σιλεσία, ανατολικό Βρανδεμβούργο, Πομερανία, νοτιοανατολική Πρωσία), μπορεί να θεωρηθεί ως πληρωμή πολεμικών επανορθώσεων – αφού καμία εχθρική χώρα του πρώην 3ου Ράιχ, εκτός από τη Ρωσία και την Πολωνία, δεν κατέλαβε γερμανικά εδάφη στο διηνεκές. Έμμεσα λοιπόν οι Γερμανοί αναφέρονται σε μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις – κάτι που φυσικά έχει θορυβήσει ακόμη περισσότερο τους Πολωνούς, οι οποίοι πιστεύουν πως μέσα σε κάθε Γερμανό είναι κρυμμένος ένας ναζί.
Περαιτέρω οι Γερμανοί υπενθυμίζουν τη δήλωση της κυβέρνησης της λαϊκής δημοκρατίας της Πολωνίας το 1953, σύμφωνα με την οποία τα εξής: «Λαμβάνοντας δεόντως υπ’ όψιν πως η Γερμανία έχει εξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τις πολεμικές επανορθώσεις, καθώς επίσης πως η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Γερμανίας εξυπηρετεί την ειρηνική της εξέλιξη, η κυβέρνηση της λαϊκής δημοκρατίας της Πολωνίας αποφάσισε να παραιτηθεί από την πληρωμή αποζημιώσεων, με ημερομηνία ισχύος την 1.1.1954».
Η δήλωση βέβαια είναι αντιφατική, αφού εάν είχε πληρώσει η Γερμανία δεν θα υπήρχε λόγος παραίτησης της Πολωνίας. Το επιχείρημα πάντως της κυβέρνησης της Πολωνίας είναι το ότι, η τότε λαϊκή δημοκρατία ήταν μία μαριονέτα της Ρωσίας – κάτι που έχει ασφαλώς λογική, αφού κατά πολλούς αυτό συνέβαινε με τα περισσότερα κράτη της Σοβιετικής Ένωσης.
Σε αυτό το επιχείρημα η Γερμανία αντιπαραθέτει το ότι, η δημοκρατική και μη εξαρτώμενη πια από τη Ρωσία σημερινή Πολωνία, διακανόνισε το 1991 στα πλαίσια της συμφωνίας γειτνίασης με τη Γερμανία όλα τα υφιστάμενα ανοιχτά θέματα – ενώ μέσω ενός ιδρύματος διενεργήθηκαν πληρωμές δισεκατομμυρίων σε Πολωνούς που ζούσαν ακόμη, έχοντας υποχρεωθεί σε καταναγκαστική εργασία από τους ναζί.
Εκτός αυτού όλες οι επόμενες κυβερνήσεις της Πολωνίας παραιτήθηκαν πολλές φορές και με καθαρές δηλώσεις τους από τις γερμανικές αποζημιώσεις – ενώ ο τότε πρωθυπουργός (M. Belka) ανακοίνωσε πως το θέμα είχε κλείσει μία για πάντα.



Οι κατηγορίες της Γερμανίας

Συνεχίζοντας, οι Γερμανοί ισχυρίζονται πως η κυβέρνηση της Πολωνίας δεν απαιτεί τις αποζημιώσεις επειδή πιστεύει πως θα τις εισπράξει, αλλά για πολιτικούς λόγους – λόγω του ότι η νομιμοποίηση της πηγάζει από τον παραδοσιακό εθνικισμό της χώρας! Με τον τρόπο αυτό λοιπόν καλλιεργεί μία ιστορική κουλτούρα, για την οποία ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι πολύ σημαντικός – ενώ ο εθνικισμός είναι συνδεδεμένος στην Πολωνία με το μύθο της εθνικής θυματοποίησης, εμπλουτισμένο με μία μεγάλη δόση καθολικισμού.




Ο μύθος αυτός όμως, όπως κάθε μύθος, δεν έχει ρεαλιστικό υπόβαθρο – εννοώντας προφανώς πως οι Πολωνοί δεν ήταν ποτέ θύματα των γειτόνων τους! Επομένως ότι η Πολωνία προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία πλαστογραφώντας ή σβήνοντας κάποια μέρη της – έτσι ώστε να εξυπηρετεί «κατά το δοκούν» τα συμφέροντα της.
Με απλά λόγια οι Γερμανοί κατηγορούν την πολωνική κυβέρνηση ότι, για να διατηρήσει τους εθνικιστές εκλογείς της, δημιουργεί εχθρούς του Έθνους – στα πρόσωπα των δύο δήθεν παραδοσιακών καταπιεστών της, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Για την κυβέρνηση προέχει επομένως η εθνική ευαισθητοποίηση, από τις καλές σχέσεις της με τη Γερμανία – πόσο μάλλον αφού η επικέντρωση της στα εγκλήματα των ναζί την εξυπηρετεί, όσον αφορά την κριτική που δέχεται από τη Γερμανία για τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούν στο εσωτερικό της.
Τέλος, πάντοτε κατά τη Γερμανία η πολωνική κυβέρνηση συμπεριφέρεται ανεύθυνα, αφού θέτει σε κίνδυνο τις προσπάθειες συμφιλίωσης μεταξύ των δύο χωρών – οι οποίες είχαν στεφθεί έως πρόσφατα με επιτυχία από πολλές μεταπολεμικές γενιές Γερμανών και Πολωνών πολιτικών. Εν μέρει βέβαια μας θυμίζει σε κάποιο βαθμό τους αντίστοιχους ισχυρισμούς της σε σχέση με την Ελλάδα, όταν οι κυβερνήσεις της προσπάθησαν να ανασύρουν το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων – υπενθυμίζοντας πως φημισμένοι Γερμανοί ιστορικοί επιβεβαιώνουν την οφειλή τους, όπως ο κ. A. Ritschl, ο οποίος είχε γράψει τα εξής:




«Εάν αλλάξουν οι διαθέσεις στην Ελλάδα (εάν «ξυπνήσουν» δηλαδή οι Έλληνες, εάν εκλέξουν επαρκείς, ανιδιοτελείς, ικανούς, θαρραλέους πολιτικούς και διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), τότε είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες – απαιτώντας με τη σειρά τους τα χρήματα που χωρίς καμία αμφιβολία τους χρωστάμε. Εάν λοιπόν υποχρεωθούμε νομικά να εξοφλήσουμε όλες μας τις υποχρεώσεις, τότε θα μας πάρουν και τα πουκάμισα μας – αφού, με βάση τη συμφωνία του Λονδίνου, οι πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν πληρώθηκαν το 1953, θα έπρεπε να εξοφληθούν σε περίπτωση τυχόν επανένωσης της Γερμανίας. 
Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πολύ καλύτερα όχι μόνο να αναδιοργανώναμε την ελληνική Οικονομία με δικό μας αποκλειστικά κόστος, αλλά να το κάναμε πλουσιοπάροχα. Εάν, αντί να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς νόμους και να πληρώσουμε τα χρέη μας, συνεχίσουμε να παριστάνουμε τον πλούσιο τραπεζίτη, ο οποίος καπνίζει ήρεμα το πούρο του και δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη του, εκβιάζοντας τους πιστωτές του, τότε κάποια στιγμή θα μας έλθει ένας τεράστιος λογαριασμός. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή –  μία ευκαιρία που προσφέρθηκε στην αχάριστη Γερμανία πολλές φορές στο παρελθόν, ειδικά από τις Η.Π.Α. το 1953”.
.
Γνωρίζουμε βέβαια πως δυστυχώς υπάρχουν αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν πως δεν υπάρχει θέμα γερμανικών αποζημιώσεων – επειδή οι Γερμανοί χρηματοδοτούν ανέκαθεν μέσω ειδικών ιδρυμάτων αρκετά ΜΜΕ και σημαντικούς Έλληνες, για να διαμορφώνουν ανάλογα την κοινή γνώμη. Ανεξάρτητα όμως από την Ελλάδα, η οποία δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει τίποτα έχοντας μετατραπεί σε γερμανική αποικία, ενώ τα περισσότερα πολιτικά κόμματα υποκλίνονται στην καγκελάριο, το θέμα που έχει προκύψει με την Πολωνία δεν είναι καθόλου ασήμαντο – αφού θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή της ΕΕ που είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της στο 4ο γερμανικό Ράιχ.

Επίλογος
Ολοκληρώνοντας έχουμε την άποψη ότι, εάν η Γερμανία θελήσει να συμμαχήσει με τη Ρωσία, οι Η.Π.Α. θα προσεγγίσουν αμέσως την Πολωνία, όπως άλλωστε φάνηκε από την πρόσφατη επίσκεψη του προέδρου Trump – καθώς επίσης ορισμένες άλλες χώρες της ανατολικής και όχι μόνο Ευρώπης, για να αντισταθμίσουν την απώλεια της (άρθρο). Εάν δε η Πολωνία στηριχθεί από τις Η.Π.Α., τότε θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Μ. Βρετανίας εξερχόμενη από την ΕΕ – ενώ έχει δηλώσει πολλές φορές ότι, δεν πρόκειται ποτέ να υιοθετήσει το ευρώ, παρά το ότι είναι συμβατική της υποχρέωση.
Στα πλαίσια αυτά η σύγκρουση της Πολωνίας με τη Γερμανία, εκτός των άλλων και στο θέμα του μεταναστευτικού, θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον – ενώ τυχόν έξοδος της Πολωνίας από την ΕΕ θα σημάνει την αρχή του τέλους της, εάν υποθέσουμε πως δεν θα έχει μία ανάλογη σημασία η έξοδος της Μ. Βρετανίας.
Δυστυχώς βέβαια εμείς στην Ελλάδα, μετά τα τραγικά λάθη εάν όχι τις προδοσίες που προηγήθηκαν, δεν έχουμε τίποτα άλλο να κάνουμε, εκτός από το να παρακολουθούμε τις διεθνείς εξελίξεις – ελπίζοντας πως κάτι θα συμβεί με κάποια άλλη χώρα, όπως με την Ιταλία ή με την Πολωνία, το οποίο θα μας βοηθήσει να ανακτήσουμε την εθνική μας κυριαρχία.


Δεν υπάρχουν σχόλια: