Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

Η αντι-εξουσιαστική διάσταση του καρναβαλιού


Ο άνθρωπος διαθέτοντας έμφυτα τα χαρακτηριστικά στοιχεία της κοινωνικότητας και του παιχνιδιού επιθυμεί την συναναστροφή με άλλους ανθρώπους και την συν-δημιουργική ενασχόληση (ζωγραφική, γλυπτική, μύθοι). Παράλληλα αναπτύσσει διάφορες γιορτές που άλλοτε αποτελούν δοξασίες σε κάποια θεότητα, όπως αυτή ορίζεται από την κοινότητα ή είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη φύση ή και τα δυο μαζί.

Στις πρώτες κοινωνίες, όπως διαπιστώνουμε και σήμερα από διάφορες ανθρωπολογικές και εθνολογικές μελέτες, είναι αυτές οι ενασχολήσεις που παίζουν κεντρικό και κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλες τις κοινωνίες σαρκάζεται μέσω του γέλιου η εξουσία σε κάθε της μορφή (κρατική, θρησκευτική, οικογενειακή) μέσω διαφόρων γιορτών που αφετηριακά είχαν άλλες αφορμές (π.χ. αρχή άνοιξης) αλλά οι συμμετέχοντας έβρισκαν την ευκαιρία να κοροϊδεύουν καθετί εξουσιαστικό.

Κεντρική ιδέα σε πλήθος εορταστικών εκφάνσεων, ήταν η αναστολή των καθημερινών απαγορεύσεων, η ταύτιση με τη φύση και τα φυσικά φαινόμενα, η φαλλοφορία και βωμολοχία, η αντιμετάθεση κοινωνικών ρόλων. Βέβαια το μασκάρεμα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες αυτές τις εκδηλώσεις. Από την αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο συναντάμε πλήθος εορτών που τηρουμένων των αναλογιών παρουσιάζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Τα Διονύσια, Ανθεστήρια, Λήναια, Κρόνια, γιορτές του Ερμή στη Κρήτη είναι οι πιο γνωστές από τις πάμπολλες που υπήρχαν και σε πολλές άλλες περιοχές (Σκύρος, Τίρναβος, Νάουσα) με έκδηλο το «διονυσιακό» στοιχείο. Επίσης λαϊκές γιορτές παρατηρούμε και στη ρωμαϊκή εποχή με τα Βακχάλια, στο Βυζάντιο με τις Καλένδες, τις γιορτές του χειμώνα στη Κίνα και της άνοιξης στην Ινδία.

Οι πάμπολλες ομοιότητες που υπάρχουν μεταξύ εορτών φανερώνουν μια βαθιά και εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να γελοιοποιήσει και να σαρκάσει οτιδήποτε τον περιορίζει και τον καταπιέζει και στέκεται εμπόδιο στην απόλαυση της ζωής, όπως για παράδειγμα o έρωτας. Φυσικά και αυτές οι περιοδικές στιγμές ελευθερίας που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, μπήκαν στο στόχαστρο της εξουσίας είτε πολιτικής είτε θρησκευτικής, με σκοπό να αλλοιώσουν και να τερματίσουν αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Άλλωστε η εκκλησία δεν αποδέχεται τις διονυσιακές γιορτές και τις απορρίπτει ως ειδωλολατρικές (έρχονται πολύ προγενέστερα από τον χριστιανισμό) και σατανικές που αμαρτάνουν και κολάζουν τους ανθρώπους.



Θυμόμαστε, τη μηνυτήρια αναφορά που έκανε ένας ψάλτης από το Μεσολόγγι προς την Δόμνα Σαμίου επειδή τραγούδησε σκωπτικά τραγούδια στην κρατική τηλεόραση. Τον οποίο ασφαλώς επιβράβευσε με επιστολή του ο Χριστόδουλος (ναι! Δεν στέλνει μόνο συστατικές επιστολές για πρεζέμπορους). Ο Χριστόδουλος, που τάσσοταν με φανατισμό υπέρ της παράδοσης και πρεσβεύοντας καθετί ελληνικό, αρνείτο πεισματικά να αποδεχθεί τα γηγενή έθιμα των αρχαίων κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Είναι εκείνα που δεν εγκρίθηκαν από την εκκλησιαστική εξουσία, που χειραγώγησε τη σκέψη και την επιθυμία φυλακίζοντας το σώμα.

Διότι μπορεί να κατάφεραν να γκρέμισαν αρκετούς αρχαίους ναούς (και τις περισσότερες φορές να έχτισαν πάνω σε αυτούς) αλλά δεν μπόρεσαν να χαλιναγωγήσουν τον γέλωτα και την ειρωνεία από τους καταπιεσμένους μέχρι και τις μέρες μας. Σίγουρα η αλλοίωση υπάρχει όχι μόνο στα καθαρά εμπορικά καρναβάλια (Πάτρα, Θήβα, Ξάνθη κλπ), που με την πάροδο των χρόνων έχουν χάσει βασικά πρωταρχικά τους στοιχεία, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις είναι εμφανές ακόμη το διονυσιακό στοιχείο ή η βωμολοχική επίθεση σε κάποιο εξουσιαστικό στοιχείο.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, συναντάμε στην Αγ. Άννα Ευβοίας τους κατοίκους της, να τραγουδάνε κάθε χρόνο τους παρακάτω στίχους, φανερώνοντας την διαχρονικότητα και επικαιρότητα τους:

Ποιος είδε θηλυκό παπά

κ' διάκο γκαστρωμένο,
ποιος είδε κι ένα γούμενο
τριού μερού λεχώνα.


Το συγκεκριμένο έθιμο είναι γνωστό για την έντονη βωμολοχική του χροιά απέναντι κυρίως στους παπάδες και στις παπαδιές και συχνά οι εκάστοτε αστυνομικοί σταθμάρχες επιχείρησαν με επιμονή και ζήλο να το απαγορεύσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές το συγκεκριμένο βωμολοχικό καρναβάλι έχεις τις ρίζες του στην αρχαιότητα (Αλώα, Θεσμοφόρια) προσαρμόζοντας στη σύγχρονη εποχή τον χλευασμό προς την εκκλησιαστική (παπάδες, παπαδιές) και πολιτική (κυβερνήσεις, κόμματα) εξουσία.

Επίσης την περίοδο του μεσαίωνα παρατηρείται μια καρναβαλική έξαρση όπου το γέλιο είναι καθολικό και εκτός από το χλευασμό εκφράζει και την αισιοδοξία στην οικοδόμηση ενός καινούργιου κόσμου. Το γέλιο είναι αμφίσημο και αμφίπλευρο: καταλύει αλλά ταυτόχρονα οικοδομεί, όλοι γελούν με όλους και με όλα, ακόμα και με τους εαυτούς τους. Με την διαμόρφωση των κρατών και την ανάπτυξη του κλασσικού ορθολογισμού, το σοβαρό ταυτίζεται με το ανώτερο και το κωμικό με το κατώτερο. Έτσι το καρναβάλι προοδευτικά θα εξελιχθεί σε κάτι παρόμοιο με την αντικουλτούρα: μια αντικουλτούρα εθιμικά αναγνωρισμένη αλλά δυνάμει αντιστασιακή. Άλλωστε στα έθιμα του καρναβαλιού περιλαμβάνονταν και πράξεις όπως η πυρπόληση των δημαρχείων και των αστυνομικών τμημάτων, το κάψιμο τίτλων ιδιοκτησίας, το λιντσάρισμα αρχόντων, φοροεισπρακτόρων και κληρικών.

Η εξουσία αντέδρασε άλλοτε με βίαιο κατασταλτικό τρόπο και άλλοτε με έμμεσο σκοπεύοντας να οριοθετήσει τις λαϊκές εκδηλώσεις σε ευπρεπή πλαίσια. Εν πολλοίς τα κατάφερε προσδίδοντας - σε αρκετές - εμπορευματοποιημένο και ιλουστρασιόν χαρακτήρα υπό την κηδεμονία των δήμων καταλύοντας το αυθόρμητο. Για ποιο λόγο, τελικά, ο άνθρωπος ανέπτυξε τον καρναβαλικό σαρκασμό; Μήπως έχοντας γελοιοποιήσει τους δυνάστες του, νιώθει ότι ισχυροποιείται απέναντι στην εξουσία; Το σίγουρο πάντως είναι ότι κατορθώνει να υπερβεί το υποκείμενό του και να συσφίξει τους κοινοτικούς δεσμούς, τη συλλογικότητα και την αλληλεγγύη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: