Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Γιαννιώτες θύματα στο ναζιστικό στρατόπεδο Μπούχενβαλντ


Ο Γιώργος Βραζιτούλης διηγείται την ιστορία του ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ και των παραρτημάτων του «Μίτελμπαου-Ντόρα» και «Όρντρουφ», όπου έχασαν τη ζωή τους δυο Γιαννιώτες συμπολίτες μας. 

Δέκα μόλις χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Βαϊμάρης, της πόλης του Γκαίτε και του Σίλερ, και πάνω στο καταπράσινο βουνό Έτερσμπεργκ, το ναζιστικό καθεστώς είχε δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα συγκέντρωσης επί γερμανικού εδάφους, το στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Στα οχτώ περίπου χρόνια της λειτουργίας του, από τον Ιούλιο του 1937 μέχρι τον Απρίλιο του 1945, (όταν δηλαδή απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα), φυλακίστηκαν εκεί περίπου 250.000 άνθρωποι από όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης. Περίπου 58.000 από αυτούς έχασαν τη ζωή τους και ανάμεσά τους 11.800 Εβραίοι.

Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του κρατούνταν εκεί κυρίως πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος (κομμουνιστές, σοσιαλιστές), καθώς και ποινικοί κρατούμενοι, Εβραίοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, διάφορα «αντικοινωνικά στοιχεία» και ομοφυλόφιλοι. Με την έναρξη του πολέμου άρχισαν να φυλακίζονται στο Μπούχενβαλντ θύματα κυρίως από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με αποτέλεσμα, κατά την απελευθέρωσή του μόνο 5% των κρατουμένων να είναι Γερμανοί. Μετά το 1943, οι έγκλειστοι του Μπούχενβαλντ και άλλων 136 μικρότερων στρατοπέδων-παραρτημάτων του στις γύρω περιοχές, χρησιμοποιούνταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία ως σκλάβοι κυρίως στην πολεμική βιομηχανία του Τρίτου Ράιχ. Από αυτή τη σκοπιά, το Μπούχενβαλντ δεν ήταν ένα «στρατόπεδο εξόντωσης», όπως για παράδειγμα το Άουσβιτς-Μπίρκεναου ή το Μαϊντάνεκ, όπου δολοφονούνταν με συστηματικό, «βιομηχανικό» τρόπο εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Παρόλα αυτά όμως και εδώ πέθαιναν οι κρατούμενοι μαζικά από τις κακουχίες και τις αρρώστιες μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και ζωής ή δολοφονούνταν κατά περίσταση εν ψυχρώ από τους δεσμοφύλακες των SS.
Ένα από τα πιο γνωστά θύματα του Μπούχενβαλντ υπήρξε ο τότε ηγέτης του ΚΚ Γερμανίας Ερνστ Τέλμαν, που δολοφονήθηκε εκεί κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες τον Αύγουστο του 1944. Στο Μπούχενβαλντ γινόντουσαν επίσης ιατρικά πειράματα σε κρατούμενους, όπως εμβολιασμοί εξανθηματικού τύφου και ηπατίτιδας, με αποτέλεσμα αρκετές εκατοντάδες από αυτούς να χάσουν με φρικτό τρόπο την ζωή τους. Λίγο πριν την απελευθέρωσή του τα SS προσπάθησαν να εκκενώσουν το στρατόπεδο και έστειλαν 28.000 περίπου κρατούμενους σε διάφορες πορείες θανάτου προς άλλους προορισμούς, ενώ περίπου 21.000 (ανάμεσά τους 900 παιδιά και έφηβοι) παρέμειναν έγκλειστοι. Στις 11 Απριλίου 1945, μονάδες της 3ης αμερικάνικης Στρατιάς έφτασαν στο Μπούχενβαλντ, το οποίο οι SS-φρουροί του το είχαν ήδη εγκαταλείψει. Κομμουνιστές κρατούμενοι, που είχαν οργανώσει τα τελευταία χρόνια μια μυστική οργάνωση αντίστασης μέσα στο στρατόπεδο, άνοιξαν την κεντρική πύλη του και υποδέχτηκαν πανηγυρικά τους απελευθερωτές.
Σήμερα ο τόπος του πρώην στρατοπέδου έχει μετατραπεί σε μνημείο, που το διαχειρίζεται το αντίστοιχο ίδρυμα και μουσείο με την ονομασία Stiftung Gedenkstätten Buchenwald und Mittelbau-Dora. Στο ίδρυμα αυτό φυλάσσονται και τα αρχεία του Μπούχενβαλντ που περιέχουν σημαντικά ντοκουμέντα της εποχής εκείνης, όπως καταλόγους κρατουμένων, βιβλία θανάτων και πολλά άλλα , που έπεσαν στα χέρια των απελευθερωτών αμερικανών. Σε μια αναζήτηση στον κατάλογο θυμάτων, βρίσκει κανείς ανάμεσα σε μερικές δεκάδες ελληνικών ονομάτων και τα ονόματα δύο Γιαννιωτών. Πρόκειται για τους Μιχαήλ Μπιρνιό και Σαμπετάυ Μπελά.


Στην κόλαση του «Ντόρα»
Σύμφωνα με τα στοιχεία των αρχείων ο Μιχαήλ Μπιρνιός (ή Μπίρνιος, στα γερμανικά Mihael Birnjos) γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1926 στα Γιάννενα και ζούσε πριν τον πόλεμο μαζί με τον πατέρα του στην περιοχή του Αργυροκάστρου στην Αλβανία. Τον Μάρτιο του 1943 συνελήφθη από τις ιταλικές αρχές κατοχής και μεταφέρθηκε αρχικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Φλόσενμπιργκ κοντά στα γερμανοτσεχικά σύνορα, όπου καταγράφηκε με τον αριθμό κρατουμένου 6277. Από το στρατόπεδο αυτό είχαν περάσει σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του τουλάχιστον 486 έλληνες κρατούμενοι. Στις 21/22 Οκτώβρη 1943 ο Μπιρνιός μεταφέρθηκε από εκεί στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Στους καταλόγους του στρατοπέδου, καταχωρήθηκε ως «πολιτικός (κρατούμενος) Έλληνας», με αριθμό 30041. Ο χαρακτηρισμός «πολιτικός» υπονοεί εδώ μια πρότερη αντιστασιακή δράση του κρατούμενου. Πέντε μέρες αργότερα, στις 27 Οκτώβρη, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας «Ντόρα», το οποίο είχε δημιουργηθεί λίγους μήνες πριν στην περιοχή του Νόρντχαουζεν της Θουριγγίας. Το στρατόπεδο αυτό, που αργότερα έλαβε την ονομασία «Μίτελμπαου», αποτελούσε τότε διοικητικό παράρτημα του Μπούχενβαλντ.
Στην περιοχή του στρατοπέδου αυτού, είχε μεταφερθεί από την Πενεμίντε στην βορειοανατολική Γερμανία, για να προστατευτεί μέσα σε ένα σύστημα στοών από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, η βιομηχανική παραγωγή των πυραύλων V1 και V2, ενός νέου όπλου που είχε αναπτύξει το ναζιστικό καθεστώς στη διάρκεια του πολέμου. Ένας μεγάλος αριθμός κρατουμένων εργάζονταν στην αρχή για την διάνοιξη και κατασκευή υπόγειων στοών μέσα σε ένα διπλανό βουνό.
Οι συνθήκες ζωής και εργασίας των κρατουμένων ήσαν απάνθρωπες. Στους πρώτους μήνες λειτουργίας του στρατοπέδου, το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1943, ενώ δεν είχαν φτιαχτεί ακόμα τα παραπήγματα, οι κρατούμενοι διέμεναν μέσα στις στοές, κοιμούνταν σε τετραώροφες κουκέτες, χωρίς θέρμανση και χωρίς στοιχειώδεις χώρους υγιεινής. Η πείνα, η έλλειψη νερού, το κρύο, οι αρρώστιες (κυρίως του αναπνευστικού, λόγω της σκόνης) και η εξαντλητική δουλειά βασάνιζαν τους κρατούμενους, με αποτέλεσμα ένα μεγάλος αριθμός από αυτούς να χάσουν εκεί τη ζωή τους. Θύμα αυτών των συνθηκών θα πρέπει πιθανότατα να υπήρξε και ο γιαννιώτης κρατούμενος. Στο βιβλίο θανάτων του στρατοπέδου αναφέρεται, ότι πέθανε στις 5 Ιανουαρίου 1944 από «καρδιακή ανεπάρκεια λόγω βρογχοπνευμονίας». Οι ιατροδικαστικές αυτές γνωματεύσεις άλλοτε ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα κι άλλοτε συνέβαλαν στην συγκάλυψη ωμών εγκλημάτων εις βάρος των κρατουμένων.
Στο ίδιο διάστημα, από τον Οκτώβριο 1943 μέχρι το Μάρτιο 1944, άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στις στοές άλλοι 2.900 κρατούμενοι, που στην πλειοψηφία τους ήσαν Ρώσοι, Πολωνοί και Γάλλοι. Η κατασκευή των στοών είχε για τους ναζί εκείνο το διάστημα προτεραιότητα από την κατασκευή των παραπηγμάτων, τα οποία ετοιμάστηκαν μόλις τον Ιανουάριο του 1944 σε μια κοντινή έκταση δίπλα στις δυο εισόδους των στοών. Τον ίδιο μήνα μεταφέρθηκε στις κατασκευασμένες στοές και ο τεχνικός εξοπλισμός και άρχισε η παραγωγή των πυραύλων. Ως εργατικό προσωπικό χρησιμοποιήθηκαν επιλεγμένοι κρατούμενοι από άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μια και οι μέχρι τώρα είχαν θεωρηθεί ακατάλληλοι λόγω της εξάντλησης και στάλθηκαν μετά σε άλλα στρατόπεδα για διάφορες άλλες εργασίες.
Κατά τη συνολική διάρκεια λειτουργίας του, πέρασαν από το στρατόπεδο «Μίτελμπαου-Ντόρα» 60.000 περίπου κρατούμενοι, 48 διαφορετικών εθνικοτήτων, ενώ ένα τρίτο περίπου από αυτούς άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τα αμερικανικά στρατεύματα στις 11 Απριλίου 1945.


Πεθαίνοντας στο «Όρντρουφ»
O άλλος ηπειρώτης κρατούμενος, Σαμπετάυ Μπελά (ή Μπέλα, στα γερμανικά Sabetay Bela) είχε γεννηθεί επίσης στα Γιάννενα στις 2 Μαρτίου 1911. Όπως μαρτυρεί και το όνομά του πρόκειται για Εβραίο, μέλος της τότε ρωμανιώτικης κοινότητας της πόλης μας. Πότε και για ποιο λόγο οδηγήθηκε στα κάτεργα του Τρίτου Ράιχ δεν είναι γνωστό. Σύμφωνα με ντοκουμέντα των αρχείων του Μπούχενβαλντ, ο Μπελά κρατούνταν πριν σε ένα άλλο στρατόπεδο εργασίας, που βρίσκονταν μέσα στο αεροδρόμιο του Εχτερντίγκεν (σήμερα μέσα στην έκταση του αεροδρομίου της Στουτγάρδης) και το οποίο υπάγονταν διοικητικά στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νατσβάιλερ στην Αλσατία. Περίπου 600 Εβραίοι κρατούμενοι διέμεναν εκεί σε άθλιες συνθήκες και δούλευαν καθημερινά σε διάφορες εργασίες οδοποιίας ή επιδιορθώνοντας τις ζημιές των βομβαρδισμών στο αεροδρόμιο ή σε διάφορα νταμάρια της περιοχής σπάζοντας και κουβαλώντας πέτρες μέχρι εξάντλησης. Τον Ιανουάριο του 1945 τα SS έκλεισαν το στρατόπεδο «Εχτερντίγκεν» και μοίρασαν όσους κρατούμενους είχαν επιζήσει σε άλλα στρατόπεδα, όπως στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, στο Βάιχιγκεν και στο Μπούχενβαλντ. Ο Μπελά μεταφέρθηκε και καταγράφηκε στις 25 Ιανουαρίου 1945, ως «πολιτικός Έλληνας Εβραίος κρατούμενος» του Μπούχενβαλντ με αριθμό κρατουμένου 86292, οδηγήθηκε όμως απευθείας στο στρατόπεδο του Όρντρουφ.
Το στρατόπεδο συγκέντρωσης «Όρντρουφ», βρίσκονταν στη μικρή ομώνυμη κωμόπολη της Θουρυγγίας, 13 χιλιόμετρα νοτιότερα της ιστορικής πόλης Γκότα. Στα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσε εκεί από το 1941/42 ένα στρατόπεδο σοβιετικών αιχμαλώτων. Ως στρατόπεδο εργασίας υπό την διοίκηση των SS και με την πρόσθετη κωδική ονομασία S III, λειτούργησε από τις αρχές Νοεμβρίου 1944 μέχρι στις 5 Απριλίου 1945, ημέρα της απελευθέρωσής του. Στη αρχή υπάγονταν κι αυτό στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, στη συνέχεια όμως αυτονομήθηκε διοικητικά. Η δημιουργία αυτού του στρατοπέδου συνδέεται με την κατασκευή ενός μεγάλου συστήματος στοών στην κοντινή περιοχή Γιόνασταλ, το οποίο, όπως φημολογείται, προορίζονταν για καταφύγιο στρατιωτικών επιχειρήσεων του ίδιου του Χίτλερ και του γενικού επιτελείου του Τρίτου Ράιχ. Η σκοπιμότητα της κατασκευής αυτού του έργου δεν έχει εξακριβωθεί μέχρι σήμερα, ενώ για πολλά χρόνια οργίαζαν οι φήμες για κρυμμένους θησαυρούς ή μυστικά όπλα των ναζί, που βρίσκονταν δήθεν ακόμη μέσα στις σκοτεινές γαλαρίες. Οι κρατούμενοι, των οποίων ο αριθμός τον Μάρτιο 1945 είχε φτάσει στους 11.700, χρησιμοποιούνταν και εδώ σε εξαντλητικές χειρονακτικές οικοδομικές εργασίες.
Στις 30 Ιανουαρίου 1945 περίπου 1.000 κρατούμενοι του Όρντρουφ μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο του Μπέργκεν-Μπέλσεν, όπου πολλοί από αυτούς βρήκαν τον θάνατο, ενώ στις 2 Απριλίου 1945 τα SS εξανάγκασαν το μεγαλύτερο μέρος των κρατουμένων σε μια πορεία θανάτου 51 χιλιομέτρων προς το Μπούχενβαλντ. Πόσοι από τους εξαντλημένους κρατούμενους επέζησαν της πορείας και των δολοφονιών από τους συνοδούς τους είναι άγνωστο. Γύρω στα 60-70 άτομα δολοφονήθηκαν λίγο πριν την πορεία, επειδή είχαν θεωρηθεί από τους φρουρούς τους ως μη ικανοί για την επιχείρηση αυτή. Μερικοί κρατούμενοι κατόρθωσαν να κρυφτούν και να γλυτώσουν διαφεύγοντας στα δάση, όπου έπεσαν αργότερα στα χέρια των αμερικανικών στρατευμάτων, και τους πληροφόρησαν για την κατάσταση που επρόκειτο να συναντήσουν σύντομα κατά την προέλασή τους.
Στις 5 Απριλίου 1945 η 4η Μεραρχία τεθωρακισμένων του αμερικανικού στρατού απελευθέρωσε το στρατόπεδο και μια βδομάδα αργότερα το επισκέφτηκαν για επιθεώρηση οι στρατηγοί Πάτον, Μπράντλεΰ και Άιζενχαουερ. Ο τελευταίος χαρακτήρισε αργότερα στο ημερολόγιό του την επίσκεψη αυτή ως ένα «σοκ». Στο Όρντρουφ οι Αμερικανοί είδαν με τα μάτια τους και γνώρισαν μέσα από τις αφηγήσεις των επιζώντων, για πρώτη φορά την φρίκη ενός γερμανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης. Οι φωτογραφίες από εκεί, όπως και στη συνέχεια από το Μπούχενβαλντ έκαναν λίγες μέρες αργότερα τον γύρο του κόσμου.
Ο Σαμπετάυ Μπελά δεν πρόλαβε να ζήσει ούτε την απελευθέρωση ούτε και καν κάποιο μεγαλύτερο διάστημα μέσα στην κόλαση του Όρντρουφ. Λίγες μόνο μέρες μετά την άφιξή του στο στρατόπεδο, όντας πιθανόν ήδη βαριά άρρωστος, άφησε εκεί στις 29 Ιανουαρίου 1945 την τελευταία του πνοή. Ως αιτίες θανάτου καταγράφηκαν στα βιβλία του στρατοπέδου «Συγκοπή καρδιάς» καθώς και «καρδιακή ανεπάρκεια επί εντεροστομαχικού κατάρρου». Το όνομά του δεν βρίσκεται μέχρι σήμερα ούτε στους καταλόγους θυμάτων του Ολοκαυτώματος του ιδρύματος Yad Vashem στο Ισραήλ, ούτε στη λίστα δολοφονημένων γιαννιωτών Εβραίων, της ρωμανιώτικης κοινότητας Kehila Kedosha Janina στη Νέα Υόρκη.
Επίλογος
Το 1947, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωση 31 άτομα οδηγήθηκαν σε δίκη ενώπιον ενός αμερικανικού στρατοδικείου στο Νταχάου για τα εγκλήματα στο Μπούχενβαλντ και στα παραρτήματά του. Από αυτά, 22 καταδικάστηκαν σε θάνατο, πέντε σε ισόβια κάθειρξη και τέσσερις σε μικρότερες ποινές. Από τις θανατικές καταδίκες εκτελέστηκαν τελικά μόνον οι εννέα, ενώ ο θανατοποινίτης πρώην διοικητής του Μπούχενβαλντ πέθανε στη φυλακή. Όλοι οι υπόλοιποι καταδικασθέντες αφέθηκαν σταδιακά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50, ελεύθεροι.
Τα δυο παλικάρια από τα Γιάννενα, ο χριστιανός Μιχαήλ Μπιρνιός και ο εβραίος Σαμπετάυ Μπελά, που, όπως μαρτυρούν τα αρχεία των στρατοπέδων, μέσα στα μαύρα χρόνια της Κατοχής είχαν επιλέξει να αντισταθούν στον κατακτητή, πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την απόφασή τους εκείνη, με κακουχίες και εξευτελισμούς μέσα στα ναζιστικά κάτεργα και στο τέλος με τη ίδια τους τη ζωή. Για δεκαετίες έμειναν ξεχασμένοι μαζί με αμέτρητους άλλους μέσα στην ανωνυμία εκατομμυρίων θυμάτων του ναζισμού. Ας είναι τούτο το αφιέρωμα ένα μικρό μνημόσυνο για την βασανισμένη, σύντομη ζωή τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: