Tη
φθίνουσα πορεία της συνεχίζει η
κτηνοτροφία, οδεύοντας ολοταχώς προς
ένα δραματικό και μη αναστρέψιμο
αποτέλεσμα. Την περίοδο 2012 – 2017, η μείωση
των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων όλων
των παραγωγικών ζώων συνεχίστηκε με
ταχείς ρυθμούς, σε συνέχεια της υφιστάμενης
κατάστασης εδώ και πάνω από μία δεκαετία.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η μείωση των
εκμεταλλεύσεων στα βοοειδή έφτασε το
9,4%, στα αιγοπρόβατα το 3,7% και στους
χοίρους το 6,5%, ενώ και στο ζωικό κεφάλαιο
η εικόνα είναι παρόμοια. Σε ορισμένα
κτηνοτροφικά προϊόντα, όπως το αιγοπρόβειο
κρέας, η Ελλάδα έχει καταστεί ουραγός
της Ευρώπης στην τιμή, ενώ σε άλλα, όπως
το μοσχαρίσιο κρέας και το γάλα, επικρατεί
το μεγάλο παράδοξο: Οι
τιμές είναι υψηλότερες του ευρωπαϊκού
μέσου όρου, όμως οι εκμεταλλεύσεις
δέχονται τεράστιες πιέσεις και τα κέρδη
των παραγωγών συρρικνώνονται. Γιατί
συμβαίνει αυτό;
Κινούμενη άμμος η αγορά ζωοτροφών
Ανατρέχοντας
στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών
το 2017, η αξία της εγχώριας ζωικής παραγωγής
ανήλθε, σύμφωνα με τη Eurostat, σε 2,61 δισ.
ευρώ, βαίνοντας μειούμενη για 7ο κατά
σειρά έτος. Την ίδια στιγμή, η αξία των
ζωοτροφών έφτασε τα 2,07 δισ. ευρώ,
διατηρώντας άλυτο το αίνιγμα της
υψηλότατης συμμετοχής των ζωοτροφών
στη διαμόρφωση του κόστους εκτροφής. Από
τα παραπάνω προκύπτει ότι η συμμετοχή
των ζωοτροφών στο κόστος παραγωγής
φτάνει το δυσθεώρητο 79%. Ακόμα
και αν το εν λόγω ποσοστό φαντάζει
υπερβολικό και με την επισήμανση ότι
αυτό παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις
ανά είδος εκτροφής, δεν επιδέχεται
αμφισβήτησης το ότι στην Ελλάδα η δαπάνη
για αγορά ζωοτροφών γονατίζει τον
κτηνοτρόφο, ενώ χρόνο με τον χρόνο
αυξάνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς.
Μια περαιτέρω ανάλυση επιβεβαιώνει του
λόγου το αληθές, αναδεικνύοντας παράλληλα
τις παθογένειες της αγοράς ζωοτροφών
στην Ελλάδα.
Ζαλίζει η συμμετοχή των ζωοτροφών στο κόστος της κτηνοτροφικής παραγωγής
Ρίχνοντας
μια ματιά στο χάσμα που επικρατεί μεταξύ
των τιμών πώλησης των γεωργικών προϊόντων
και των τιμών που αγοράζουν οι κτηνοτρόφοι
τις ζωοτροφές τους, οι διαφορές ζαλίζουν
και μάλιστα για ενσακισμένα προϊόντα,
χωρίς καμία επεξεργασία. Ο Πίνακας 2
είναι ενδεικτικός της στρεβλότητας που
επικρατεί στην ελληνική αγορά. Ορισμένα
βασικά συμπεράσματα που εξάγονται από
τον παρακάτω πίνακα είναι τα εξής:
- Η απόκλιση τιμών γεωργού και κτηνοτρόφου είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Η διαμεσολάβηση ενός εμπόρου ή κάποιας επιχείρησης ζωοτροφών επιβαρύνει τη μέση τιμή του κριθαριού και του αραβοσίτου, κατά 87,7% και 51,7% αντίστοιχα. Πρόκειται, μάλιστα, για κατάσταση παγιωμένη, που ελάχιστα έχει μεταβληθεί την τελευταία δεκαετία.
- Οι τιμές των ζωοτροφών την τελευταία τριετία σε κριθάρι και αραβόσιτο έχουν αυξηθεί, τη στιγμή που οι τιμές έχουν μειωθεί.
- Η Ελλάδα διαθέτει αρνητικές «πρωτιές» στις τιμές της πλειονότητας των ζωοτροφών. Συγκεκριμένα, όπου υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία με άλλες χώρες της ΕΕ, οι Έλληνες κτηνοτρόφοι έρχονται αντιμέτωποι με το πιο ακριβό κριθάρι, το 2ο ακριβότερο τριφύλλι και το 3ο ακριβότερο καλαμπόκι. Ίδια εικόνα παρατηρείται και σε σύνθετες ζωοτροφές για τα βοοειδή (3η ακριβότερη), τους χοίρους (ακριβότερη) και τα πουλερικά (2η πιο ακριβή).
Το χάος στην ελληνική αγορά ζωοτροφών
Ως
γνωστόν, στην Ελλάδα δραστηριοποιείται
πολύ μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων
πώλησης ζωοτροφών που προσεγγίζει τις
1.500. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ανάγκη
διατήρησης ενός υψηλότατου περιθωρίου
κέρδους που μετακυλίεται ως επιπλέον
επιβάρυνση στην τελική τιμή που αγοράζει
τη ζωοτροφή ο κτηνοτρόφος. Ενδεικτικό
παράδειγμα της στρέβλωσης της αγοράς
αποτελεί και το εύρημα πρόσφατης μελέτης
του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
σύμφωνα με το οποίο για κάθε ευρώ δαπάνης
για αγορά ζωοτροφών, τα 25 λεπτά πηγαίνουν
στον μεταφορέα. Από το πρόβλημα αυτό
μαστίζονται ιδιαίτερα οι πιο απομακρυσμένες
και νησιωτικές περιοχές της χώρας, όπου
ο κτηνοτρόφος έρχεται αντιμέτωπος με
μεταφορείς που έχουν και τον ρόλο του
εμπόρου και πολλές φορές λειτουργούν
σε αδιαφανές καθεστώς συναλλαγών. Στα
παραπάνω προστίθεται και η παντελής
έλλειψη συνεταιρισμών, που προμηθεύον
με ζωοτροφές τους κτηνοτρόφους και
μεσολαβούν μεταξύ των τελευταίων και
των γεωργών, κάτι που θεωρείται αυτονόητο
σε χώρες με ανεπτυγμένη κτηνοτροφία.
Έλλειμμα παραγωγικότητας
Ακόμα
ένας καθοριστικός παράγοντας που
αποψιλώνει τον εγχώριο κλάδο της
κτηνοτροφίας από την ανταγωνιστικότητά
του είναι το έλλειμμα παραγωγικότητας.
Ενδεικτικός της παραγωγικότητας είναι
ο δείκτης μετατρεψιμότητας των εισροών
σε τελικό προϊόν (conversion rate). Για παράδειγμα,
στον κλάδο της χοιροτροφίας, ενώ στην
Ελλάδα για κάθε κιλό κρέατος χρειάζονται
σχεδόν 4 κιλά ζωοτροφής, στη Γερμανία
και στην Πολωνία η αναλογία είναι στο
μισό. Το ίδιο μπορεί κάποιος να διαπιστώσει
και για τον κλάδο της αγελαδοτροφίας,
όπου η ποσότητα ζωοτροφής που χρειάζεται
ο Έλληνας κτηνοτρόφος για να παράξει
ένα λίτρο γάλακτος υπολείπεται σε σχέση
με άλλες χώρες της ΕΕ. Η συγκεκριμένη
υστέρηση έχει σε μεγάλο βαθμό της ρίζες
της στην αδυναμία ενσωμάτωσης της
έρευνας και της καινοτομίας στον κλάδο
της κτηνοτροφίας, κάτι που άλλωστε
αποτελεί διαχρονικά την αχίλλειο πτέρνα
του ελληνικού πρωτογενούς τομέα.
Οι τιμές κτηνοτρόφου σε Ελλάδα και Ευρώπη
Την
ίδια στιγμή, τα δεδομένα των τιμών για
τα ελληνικά κτηνοτροφικά προϊόντα (με
μοναδική ίσως εξαίρεση την πτηνοτροφία)
είναι ενδεικτικά της όλης κατάστασης.
Ανατρέχοντας στα διαθέσιμα στοιχεία
της ΕΕ για τις εκτροφές για κρέας, η
εικόνα σε αρνί και μοσχάρι είναι
απογοητευτική. Όπως
μπορεί να δει κάποιος στον Πίνακα 1, μέσα
σε μια μόλις τετραετία, οι τιμές σε
μοσχάρι και αρνί έχουν υποστεί καθίζηση.
Συγκεκριμένα, στο μοσχάρι η μείωση της
τιμής φτάνει το 11,6%, ενώ στο αρνί το
14,6%. Πρόκειται για τις μεγαλύτερες
μειώσεις στην ΕΕ των 28, ενώ αξίζει να
σημειωθεί ότι κατά το ίδιο διάστημα, σε
αρκετές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία,
η Πορτογαλία και η Ρουμανία η τιμή
αυξήθηκε σημαντικά.
Αν
κοιτάξει κανείς την εξέλιξη των τιμών
στην αιγοπροβατοτροφία την τελευταία
τετραετία, η
Ελλάδα δεν είναι η μοναδική χώρα που
έχει σημειώσει σημαντική πτώση τιμών. Το
ίδιο π.χ. έχει συμβεί σε Βουλγαρία και
Ισπανία. Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν
και θετικά παραδείγματα, όπως της
Πορτογαλίας, που είδε σημαντική αύξηση
στην τιμή του αρνίσιου κρέατος, ενώ
Ιταλία και Ουγγαρία διατήρησαν σχεδόν
«άθικτες» τις τιμές τους κατά την ίδια
περίοδο. Το πιο προβληματικό είναι ότι
σήμερα η Ελλάδα χάνει σε σύγκριση τιμών
από χώρες όπως η Κροατία και η Σλοβενία.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι χειρότερες τιμές στην
ΕΕ των 28 εντοπίζονται μόνο σε Λετονία
(349 ευρώ/100 κιλά) και Ρουμανία (320 ευρώ/100
κιλά) με μικρότερες όμως μεταβολές σε
σχέση με τη χώρα μας. Στα παραπάνω δεν
μπορούμε βέβαια να παραβλέψουμε την
πρωτοφανή πτώση της τιμής του αιγοπρόβειου
γάλακτος την τελευταία τριετία, που
προσεγγίζει ακόμα και το 30%. Κάμψη
παρουσιάζει και η τιμή του χοιρινού, η
οποία όμως για το διάστημα 2015 – 2018 είναι
σαφώς μικρότερη (2,3%) ενώ σταθερότητα
παρουσιάζει ο πτηνοτροφικός τομέας με
μικρή αύξηση 1,5%.
Όσο περισσότερα γίνονται για την κτηνοτροφία, τόσο χειρότερη η εξέλιξη
Συμπερασματικά,
οι χαοτικές συνθήκες στην αγορά ζωοτροφών,
σε συνδυασμό με την αλματώδη αύξηση του
κόστους αγοράς τους, καθώς και η αποτυχία
των τιμών κτηνοτρόφου να παρακολουθήσουν
αυτή την αύξηση, δημιουργούν μια κατάσταση
ασφυξίας για τον Έλληνα κτηνοτρόφο. Αν
στις επικρατούσες συνθήκες προστεθεί
και η αδυναμία βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας των κτηνοτροφικών
εκμεταλλεύσεων, οποιαδήποτε συζήτηση
για ανάταξη του κλάδου θα πρέπει να
τεθεί σε μία βάση ριζικής αναδιάρθρωσης,
ξεκινώντας από τη λειτουργία της αγοράς.
Επί σειρά ετών, και με κυβερνήσεις να
διαδέχονται η μία την άλλη, πολλά έχουν
γίνει για την ελληνική κτηνοτροφία -αν
μείνουμε στα λόγια των πολιτικών.
Αδιάψευστοι μάρτυρες για όσα εν τοις
πράγμασι (δεν) έχουν γίνει, είναι τα
στοιχεία του παρόντος άρθρου και οι
κτηνοτρόφοι που βιώνουν μια δραματική
καθημερινότητα.
Π.1:
Τιμές κτηνοτρόφου από την πώληση κρέατος
(σφάγιο σε ευρώ/100 κιλά)
Μοσχάρι
|
Αρνί
|
Χοιρινό
|
Κοτόπουλο
| ||
‘Έτος
|
Μήνας
| ||||
2015
|
6
|
432
|
472
|
156
|
198
|
12
|
432
|
523
|
170
|
204
| |
2016
|
6
|
439
|
479
|
155
|
202
|
12
|
425
|
458
|
179
|
213
| |
2017
|
6
|
436
|
437
|
190
|
205
|
12
|
431
|
466
|
194
|
203
| |
2018
|
6
|
417
|
443
|
168
|
200
|
12
|
382
|
447
|
174
|
201
|
πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Eurostat
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου