Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Το παράπονο του Μήτρου...


του Μητς Μήτση

Νύχτα δεν είναι μα καμιά, π’ ο τσέλιγκας ο Μήτρος,
στο όνειρό του να μη δει, τους τόπους όπου ζούσε.
Μέρα δεν είναι ούτε μια, ο τσέλιγκας ο Μήτρος,
ταχιά, πουρνό να σηκωθεί, με πόνο να μην κλάψει.
Δυο τέρμινα τα μάτια του, λούζουν το μάγουλό του,
για το χωριό του έκλαιγε, για τα βουνά, τους κάμπους,
για τα χειμάδια δάκρυζε, για του βουνού τις στάνες,
σκούζει ο δόλιος και πονά, για άνοιξη στις στρούγκες.

Γέρασ’ ο Μήτρος τσάκισε, το τσελιγκάτο πάει,
οχτώ παιδιά ανάθρεψε και φύγαν μακριά του,
πήρανε στράτα μισεμού, στην ξενιτιά βρεθήκαν,
στην πολιτεία ζούνε πια και γιοι και θυγατέρες.

Σερνόταν ολομόναχος, το βιός του να κρατήσει,
βουβός ο χρόνος άσπλαχνος, του πήρε τις δυνάμεις,
ανήμπορος κατάντησε, και ζει στην πολιτεία.

Πώς ν’ αποζήσ’ ο δύστυχος, σε κλούβα να ‘ν’ κλεισμένος,
μα πως ν’ αντέξ’ ο τσέλιγκας, στο βούισμα της πόλης;
Και σκούζει και παρακαλά, τους γιους και τους γαμπρούς του,
τις κόρες του με δάκρυα, τις νυφοθυγατέρες.

Στείλε με γιέ μου στείλε με, και συ γλυκά νυφούλα,
στείλε με κόρη μ’ και γαμπρέ, στους τόπους όπου ζούσα,
γυρίστε με στα μαντριά, στα γιδοπρόβατά μου,
γυρίστε με για να χαρώ, στην πόλη θα πλαντάξω.

Ποιο να ‘ναι το αμάρτημα, κακό ποιο να ‘χω κάνει,
και ζωντανό να μ’ έχετε, στη κλούβα του θανάτου;
Τη λευτεριά μου σας ζητώ, τίποτα παραπάνω,
μη με κρατάτε άλλο πια, για δώστε τη χαρά μου.

Αγαπημένα μου παιδιά, να ‘χετε την ευχή μου,
στείλτε με πίσω στο βουνό, αυγή να δω τον ήλιο,
τρανό ‘ναι κατακόκκινο, χλωμό σαν το φεγγάρι,
κι ανήμπορη η λάμψη του, τα μάτια να θαμπώνει.

Στερνή φορά που σας μιλώ, στην πόλη δεν αντέχω,
πώς να σας πω μωρέ παιδιά, ακούστε το γονιό σας,
την ώρα την ποθούμενη, να φύγω απ’ την πόλη,
δεν το μπορώ να ζω εδώ, ακούστε τον πατέρα,
μη με κρατάτε άλλο πια, στα σίδερα κλεισμένο,
από καρδιάς μου το ζητώ, προτού να ξεψυχήσω.

Δε βλέπω συμπαράσταση, κανένας δεν γροικιέται,
ξεχάσαν τα παιδάκια μου, τη λευτεριά δεν ξέρουν.

Από τη πόλη μοναχός, τη νύχτα θα το σκάσω,
εδώ κατάντησαν τρελοί, τρελοί ‘ναι χαζεμένοι,
πέρα και δώθε τριγυρνάν, τίποτα δεν γνωρίζουν,
τί ‘ναι βουνό και τί χωριό, πλάγια, χαράδρες, λόγγα,
γι’ αυτό δεν αποκρίνονται, στα τόσα παρακάλια.

Ξεκίνα Μήτρο μοναχός, και μάκρυν’ απ’ την πόλη,
όσο πιο γλήγορα μπορείς, για να βρεις την υγειά σου.
Κούκο ν’ ακούεις την άνοιξη, το σούρουπο το γκιώνη,
ταχιά τις πετροπέρδικες, γαλιάντρες, καρδερίνες,
τις κίσσες να τσακώνονται, να σκούζουν μες το κάμα.
Ν’ ακούς τον πετροκότσυφα, πως κελαηδάν τ’ αηδόνια,
τα τσιαμποπούλια να γυρνάν, λιανόκλαδα και θάμνους,
να φτερουγίζουν λεύτερα, να χαίρονται τη φύση.

Ν’ ακούς τα γιδοκυπριά, κουδούν’ από τα πράτα,
στο πλούσιο χόρτο του Μαγιού, τη μέρα και το βράδυ,
στις ανθοστόλιστες πλαγιές, που βόσκουν τα κοπάδια.

Στα σιάδια και στα ξέφωτα, να βλέπεις στο χορτάρι,
αρνιά, κατσίκια και πουλιά, αντάμα και παιδάκια,
όλα μαζί να παίζουνε, μοσχάρια, κουταβάκια.

Και συ στις ράχες να γυρνάς, παίζοντας τη φλογέρα,
και στην αγκλίτσ’ ακουμπιστός, τα αστέρια να λογιάζεις,
κι ο σκύλος να’ ν’ κατάχαμα, στο χόρτο ξαπλωμένος,
και την ουρά του να κουνά, αγάπη να σου δείχνει.

Τώρα που είναι άνοιξη, θα φύγω μοναχός μου,
και θα γυρίσω στο βουνό, για να ‘βρω τη χαρά μου,
να σεργιανώ, να περπατώ, πλαγιές και μονοπάτια,
τους λάκκους, τα λιβάδια μας, μπλιγκόρια να διαβαίνω,
ράχες, ρουμάνια, δίστρατα, ανήλια και μπροσήλια.

Και στου βουνού το γύρισμα, στο λάκκο, στ’ αλωνάκι,
μες τις κατάφυτες πλαγιές, με γράβους και σφουντάμια,
τσέρα ψηλά ασπρόκορμα, γρανίτσες και κρυπούνια,
η μια πλαγιά ασφακαριά, τ’ ανήλιο όλο φτέρες.

Στο μονοπάτ’ στο ντίχαλο, που σμίγουν δυο λακκάκια,
εκεί στον ξεροπλάτανο, στο γάργαρο νεράκι,
ελεύθερος, ολόχαρος, να γείρω το κορμί μου.

Π’ ολημερίς κι ολονυχτιά, αηδόνια κελαηδάνε,
να φτερουγίζουν τα πουλιά, φιλάκια να μου δίνουν,
για να ζηλεύ’ ο Αυγερινός, η Πούλια, το Φεγγάρι,
αυτό ζητώ ορέ παιδιά, αιώνια για να ζήσω!

Το λιόγερμα, το δειλινό, ταχιά, πρωί και γιόμα,
καθημερινά θα έρχονται, θα πίνουνε νεράκι
και καλημέρα θα μου λέν’, καλά να ξημερώσω,
με βέλασμα, με γαύγισμα, κελάηδημα, τραγούδι!!! 

  



Μητς Μήτσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: