Ο δημοσιογραφικός κόσμος και όχι μόνον αποχαιρετά το
πρωί του Σαββάτου έναν από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους και ιστορικούς
της «παλιάς φρουράς», τον Βάσο Μαθιόπουλο, επί δεκαετίες συνεργάτη του
Βήματος και των Νέων και ανταποκριτή τους στη Βόννη και τη
Δυτική Ευρώπη. Με την αναγγελία της είδησης του θανάτου του ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Ο Βάσος Μαθιόπουλος έχει αφήσει βαθύ ίχνος στη μεταπολεμική ιστορία της
πατρίδας μας. Υπήρξε φλογερός υπερασπιστής της Δημοκρατίας και πρωτοπόρος στους
ανένδοτους αγώνες της. Η χούντα των συνταγματαρχών βρήκε στο
πρόσωπο του Βάσου Μαθιόπουλου τον άφοβο και ακαταπόνητο αντίπαλό της. Τα σχόλιά
του από τη Ντόιτσε Βέλλε ήταν εγερτήρια μηνύματα αντίστασης. Η
προσωπική του φιλική σχέση με τον Willy
Brandt και τα άλλα ηγετικά στελέχη του SPD, επηρέαζαν
την τότε γερμανική κυβέρνηση εναντίον της χούντας των συνταγματαρχών. Ο Βάσος
Μαθιόπουλος, ο φίλος και συνοδοιπόρος των δημοκρατικών αγώνων μας, θα μείνει
ανεξίτηλα στη μνήμη μας». Το 1987 ο τότε Γερμανός Ομοσπονδιακός Πρόεδρος
Richard von Weizsäcker, απένειμε στον Βάσο Μαθιόπουλο τον Μεγάλο Σταυρό της
Τιμιότητας, με Αστέρα, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για την
προσφορά του στις γερμανοελληνικές σχέσεις. Στη Γερμανία, θερμότατες δηλώσεις
για το θάνατο του έκαναν, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Γερμανός πρώην πρόεδρος της
Δημοκρατίας Walter Scheel, το Ιδρυμα Willy Brandt και ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης
Sigmar Gabriel του SPD, ενώ για το θάνατό του, υπήρξαν εκτενή δημοσιεύματα στον
γερμανικό Τύπο.
Ο Βάσος Μαθιόπουλος υπήρξε δημοσιογράφος πρώτης γραμμής και
υψηλού διαμετρήματος σε όλα τα επίπεδα. Διδάκτωρ της νομικής σχολής του
Πανεπιστημίου της Βόννης με διατριβή σχετικά με τα ελληνικά σοσιαλιστικά
ρεύματα, ο Μαθιόπουλος ήταν φορέας μίας σπάνιας και υψηλής, ευρύτατης παιδείας:
η σε βάθος ενασχόλησή του με την ιστορία συνδύαζε τη γερή γνώση των θεμάτων που
πραγματευόταν, με την αξιοποίησή της στα ζητήματα της ζώσας πραγματικότητας.
Κυρίως όμως, εκείνο που ξεχώριζε βαθύτερα τον Βάσο Μαθιόπουλο, ήταν η υψηλή
αίσθηση ήθους και το αίσθημα του καθήκοντος τα οποία σφράγισαν κάθε πτυχή της
ζωής και της δράσης του: καθήκον που δεν πρόδωσε ποτέ απέναντι στην πατρίδα, στη
δημοκρατία, στη δημοσιογραφία. Με βάση αυτούς τους άξονες έθεσε όλη του τη
σταδιοδρομία, τις γνώσεις και τις σχέσεις του στην υπηρεσία των ιδανικών
του.
Από τους πρώτους Ελληνες στη
μεταπολεμική Ευρώπη
Το 1954 ο Μαθιόπουλος αναγορεύτηκε διδάκτωρ του
Πανεπιστήμιου της Βόννης με καθηγητή του τον Ludwig Bergssträsser. Συγγραφέας
πολλών βιβλίων σε ευρύ θεματικό φάσμα υπήρξε επί δεκαετίες ένας πολύ ενεργός
μάχιμος υπηρέτης της μάχιμης και, κυρίως, μαχητικής δημοσιογραφίας με μεγάλες
έρευνες και αποκαλύψεις τόσο εδώ όσο και στη Γερμανία, στην οποία είχε φτάσει
πολύ νέος, σε ηλικία 23 ετών το 1951, για τις σπουδές του στη Βόννη. Με όχημα
την ισχυρή παιδεία του (ήταν ο κάτοχος μίας εντυπωσιακού όγκου, ευρύτητας και
ποιότητας βιβλιοθήκης την οποία «έχτιζε» σε όλη του τη ζωή) και ζώντας στην
ερειπωμένη κατεχόμενη Γερμανία αμέσως μετά τον Πόλεμο την τιτάνια προσπάθεια
ανοικοδόμησής της, αλλά και την αγωνία για την οικοδόμηση μίας ειρηνικής
Ευρώπης, ο Μαθιόπουλος διαμόρφωσε γρήγορα έναν ισχυρό χαρακτήρα και μία ευρεία
αντίληψη του κόσμου σπάνια για τα ελληνικά, τουλάχιστον, δεδομένα.
Ηταν από
τους πρώτους Ελληνες που ήρθε σε επαφή με τα ρεύματα διαμόρφωσης του
μεταπολεμικού κόσμου και κατέστη θερμός υπερασπιστής της προσπάθειας της
ευρωπαικής ενοποίησης, την οποία και βίωσε πολύ στενά από τις πρώτες κιόλας
στιγμές της. Στη Βόννη, συνδέθηκε πολύ με τα πιο προοδευτικά σοσιαλιστικά
ρεύματα της εποχής του και τους βασικούς εκφραστές τους, ενώ με την ίδια άνεση
κινήθηκε και σε πολλές άλλες ευρωπαικές χώρες, ιδίως στη Γαλλία και, αργότερα,
στη νέα ευρωπαική «έδρα», στις Βρυξέλλες: για τον Βάσο Μαθιόπουλο, η Ευρώπη και
η ενοποιητική της διαδικασία δεν ήταν απόμακρες θεωρητικές έννοιες, αλλά η
καθημερινή ιστορία του ίδιου και των ανθρώπων με τους οποίους βρισκόταν σε
συνεχή επαφή.
Σκληρός μαχητής κατά της
χούντας, στενός φίλος μεγάλων ηγετών
Στα χρόνια της χούντας, υπήρξε
ένας από τους πιο ισχυρούς και παραγωγικούς πολέμιους του τυραννικού καθεστώτος
το οποίο τον κυνήγησε με πάθος: με προσωπική παρέμβαση του ιστορικού καγκελάριου
της Γερμανίας και στενού του φίλου Willy Brandt, ο Μαθιόπουλος βρέθηκε και πάλι
στη Γερμανία και από εκεί διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην προσπάθεια διαφώτισης
της ευρωπαικής κοινής γνώμης για το ελληνικό πρόβλημα μέσα από τη συνεργασία του
με τη Ντόιτσε Βέλλε αλλά και κορυφαίες γερμανικές, ελβετικές και άλλες
ευρωπαικές εφημερίδες.
Στην Ελλάδα συνδέθηκε στενά με τον Γεώργιο
Παπανδρέου και άλλους πολιτικούς ηγέτες του χώρου του, ενώ στην Ευρώπη, ο Willy
Brandt και ο Francois Mitterrand υπήρξαν δύο μόνον από τους μεγάλους φίλους του
σε μία πορεία δεκαετιών. Στενός προσωπικός φίλος και θερμότατος υποστηρικτής του
Μακάριου, ο Μαθιόπουλος έδωσε μεγάλες μάχες για την Κύπρο, ενώ άφησε πίσω του
και σημαντικότατο συγγραφικό έργο για το Κυπριακό. Οι πολιτικές του απόψεις, δεν
τον εμπόδισαν όμως ποτέ, ειδικά στις πιο δύσκολες ώρες της τυραννίας, να είναι
συνομιλητής προσωπικοτήτων όπως ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε εκείνα τα
μαύρα χρόνια: μάλιστα, διατηρούσε στενή επαφή μαζί του στην αυτοεξορία του
Παρισιού και ήταν από τους τελευταίους που επικοινώνησε πριν κατέβει ξαφνικά
στην Ελλάδα μετά την προδοσία της χούντας στην Κύπρο και την τραγωδία που βίωνε
ο ελληνισμός. Στη Γερμανία έγινε γνωστός στο ευρύτερο γερμανικό κοινό, μέσω της
συμμετοχής του στην τηλεοπτική εκπομπή «Διεθνές πρωϊνό ποτό», που παρουσίαζε ο
Werner Höfer και στην οποία επανειλημμένα ήταν προσκεκλημένος, για συζήτηση
θεμάτων Ελλάδας και Κύπρου.
Ο
Βάσος Μαθιόπουλος με τον Βίλυ Μπραντ
Τον Απρίλιο του
1967, όταν η στρατιωτική Χούντα έκανε το πραξικόπημα στην Ελλάδα, βρισκόταν
μόλις στην Αθήνα με ομάδα του κρατικού γερμανικού τηλεοπτικού προγράμματος ARD,
υπό τη διεύθυνση του γνωστού δημοσιογράφου Thilo Koch. Για να μην συλληφθεί από
τη Χούντα, κατέφυγε στην κατοικία του τότε Γερμανού Πρέσβη, Oskar Schlitter και
του δόθηκε άσυλο με εντολή του υπουργού Εξωτερικών, Willy Brandt, με τον οποίο
υπήρξαν φίλοι από τη δεκαετία του ’50. Μόνο μετά από έντονες παρεμβάσεις του
Υπουργείου Εξωτερικών στη Βόννη, μέσω του τότε κοινοβουλευτικού υφυπουργού
Gerhard Jahn και με προσωπικές προσπάθειες του Willy Brandt, κατέστη δυνατή,
μετά από περισσότερες εβδομάδες η αναχώρησή του από την Ελλάδα. Ο Μαθιόπουλος
χρωστούσε, έτσι, την ελευθερία του στον Brandt.
Μετά την επιστροφή του στη
Βόννη, ο Μαθιόπουλος εξέδωσε ένα βιβλίο για το πραξικόπημα στην Αθήνα και τα
παρασκήνιά του, με τίτλο: «Η Αθήνα φλέγεται» (εκδοτικός οίκος Franz-
Schneekluth, Darmstadt 1967), το οποίο κυκλοφόρησε, ταυτόχρονα, στο Παρίσι και
τη Ρώμη. Προτού ακόμη κυκλοφορήσει το βιβλίο στην αγορά, ο Παττακός, στέλεχος
της Χούντας και τότε Υπουργός Εσωτερικών της Ελλάδας, ανακοίνωσε στις 13
Νοεμβρίου 1967 σε μια διάσκεψη τύπου, την αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από
τον Μαθιόπουλο, με την αιτιολογία: «Επειδή είναι ένα τέρας και μια λέρα.
΄Οποιος σχετίζεται μαζί του ανήκει στο ίδιο αυτό είδος». Μερικές μέρες
αργότερα, ο επαναπατρισθείς Brandt παρηγορούσε τον μετανάστη Μαθιόπουλο, ενώπιον
της Ομοσπονδιακής Διάσκεψης Τύπου, με τα λόγια: «Γνωρίζω από δική μου, πικρή
εμπειρία τι σημαίνει να αφαιρείται από κάποιον η ιθαγένειά του, κύριε
Μαθιόπουλε. Κι εγώ γνωρίζω, πόσο δύσκολο είναι να επηρεάσει κανείς από μακριά
την πορεία ενός λαού προς τη δημοκρατία, ή την επιστροφή του σ’αυτήν».
«Γέφυρα» φιλίας και συνεργασίας Ελλάδας -
Γερμανίας
Το 1969 εξελέγη Πρόεδρος του Συλλόγου Εξωτερικού Τύπου
(VAP), στη Βόννη. Ο Μαθιόπουλος είχε ενεργό πολιτική δράση ανάμεσα στους
Σοσιαλδημοκράτες. Κατέβαλε προσπάθειες για υποστήριξη, εκ μέρους του Κόμματος
των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), της ελληνικής Αντίστασης κατά της δικτατορίας στο
εσωτερικό και το εξωτερικό. Πολλοί ΄Ελληνες Αντιστασιακοί χρωστούν τη ζωή τους
στους Γερμανούς Σοσιαλδημοκράτες. Ανάμεσα στα μέλη του Κόμματος των
Φιλελευθέρων, ο Μαθιόπουλος βρήκε επίσης συμμάχους, οι οποίοι υποστήριξαν το
έργο του υπέρ της αντίστασης κατά της Χούντας των Αθηνών: Ο Walter Scheel, ο
Thomas Dehler, ο Burkhard Hirsch και ο Gerhart Baum. Η σημαντικότερη σύμμαχός
του, όμως, υπήρξε πάντοτε η σύζυγός του, ΄Ελση Τορναρίτου, Αρχαιολόγος και
Βυζαντινολόγος, η οποία δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και ανακηρύχθηκε
Επίτιμη Καθηγήτρια από το Πανεπιστήμιο Κολωνίας.
Στο πολιτικό έργο του
Βάσου Μαθιόπουλου κατά του καθεστώτος της χούντας των Αθηνών, οι στρατιωτικοί
της Χούντας αντιδρούσαν με απειλές κατά της ζωής του και της ζωής της
οικογένειάς του. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, το 1974, ο
Μαθιόπουλος έγινε ανταποκριτής Ευρώπης του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
Ουσιώδες κύριο θέμα της δημοσιογραφικής και συγγραφικής του δραστηριότητας,
υπήρξαν η εντατικοποίηση και καλλιέργεια των ελληνογερμανικών σχέσεων. Επιθυμία
του ήταν η ανάπτυξη και θεμελίωση, εκ μέρους και των δύο πλευρών, μιας αμοιβαίας
ιστορικής και πολιτικής κατανόησης. Τις προσπάθειές του για επίτευξη του στόχου
αυτού, συνέχισε, επίσης ως διευθυντής του κρατικού ελληνικού τηλεοπτικού
προγράμματος ΕΡΤ, καθώς επίσης και ως Προσκεκλημένος Καθηγητής του Παντείου
Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά και ως γενικός γραμματέας διεθνούς ενημέρωσης στο
υπουργείο Εξωτερικών.
Ο
Βάσος Μαθιόπουλος σε συνομιλία με τον Φρανσουά
Μιτεράν
Σε συνεργασία με τον ΔΟΛ, διοργάνωσε στην Αθήνα
με προσωπική του πρωτοβουλία διαλέξεις από εξέχουσες προσωπικότητες Γερμανών και
άλλων Ευρωπαίων, ανάμεσα τους οποίους ο Richard von Weizsäcker, ο Willy Brandt,
ο Francois Mitterrand, ο Jacques Delors και ο Olaf Palme. Ακολούθησε έκδοση
βιβλίων στην ελληνική γλώσσα, για την ζωή και πολιτική δράση των μεγάλων αυτών
Ευρωπαίων. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων:
«Η ιστορία
του Σοσιαλισμού και του κοινωνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1821-1961)», που
δημοσιεύθηκε στη σειρά ιστορικο-πολιτικών έργων του ιδρύματος „Friedrich-Ebert“
το 1961, στη Βόννη.
«Η ελληνική Αντίσταση και οι Σύμμαχοι 1941-1945», Αθήνα
1977.
«Περί των διπλωματικών σχέσεων την εποχή του Μεσοπολέμου», στη σειρά
έργων της Ελληνικής Ακαδημίας Επιστημών, Αθήνα 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου