Περιηγήθηκε στα χωριά της Μουργκάνας ο ορειβάτης Τάκης Ντάσιος. Να ποιες είναι οι καταγραφές του.
"Συνεχίζαμε για μέρες την περιπλάνησή μας σε τόπους και κόσμους απόμακρους και ξεχασμένους. Έχοντας ανέβει κάμποσα βουνά των συνόρων μας, είχαμε φτάσει στην άκρη της Ελλάδας, δίπλα στην Αλβανία. Ένα απ’ αυτά, τα όρη Τσαμαντά ή Μουργκάνα στο νομό Θεσπρωτίας.
Ψηλά, η κορυφογραμμή της Μουργκάνας, με την ψηλότερη κορφή της, ύψ. 1.806 μ. μάς έδωσε την ευκαιρία να αγναντέψουμε απ την απ εδώ και απ την απ εκεί μεριά για ώρες, λουφαγμένοι σε γιατάκι…
Αφήνοντας τα ψηλώματα της Μουργκάνας, χαμηλώνοντας απ’ την ελληνική μεριά κατά όπως πέφτουν τα νερά, όπως καθορίζουν και τα γεωγραφικά όρια των περιοχών.
Κατηφορίζουμε, πιάνοντας αρχικά μια ρεματιά και σε λίγο πέφτουμε σε καλό μονοπάτι, το οποίο είναι στράτα λαξευτή. Χαμηλώνουμε στην τοποθεσία Κερασιές, όπου παλιά ανθρώπινη εστία, με νερό στα 1.400 μ. Έχει δένδρα μεγάλα κερασιές, πεζούλια και αλώνια. Παλαιότερα, εδώ ζούσε κόσμος και στα χρόνια του αντάρτικου οι άνθρωποι εύρισκαν καταφύγιο στις σπηλιές της ρεματιάς. Σήμερα σταλιάζουν ζώα. Λίγο πιο κάτω υπάρχει δεξαμενή πάνω στην κοίτη της ρεματιάς, που γεμίζει με βρόχινο νερό για τις ανάγκες των ζώων. Πέφτουμε σε συστάδα σπιτιών, το Περιβόλι, συνοικισμός του χ. Τσαμαντάς και αργά – αργά, χωρίς να βιάζουμε τα βήματά μας βρισκόμαστε στο κεντρικό πυρήνα του χωριού Τσαμαντάς.
Το κεφαλοχώρι είναι χτισμένο στους πρόποδες της Μουργκάνας, πολύ κοντά στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Την ονομασία του οφείλει στην μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Τσαμαντούρων, στους οποίους δόθηκε, 13ος αι., ως φέουδο η περιοχή.
Γυροφέραμε για λίγη ώρα στο χωριό που ήταν διαταγμένο κατά μαχαλάδες, Άλλη συστάδα σπιτιών ψηλότερα, άλλη χαμηλότερα στο ποτάμι, άλλη στην αντίπερα πλαγιά. Ολόγυρα το ορεινό ανάπτυγμα της Μουργκάνας και στο μέσο το φυσικό πέρασμα για την Αλβανία. Το ρέμα της Τσέρας μαζεύει τα νερά απ τη Μουργκάνα και μαζί μ’ αυτά του Ξάνθου ποταμού γυρίζουν δυτικά και μπαίνουν στο Αλβανικό έδαφος. Απ αυτό το φυσικό πέρασμα, που δημιουργεί η ροή του ποταμού, περνούσε η παλιά στράτα στο αλβανικό έδαφος.
Σταματήσαμε στην εκκλησία του χωριού, δίπλα στο ρέμα και ήταν πράγματι χώρος για ανάσα και δροσιά, μέσα στη ζέστη της ημέρας. Δίπλα το σχολείο, στέρεο, πλατυμέτωπο, με την πινακίδα να γράφει αρχικά εξατάξιο και διορθωμένο από πάνω, αργότερα, ως διθέσιο ή μονοθέσιο. Σήμερα δεν υπάρχουν παιδιά μαθητές εδώ. Όπως μάθαμε αργότερα, δυο –τρία παιδιά που υπάρχουν στο χωριό πηγαίνουν στο χ. Βαβούρι, μαζί και με άλλα παιδιά από γειτονικά χωριά.
Όση ώρα θαυμάζουμε το ψηλό καμπαναριό με το παράξενο πλατάνι που είχε φυτρώσει κατάκορφα, νάσου και έρχεται άνθρωπος χαμογελαστός. Μας καλωσορίζει και λέει, ότι χαίρεται που βλέπει ορειβάτες. Ήταν μέλος της Κοινότητας του χωριού και προθυμοποιήθηκε να μας ξεναγήσει. Αρχίσαμε απ το πλατάνι στο καμπαναριό, που οι αρχαιολόγοι αποφάνθηκαν ότι πρέπει να κοπεί για να μην πέσει το καμπαναριό και εμείς τους λέμε ότι «θαύμα είναι, θα το αφήσουμε, Άλλου είναι το θέλημα».
Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής. Είδαμε την εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η «Παναγιά του χωριού» είναι καμωμένη το 1873. Οι τοιχογραφίες δεν ήταν οι αρχικές, είχαν ξαναφτιαχτεί και είχαν φθορά από την υγρασία. Μας ενημέρωσε ότι, οι τοιχογραφίες του Αγίου Γεωργίου Καμίτσιανης αν και είναι διακόσια χρόνια παλιότερες, αντέχουν και διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση. «Ανάψτε κι ένα κεράκι στην Παναγιά, καλό μας κάνει»..
Βγήκαμε στο προαύλιο και μας οδήγησε στο Λαογραφικό μουσείο του χωριού, που στεγάζεται στο παλιό λιθόκτιστο σχολείο και η συλλογή περιλαμβάνει πάνω από 3000 σπάνια εκθέματα, φωτογραφικά ντοκουμέντα, είδη λαϊκής τέχνης, ξύλινες αναπαραστάσεις και άλλα αντικείμενα.
«Στο χωριό μας, τον Τσαμαντά, αυτό που βλέπετε ήταν κεφαλοχώρι, είχε κοντά 1.500 άτομα. Πριν το 1940, μόνο το σχολείο είχε 319 παιδιά. Να, υπάρχει και η ιστορική φωτογραφία, νάτη. Σήμερα έχει 60 άτομα. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού έχουν γκρεμίσει, ενώ υπάρχουν μετανάστες στην Αμερική, Βουκουρέστι και αλλού, που στέλνουν χρήματα αλλά δεν τους γνωρίζουμε.. Βλέπεις έχουμε φτάσει τρίτη γενιά παιδιών. Σ’ αυτό το χωριό έπεφτε πολύ χρήμα απ έξω, κατευθείαν εδώ, αλλά τώρα έχουν αλλάξει πολλά. Το σχολείο σαν έκλεισε, ερήμωσε και ο τόπος, παιδιά, ότι έμειναν πάνε στο Βαβούρι, αλλά και αυτό έκλεισε και πάνε στο Δελβένι. Ο κόσμος έχει φύγει, δεν μας κοίταξαν όταν έπρεπε, τώρα είναι αργά».
«Το 1940, τι είχαμε εδώ» ρώτησε ο Θανάσης. «Το ΄40 είχαμε μπει μέσα για τα καλά, είχαμε φτάσει Τεπελένι, Δυρράχιο.. Τότε ήμασταν νικητές, αλλά τότε, άλλοι τα κανόνισαν πάλι..»
Ρωτήσαμε και για το γεφύρι της Γκρίκας. Ο άνθρωπος μας κοίταξε καλά-καλά και αφού ανέκαμψε, επανέλαβε το όνομα του γεφυριού σαν να μην πίστευε στα ίδια του τ’ αυτιά, τι είχε ακούσει. Μετά μας κοίταξε και ρώτησε:
«Πώς και γνωρίζετε το γεφύρι»;
«Έχουμε διαβάσει σε δικό σας βιβλίο, που έβγαλε η Ομοσπονδία χωριών της Μουργκάνας».
Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Μας γύρισε την πλάτη, απομακρύνθηκε και στη στιγμή ξαναγύρισε με το βιβλίο στο χέρι, καμαρώνοντας και δείχνοντας τη σελίδα με το γεφύρι. «Αυτό είναι», επανέλαβα, «πού μπορούμε να το δούμε»;
«Είναι κάτω από το χωριό Πόβλα (Αμπελώνας) και θα πάτε εκεί από τον οικισμό της Καμίτσανης. Πάει δρόμος μέχρι εκεί αλλά στο χωριό να ρωτήσετε. Απ’ εκεί θα πάτε με τα πόδια, δεν φτάνει αυτοκίνητο. Εκεί στο χωριό θα σας πουν»..
Ευχαριστήσαμε τον άνθρωπο και είπαμε να πάρουμε τον δρόμο για τον οικισμό Καμίτσανη και το γεφύρι μετά. Πριν χωρίσουμε, μας λέει «Πάντως έχουμε και εμείς πέτρινο μικρό γεφυράκι πάνω στο ρέμα της Τσέρας, που συνδέει τους μαχαλάδες του χωριού»! Για να ευχαριστήσουμε τον άνθρωπο και να τιμήσουμε τον τόπο, αποφασίζουμε να επισκεφθούμε το μικρό «αριστούργημα» (γεφυράκι) του χωριού. Δυσκολευτήκαμε να το ανακαλύψουμε κρυμμένο μέσα σε πυκνή βλάστηση.
Πήραμε τον δρόμο με τα πόδια και μας ήρθε στο νου ένα εδάφιο απ το βιβλίο του Παβλιώτη, Σωτήρη Δημητρίου: «..επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος χωμάτινος, ανηφορικός, όλο κογκέλες, ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας. Αϊ Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα. Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές, δάφνες, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ και κει, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωσαν ότι ομορφότερο και ευγενέστερο απ’ τις ανθρώπινες ζωές αιώνων. Ακόμη και σήμερα, αυτή η διαδρομή, αυτά τα χωριά είναι για μένα μια διαδρομή πνευματική, μια διαδρομή νοσταλγίας και καημού. Στο χωριό μου φτάναμε το μούσγκωμα. Μας άφηνε το λεωφορείο στην Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Άι-Θανάσης. Ο όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια, που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος. Στην Θελεσουριά, κατεβαίνοντας απ το λεωφορείο, μας χτύπαγε ευχάριστα ένα ψυχρό αεράκι που –Κύριος οίδε πώς – τόχα συνδέσει με την Βόρειο Ήπειρο, με την Αλβανία. Μήνυμα από μια άλλη ζωή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο πλούσια, πιο αινιγματική». (Δημητρίου Σωτήρη1998: 50-51).
Θυμηθήκαμε τα λόγια του ανθρώπου στο χωριό Τσαμαντά: που μας είχε πει: «Εμείς εδώ ήμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, από ένα θαύμα, που το οφείλουμε στην καντήλα του Αγίου Γεωργίου..» «Μα γιατί; Δεν ήμαστε απ την απ εδώ μεριά..»; «Γιατί εμείς, αυτά τα 5 χωριά ήμαστε μια σφήνα μέσα στο Αλβανικό έδαφος, δέστε το χάρτη. Ας είναι καλά η καντήλα του Αγίου Γεωργίου»! «Για πια εποχή μιλάμε»; «Μιλάμε για τα χρόνια 1913-17, τα πέντε χωριά Βαβούρι, Λιάς, Τσαμαντάς, Πόβλα και Λιντίσδντα έμειναν στο Ελληνικό. Όταν ήρθαν οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων (Γερμανίας, Ιταλίας και Ελλάδας) να υπογράψουν έμειναν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Πρόεδρος ήταν ο Γερμανός Επίτροπος ο οποίος όταν είδε την καντήλα του Αγίου Γεωργίου, την ζήτησε του Ηγούμενου. Αυτός άδραξε την ευκαιρία και του είπε ότι θα το κάνει αρκεί να του κάνει κι αυτός μια χάρη. Τι χάρη ζητάς; Να αυτά τα πέντε χωριά να μείνουν στο Ελληνικό έδαφος, και έτσι και έγινε. Βέβαια αντιδρούσε ο Ιταλός Νταλιάνη, όμως τελικά συμφώνησαν. Έτσι αυτά τα χωριά έμειναν στο Ελληνικό χάρη στην καντήλα του Αγίου Γεωργίου».
Στην είσοδο του χωριού μνημείο μεγάλο, φρουρός τεράστιος. Είναι σε πλαγιά και κοιτάζει κατά το ποτάμι. Το χωριό είναι μεγάλο και έχει κόσμο. Σε σχετική πινακίδα διαβάζουμε: χωριό Πόβλα, υψ. 500 μ., έχει 333 κατοίκους. Είναι χωριό «μαζεμένο» και ο κόσμος του ασχολείται με αμπέλια. Μπήκαμε στο χωριό Πόβλα ή Πόβλιτσα (Αμπελώνας) και δεν ξέραμε κατά πού να κάνουμε για το γεφύρι. Στην πλατεία του χωριού που ρωτήσαμε, αμέσως ο άνθρωπος προθυμοποιήθηκε να μας οδηγήσει σ’ αυτό.
– Πάει δρόμος μέχρι το γεφύρι, άστα.. έχω κάτι γελάδια εκεί κάτω στο ποτάμι και πάω να τα σκαρίσω.
Βολευτήκαμε όλοι μαζί με τα πράγματα στο μικρό αυτοκινητάκι και κατηφορίσαμε κατά το ποτάμι. Η κατεβασιά είχε τέτοια κλίση που θύμιζε περισσότερο καγκελωτό μονοπάτι που, αν το αμάξι φύγει απ τον υποτιθέμενο δρόμο, βουτάει με τη μούρη στο γκρεμό!
Και εδώ είχαν ανοίξει τον δρόμο πάνω στο παλιό μονοπάτι, που κατηφόριζε από το χωριό στην ποταμιά, οδηγώντας τους κατοίκους στο πέρασμα του γεφυριού. Ολόγυρα υπήρχαν πεζούλια, που οι κάτοικοι του χωριού καλλιεργούσαν αμπέλια. Κουβέντα στην κουβέντα με τον άνθρωπο, μάθαμε για το χωριό και για τον τόπο.
– Τους καλοκαιρινούς μήνες οι κάτοικοι αυγατίζουν, όμως το χωριό κρατά λίγους ανθρώπους στις μέρες μας. Όπως και σε τόσα χωριά της χώρας μας, έτσι και εδώ άλλαξε το όνομα του χωριού και από την ιστορική Πόβλα έγινε Αμπελώνας, από τα αμπέλια που καλλιεργούσαν οι κάτοικοι του χωριού.
Σαν φτάσαμε στην ποταμιά, το ποτάμι δεν είχε νερό. Περπατήσαμε στην κοίτη του ποταμού, πορεία ΒΑ. προς τα στενά του Κόζιακα, που εντυπωσιάζουν με την αγριάδα τους. Από κοντά και ο μπάρμπας που ξέχασε τα γελάδια του, δεν κρατήθηκε και μας ρώτησε: «Καλά εσείς από την Αθήνα να έρθετε εδώ πάνω για το γεφύρι της Γκρίκας»; «Στα βουνά γυρίζουμε, ορειβάτες είμαστε, γνωρίζουμε και τον τόπο μας. Μάθαμε για το γεφύρι και είπαμε να το δούμε»;
Εδώ στα μέρη αυτά, έγιναν πολλά γεγονότα. Τούτη η ποταμιά αν είχε μιλιά θα είχε πολλά να μαρτυρήσει καθώς και το γεφύρι της Γκρίκας πιότερα.
Καθώς η κοίτη του ποταμού στενεύει, στημένο στην καλύτερη μεριά νάσου το γεφύρι πνιγμένο στην βλάστηση,. Να η σοφία και το μεράκι των παλιών. Ολόγυρα βράχια με βλάστηση, δύσκολα να βγεις από πάνω του, όπως είχαμε χωθεί μέσα στην ποταμιά. Ήθελα να το δω καλύτερα, ήθελα να γεμίσω την ματιά μου πιότερα μ’ αυτό, γι’ αυτό σκαρφάλωσα στη μια όχθη της ποταμιάς και καταξεσκισμένος μετά από μάχη με την αδιαπέραστη βλάστηση, βγήκα καβάλα. Η «κούρμπα» του δεν μαρτυρούσε το μέγεθος του γεφυριού. Ένα πραγματάκι τόσο δα, ένας καλοβαλμένος σωρός από πέτρες, πιασμένες με τάξη και μεράκι, ήταν η ανώνυμη σοφία του λαϊκού τεχνίτη.
Απ' εδώ περνά το μονοπάτι για το χ. Τσαμαντά μέσω των στενών Κόζακα. (χαρακτηριστικά στενά με βραχώματα). Το μονοπάτι βγάζει πρώτα στον οικισμό Καμίτζιανη και μετά περνά στο χ. Τσαμαντά. Από το γεφύρι αριστερά ανηφορίζει το μονοπάτι για το παλιό χωριό Ερείπια Λυντίζντα (Ασπροκκλήσι). Ο παλιός οικισμός είναι στις πλαγιές του όγκου Βερτόπ, υψ. 1522 μ., όπου οι κτηνοτρόφοι επιστρέφουν τους θερινούς μήνες στα βοσκοτόπια του τόπου, μιας και έχουν εγκαταλείψει το χωριό και έχουν στήσει άλλο, με το όνομα Ασπροκκλήσι, δίπλα στη Σαγιάδα. Παλιά είχε πιάσει φωτιά σ’ αυτό το μέρος και μπήκε και μέσα στο Αλβανικό, έχοντας κάψει τότε πολλές χιλιάδες στρέμματα.
Πρόκειται για πολύ όμορφο χωριό, που βλέπει απέναντι το χωριό Πόβλα, ενώ μεσολαβεί το φαράγγι του Κόζακα. Η διαδρομή ανάμεσα στα δυο χωριά Πόβλα (Αμπελώνας) και Λυντίζντα (Ασπροκκλήσι) είναι ιδιαίτερη. Μετά το χωριό Πόβλα, υψ. 500 μ. το παλιό μονοπάτι διέρχεται από ξωκλήσι, μετά κάτω στο Ξάνθο ποταμό δυο αγροικίες, κοντά στο γεφύρι της Γκρίκας, ανάβαση στην άλλη πλευρά, όπου τα ερείπια του χ. Λυντίζντα, υψ. 500 μ.
«Η γέφυρα στον Καλπακιώτικο κοντά στη Γκούμανη»` (1442 font sur la Kamitza) φώτο: Fred Boissonnas, 1913, από το βιβλίο Πασιάκου Μιχάλη, Ιωάννου-Σιάργκα Αθηνά (Επιμέλεια)2004: Θεσπρωτία, Fred Boissonnas, σ.55 εκδ. T.E.Δ.& K. N. Θεσπρωτίας
«Η οργάνωση του χώρου αντικατοπτρίζει την πολιτισμική δραστηριότητα μιας κοινωνίας. Η πολιτισμική δραστηριότητα εδράζεται στη διαλεκτική σχέση ανθρώπου-φύσης. Ο άνθρωπος δημιουργεί πολιτισμό στην προσπάθειά του να οικειοποιηθεί το φυσικό περιβάλλον. Πολιτισμός είναι ό,τι δημιουργεί μια κοινωνία από τη στιγμή της εμφάνισής της, από τη στιγμή που παράγει ιστορία.
Ένας χώρος είναι πάνω απ όλα ένας πολιτισμός. Μόνο που ο χώρος αυτός, ο ημερωμένος, ο εξανθρωπισμένος χώρος, δεν είναι απλά χώρος. Ο χώρος που πάνω του είναι αποτυπωμένη η διαχρονική σφραγίδα του πολιτισμού έχει μετατραπεί σε τόπο, σ ένα τόπο που μιλά τη γλώσσα της κοινωνίας που φιλοξενεί μέσα στο χρόνο, κι αυτή η γλώσσα είναι ο ίδιος ο τρόπος ζωής συνολικά, δηλαδή ο πολιτισμός της κοινωνίας». (Νιτσιάκου Βασίλη1991:15)
«Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός, ότι εδώ τα φυσικά περάσματα δεν είναι παρά οι κοιλάδες των παραποτάμων του Καλαμά, οι οποίες διαμορφώνουν «λακιές», που με τη σειρά τους αποτελούν καλούς δείκτες ανίχνευσης ανθρωπογεωγραφικών ενοτήτων». (Νιτσιάκου Βασίλη, Αράπογλου Μιχάλη 2000: 179-290).
«Μιλώντας, όμως για ανθρωπογεωγραφικές ενότητες, πρέπει να αρχίσουμε από την πλέον διακριτή και γνωστή, αυτή που ορίζει η ίδια η Μουργκάνα. Μιλάμε για τα «πανωχώρια της Μουργκάνας», που είναι κυρίως γνωστά για τους φημισμένους καλατζήδες, γι αυτό και «καλατζοχώρια», που όργωναν μέχρι τις μεταπολεμικές δεκαετίες τον ελλαδικό χώρο ασκώντας την τέχνη τους. Χωριά όπως ο Τσαμαντάς, το Βαβούρι, ο Λιας, η Λίστα, το Κεφαλοχώρι, η Μηλιά, ο Αμπελώνας, οι Άγιοι Πάντες, ο Άγιος Νικόλαος συγκροτούν ακόμα και σήμερα μια συλλογική οντότητα, μια φαντασιακή, όπως θα λέγαμε, κοινότητα, που διαμορφώθηκε ιστορικά και συντηρήθηκε μέσα στο χρόνο και με κοινωνικές πρακτικές όπως οι γαμήλιες ανταλλαγές, η συνθηματική γλώσσα των καλατζήδων (καλατζίδικα ή αλειφιάτικα) κ.λπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χωριά αυτά είχαν περισσότερους δεσμούς με εκείνα στην άλλη πλευρά της Μουργκάνας, τα χωριά της Λεσινίτσας (Δημητρίου Σωτήρη1993: 10), που ανήκουν σήμερα στην Αλβανία, παρά με τα «κατωχώρια» των Φιλιατών (Φοινίκι, Φανερωμένη, Γηρομέρι, Πλαίσιο κ.λπ.)» (Νιτσιάκου Βασίλη, Αράπογλου Μιχάλη2004: 55-6)
Ένα κομμάτι γης ψηλά στα Αλβανικά σύνορα, ένα λιτό πέτρινο κτίσμα που έφερνε κοντά τους ανθρώπους της περιοχής. Ένα γεφύρι, μικρό, λιτό, για χρόνια διατηρούσε ανοικτή την επικοινωνία των ανθρώπων. Τούτα τα πέτρινα απομεινάρια, έργα τέχνης που αντέχουν πεισμωτικά στον χρόνο, καταμαρτυρούν και διατηρούν με τον δικό τους τρόπο το ενιαίο του χώρου.
Τα γεφύρια της περιοχής φτιάχτηκαν από ανθρώπους της περιοχής. Μπουλούκια πηγαινοέρχονταν από το Δυρράχιο, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, κτίζοντας σπίτια, εκκλησιές, γεφύρια, βρύσες. Οι άνθρωποι έπρεπε να κάνουν τη δυσκολία του τόπου μέρος της ζωής τους, κομμάτι του εαυτού τους. Ανεβοκατέβαιναν πάνω-κάτω, ακολουθούσαν τα φυσικά περάσματα, που δημιουργούσαν οι υδάτινες ροές. Ο τόπος είχε μία ενιαία φυσιογνωμία και οι κάτοικοι αυτού του τόπου, στέριωναν, έφτιαχναν τον βιό τους, μέσα σ’ αυτό το σκηνικό. Οι μικρές τους κοινωνίες στηρίζονταν πάνω σ’ αυτές τις στράτες, τα περάσματα, τα γεφύρια, τα εικονοστάσια και τις εκκλησιές.
Χαρακτηριστικό της γεωγραφίας αυτής της περιοχής είναι οι χαμηλοί λόφοι, η αισθητική των οποίων τονίζεται από τις ξερολιθιές που ορίζουν τα σύνορα ανάμεσα στις ιδιοκτησίες. Το πουρνάρι, η βελανιδιά και η κουμαριά σε συνδυασμό με το γκρίζο της ξερολιθιάς χαρακτηρίζουν το ευρύτερο τοπίο. Εδώ στο παρελθόν τα κούμαρα άφθονα καθώς ήταν χρησιμοποιούνταν και για την παραγωγή τσίπουρου. Τα μάζευαν τα κούμαρα και τα βάζανε στα βαρέλια και τα αφήναν εκεί ώσπου να σαπίσουν. Μετά τα ρίχνανε στα καζάνια και βράζαν. Στραγγίζανε το ζουμί τους και σε λίγο έφτιαχναν το τσίπουρο. Ήταν το σπιτικό ποτό τους..
Ο τόπος ήταν ενιαίος και οι δουλειές ήταν αυτές που διαφοροποιούσαν τα πράγματα, τα επαγγέλματα που ασκούσαν για να ζήσουν. Για παράδειγμα, οι νομάδες βοσκοί: Αρβανιτόβλαχοι, Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι ανεβοκατέβαιναν εποχιακά, από τα πεδινά στα ψηλώματα και πάλι πίσω. Απ’ τα βουνά του Γράμμου, του Δούσκου (Μερόπη), της Μουργκάνας, πηγαινοέρχονταν στις στράτες. Αυτές οι στράτες περνούσαν από συγκεκριμένα περάσματα και τα γεφύρια αποτελούσαν κομβικά σημεία αναφοράς και συνάντησης.
Τα μπουλούκια, ισνάφια πάνω-κάτω έκλειναν δουλειές όσο ο καιρός κρατούσε, οι περιφερόμενοι γανωτζήδες, βαρελάδες και τόσα άλλα επαγγέλματα που στις μέρες έχουν χαθεί. Ένας ολόκληρος κόσμος που ζούσε πάνω στις στράτες, ανέβαινε στα διάσελα και κατέβαινε στις ποταμιές. Ο κόσμος μπροστά στις δυσκολίες του τόπου και της ίδιας της ζωής, ήταν ενωμένος, βοηθούσε ο ένας τον άλλο, όπως και το γεφύρι, που ένωνε αντίπερα όχθες. Ήταν ένα ζωντανό «σώμα», μ ανοιχτά τα δυο του χέρια απέναντι.. Ήταν ανθρώπων κατασκεύασμα και είχε λαλιά.
Όταν ορθώσαμε σύνορα, ο τόπος δυσκόλεψε πιότερα μέσα στη δυσκολία και σιγά-σιγά όλα έχασαν το χρώμα τους για να γίνουν γκρίζα. Πάγωσαν οι καρδιές των ανθρώπων, στέρεψαν τα ποτάμια, χορτάριασαν οι νεροαυλακιές, κρύφτηκαν τα γεφύρια και τα πεζούλια ξεσάρωσαν.
Το γεφύρι της Γκρίκας αυτό που ένωνε αντίπερα όχθες, που κρατούσε ανοικτή την επικοινωνία, παραμένει στη θέση του, αλλά λιγόστεψαν οι διερχόμενοι. Έμεινε για να το θυμούνται αυτοί που έχουν μνήμη. Τόσων χρόνων γιορτινών περασμάτων, γάμων, τραγουδιών αλλά και καημών έσβησαν, όπως και το χαμόγελο του τόπου.
Σήμερα, παρ' όλα τα τεχνητά επιτεύγματα, τα πράγματα δεν είναι ίδια πια γιατί χάθηκε το «από την καρδιά μας». Το γεφύρι της Γκρίκας παραμένει, αφήνοντας μια μελαγχολική, πικρή γεύση ενός ξεχασμένου κόσμου που δυστυχώς δεν γυρίζει πίσω...".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου