Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Όσο
κολλάν οι κολλιτσίδες στο αδιάβροχο
τόσο κολλάνε τα γράμματα στο κεφάλι
σου». Πόσοι, και μάλιστα πλείστες φορές,
την είχαν ακούσει αυτή τη διάγνωση από
τον καθηγητή μας. «Δεν υπάρχει συγκολλητική
μέθοδος για το νάιλον, το κατάλαβες;»
Κατ’ αναλογία λοιπόν, αφού δεν κολάν
οι κολλιτσίδες στο νάιλον, το ίδιο και
τα γράμματα στο μυαλό. Και συνέχιζε:
«Αμμοχάλικο έχεις στο μυαλό σου. Θα
βάλουμε τον σπαστήρα, θα το κάνουμε
γαρμπίλ’, μπας και σπείρουμε εδώ και
κει καμιά κλίτσα γράμματα και σε βολέψουμε
κάπου, να ησυχάσ’ και αυτή η κακομοίρα
η μάνα σου».
Αχ, αυτή η μάνα! Παντού
γινόταν κολλιτσίδα για το γιόκα της.
Πήγε στο σχολείο και ζήτησε, τι ζήτησε
γονυπετώς παρακάλεσε τον καθηγητή μας
να περάσει ο γιόκας της, «να πάει στην
παραπάνω τάξη», γιατί είχε βαλτώσει δυο
χρόνια στην ίδια τάξη, για να δει τι θα
κάνει παραπέρα γι’ αυτόν. Δεν πήγε μία
αλλά εκατόν μία φορές. Έλεγε από μέσα
του ο καθηγητής μας. «Α, πα, πα. Κολλιτσίδα
μού έγινε» κι έτσι αγανακτισμένος σε
μια από τις επισκέψεις της απάντησε:
«Αν αυτός ο μαθητής προβιβαστεί για την
Πέμπτη Γυμνασίου, τα θρανία θα πάνε στην
Έκτη!» Γέλασαν και οι σοβάδες. Στην
πορεία κόλλησε ο εν λόγω μαθητής,
«τρούπωσε» θα λέγαμε και «απόλαυσε» τα
σπέρματα που περιείχε η κολλητική ουσία,
δηλαδή η κολλιτσίδα που είχε εκτοξεύσει
πανταχόθεν, σ’ όλους τους πολιτικούς
παράγοντες του νομού η έρμη η μάνα του.
Απέδωσε η πράξη της. Πήρε μόνιμη θέση.
«Κόλλησε στον δημόσιο κορβανά» καταπώς
θα έλεγαν οι άλλοι που η συγκολλητική
τους ύλη δεν ήταν τόσο αποδοτική.
Συνέπεια
της όποιας συγκολλητικής προσπάθειας-αποδοτικής
ή μη- ήταν ο κολλιτσίδας στην παρέα.
Ενοχλητική η προσπάθειά του να βρίσκεται
συνεχώς κοντά και μαζί με όλους και
κατέληγε να γίνει κολλιτσίδα ή καταπώς
τον ονόμαζαν βεντούζα, βδέλλα, τσιμπούρι.
Η προσκόλληση σε μια συντροφιά γινόταν
απρόσκλητα και για πολλούς λόγους. Είτε
από χούι, είτε για το κέρασμα και είτε
για μεταφορά ειδήσεων, συμπεριφοράς
και καταπώς το είπαν «μεταφοράς
πληροφοριακού υλικού δια την περιχαράκωσιν
της δημοκρατίας». Εκεί να δεις πώς
τσιουλαύτιαζαν και πώς τέντωναν τις
κεραίες τους, δηλαδή τα αυτιά τους για
να αποκομίσουν πληροφορίες. Έστω κάτι…
Τις φούσκωναν, τις πολλαπλασίαζαν και
τις μετέφεραν όπου δει. Ήταν τα περίφημα
καρφιά, τα τσιμπούρια, οι κολλιτσίδες.
Αποτέλεσμα
της όποιας συγκολλητικής ύλης, κάτι
τέτοιο δηλαδή που είχε και η κολλιτσίδα,
ήταν και ο κολλημένος άνθρωπος. Κολλημένος
σε ιδεολογία, σε τόπο, σε άποψη, στα
χούγια του και στις εμμονές του. Ήταν
βαριά η ασθένειά του. Τα πάντα του
έφταιγαν και από τα πάντα καταταλαιπωρούνταν.
«Δεν γυρνάει με τίποτε το κεφάλι του.
Κολλιτσίδα αληθινή». Και επιχειρούσαν
με κραυγές, προσταγές και προστακτικές
να πετύχουν κάτι. «Ξεκόλλα». «Ξεκόλλα
μωρέ χαμχούια που σ’ έχει βάλ’ μέσα
στο βρακί της και έγινες κολλιτσίδα στο
πράμα της και δε λες να ξεκολλήσεις».
Ήταν πολλές φορές οι «αθώες» συμβουλές
της πεθεράς στον γιόκα της, τον
κολλημένο.
Στο καφενείο του χωριού.
Αρκετοί οι θαμώνες. Χαρτοπαιξία στη μια
μεριά, οινοποσία στην άλλη, και μέσα στο
βάθος συζήτηση. Περί ανέμων κι υδάτων.
Ο περίφημος κολλιτσίδας είχε κολλήσει
δίπλα τους. Είχε τεντώσει τις κεραίες
τους και «τροφοδοτούνταν» πληροφορίες.
Βλέποντας αυτή την σκηνή ένας θαμώνας
είπε: «Η εικόνα μοιάζει με την τροφοδοσία
με πετρέλαιο των πλοίων. Έχει βάλει τον
αγωγό. Και γεμίζει τις αποθήκες του. Μην
τον ενοχλείτε». Ο καθένας αυτοσερβιριζόταν
μια και ο κολλιτσίδας ήταν ο καταστηματάρχης.
Ιεραρχούσε ο άνθρωπος τη δουλειά του…
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου