Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Βάλια Κάλντα, η ζεστή κοιλάδα της Ηπείρου. Απολαύστε τα video



Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα) 
Ο Εθνικός Δρυμός Πίνδου, είναι ο Δρυμός της ορεινής «Ζεστής Κοιλάδας», της «Βάλια Κάλντα», κατάφυτης με πεύκα και οξυές. Ο Δρυμός ιδρύθηκε το 1966, η συνολική έκτασή του φτάνει τα 7.000 εκτάρια από τα οποία τα 3.300 αποτελούν τον πυρήνα και τα υπόλοιπα την περιφερειακή ζώνη του Δρυμού.
Περιφερειακά του Δρυμού βρίσκονται τα χωριά: Βωβούσα, Περιβόλι, Κρανιά, Μηλιά, Φλαμπουράρι, Γρεβενήτι και η κωμόπολη του Μετσόβου ενώ μέσα στο Δρυμό δεν βρίσκεται κανένας οικισμός.

Δείτε τα βίντεο












Ο επισκέπτης μπορεί να προσεγγίσει την άγρια ομορφιά του Δρυμού από τον νομό Ιωαννίνων μέσω της επαρχιακής οδού Μετσόβου-Μηλιάς-Γρεβενών, της επαρχιακής οδού προς τα χωριά Γρεβενήτι, Φλαμπουράρι και Βωβούσα, καθώς επίσης και από το νομό Γρεβενών μέσω της επαρχιακής οδού Γρεβενών - Μαυραναίων - Περιβολίου και μέσω της επαρχιακής οδού Γρεβενών - Κρανιάς - Μηλιάς - Μετσόβου.
Κρυστάλλινα τα νερά των ποταμών του Δρυμού του Αώου και του ορμητικού παραποτάμου του, του Αρκουδορέματος. Περικυκλώνονται από τα ψηλά και απόκρημνα βουνά του ορεινού συμπλέγματος του Λύγκου με κορφές πάνω από 2000 μέτρα: Αυγό (2177 μ.), Πυροστιά (1967 μ.), Κακοπλεύρι (ή Μηλιά, 2160 μ.), Φλέγγα (2159 μ.), Τρία σύνορα (2050 μ.), Αυτιά (2082 μ.), Καπετάν Κληδή (2036 μ.), Σαλατούρα (2019 μ.), και Δίκορφο (1977 μ.).








Στα χαμηλά και μέσα υψόμετρα του Εθνικού Δρυμού (1000μ.- 1600μ.), απλώνονται εκτεταμένα δάση μαυρόπευκου (Pinus nigra) και οξυάς (Fagus sylvatica). Στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1600μ.- 1900μ.), φυτρώνει μόνο ένα είδος ανθεκτικού στο ψύχος κωνοφόρου το ρόμπολο (Pinus leucodermis) που από μόνο του θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα ζωντανό μνημείο της φύσης. Στα μεγάλα υψόμετρα (1900μ.- 2177μ.), πάνω από το ανώτερο υψομετρικό όριο του δάσους και στα ξέφωτα του εκτείνονται αλπικά λιβάδια, αποτελούμενα μόνο από πόες και μερικά είδη θάμνων. Χαρακτηριστικό του Δρυμού η παρουσία πολλών μικρών ρεμάτων και ύπαρξη πολλών μικρών λιμνών - οι μεγαλύτερες από αυτές είναι ο Λάκκος στο Αυγό στα 1600μ. και οι δύο λίμνες της Φλέγγας στα 1950μ.
Μεγάλη η φυσικότητα των ορεινών οικοσυστημάτων του Δρυμού της Πίνδου, τεράστια η οικολογική του αξία ως καταφύγιο της άγριας ζωής. Έως σήμερα είναι γνωστό πως ο Δρυμός προστατεύει 7 είδη αμφιβίων, 10 είδη ερπετών, 70 είδη πουλιών και 17 είδη θηλαστικών, ενώ άγνωστη είναι η συνεισφορά του στην προστασία της εντομοπανίδας. Ο Δρυμός ακόμη φιλοξενεί 415 είδη φυτών και μια πλούσια μυκοχλωρίδα με 86 είδη μανιταριών.

Σε ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα καταφύγια στην Ευρώπη, στα απόμερα δάση και στις δυσπρόσιτες πλαγιές, μακριά από το φόβο του ανθρώπου, βρίσκουν καταφύγιο σπάνια μεγάλα θηλαστικά: η αρκούδα (Ursus arctos) ο αγριόγατος (Felis sylvestris), ο λύγκας (Lynx lynx), το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) και αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra), ενώ στα πεντακάθαρα ποτάμια του Δρυμού, ζει ένα υδρόβιο θηλαστικό - η βίδρα (Lutra lutra). Οι νυχτερίδες (Chiroptera), τα πιο εξελιγμένα πετούμενα θηλαστικά, σηματοδοτούν την νυχτερινή ζωή του δάσους. Έως σήμερα μας είναι γνωστά 5 είδη χειροπτέρων που ζουν στο Δρυμό, με πιο χαρακτηριστικό το νυκτοβάτης (Nyctalys noctula).
Βασίλειο των αρπακτικών πουλιών, ο Δρυμός προστατεύει 10 σπάνια είδη, εκ των οποίων ο σπάνιος βασιλαετός (Aquilla heliaca), ο χρυσαετός (Aquilla chrysaetos), το σαίνι (Accipiter brevipes) και ο χρυσογέρακας (Falco biarmicus). Συνολικά περισσότερα από 70 είδη πουλιών είναι γνωστό πως ζουν σήμερα στο Δρυμό της Πίνδου. Από τα σπάνια πουλιά είναι η χιονάδα (Eremophilla alpestris), πουλί των αλπικών λιβαδιών και ο διπλοκεφαλάς (Lanius excubitor) που έρχεται κάθε καλοκαίρι από την Αφρική. Τα εκτεταμένα και ώριμα δάση του Δρυμού φιλοξενούν 8 είδη δρυοκολαπτών: το λευκονώτη (Dendrocopus leucotos), τη μεσοτσικλιτάρα (Dendrocopus medius), τη νανοτσικλιτάρα (Dendrocopus minor) και τη μαυροτσικλιτάρα (Dryocopus martius).
Στο υγρό κλίμα του Δρυμού επιβιώνουν δέκα είδη ερπετών. Ανάμεσά τους το ασινόφιδο (Coronella austriaca), η σαίτα (Coluber austriaca) και το λιμνόφιδο (Natrix tessellata).













Τα άφθονα νερά των ρεμάτων, λιμνών και πηγών σφείζουν από αμφίβια ζωή (7 είδη). Ο αλπικός τρίτωνας (Triturus alpestris), που μοιάζει με μικρό δράκο, ζει στις ορεινές λίμνες του δρυμού, με πιο χαρακτηριστικές τις δύο λίμνες της Φλέγγας στα 1950 μ. υψόμετρο. Το καλοκαίρι ο επισκέπτης αναγνωρίζει εύκολα τη βομβίνη (Bombina variegata), τον ελληνικό βάτραχο (Rana graeca), το χωματόφρυνο (Bufo bufo), τον πρασινόφρυνο (Bufo viridis) και τη σαλαμάντρα (Salamandra salamandra). Στα μεγάλα ρέματα του Δρυμού ζει η πέστροφα (Salmo trutta fario). Στα χαμηλότερα σημεία του Δρυμού απαντώνται και άλλα είδη ψαριών όπως ο Κέφαλος των γλυκών νερών (Leusiscus cephalus) και το συρτάρι (Chondrostoma nasus).
Η χλωρίδα του Δρυμού είναι σπάνια με μεγάλο βαθμό ενδημισμού. Συνολικά έχουν καταγραφεί 415 φυτικά είδη. Η Κενταύρεια των ορέων των βλάχων (Centaurea vlachorum) δεν συναντάται πουθενά σ΄όλον τον κόσμο παρά μόνο στον Δρυμό. Άλλα είδη του Δρυμού είναι ενδημικά της κεντρικής και βορειοδυτικής Ελλάδας, όπως η σολδανέλα της Πίνδου (Soldanella pindicola), η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola), η φριτιλλάρια η ηπειρωτική (Fritillaria epirotica) κά. Ο Δρυμός φιλοξενεί ακόμη κι άλλα φυτά που είναι ευρύτερα ενδημικά. Είτε είδη που απαντώνται μόνο στην Ελλάδα και στην Αλβανία, όπως η λαδανιά η αλβανική (Cistus albanicus), η βιόλα η αλβανική (Viola albanica), ο θύμος ο τευκριοειδής (Thymus teucrioides), ο δύανθος ο αιματοκαλυκοειδής (Dianthus haematocalyx ssp. pindicola), το λείριο το αλβανικό (Lillium albanicum) κά. Είτε είδη που είναι ενδημικά των Βαλκανίων γενικότερα, όπως o δύανθος ο δελτοειδής (Dianthus deltoides ssp. degenii), η μινουάρτια του Μπαλτατσί (Minuartia baldacii), το ρόμπολο (Pinus leucodermis) και το άλλιο (Allium breviradum). Σπάνια είδη του Ε.Δ. Πίνδου, τυπικά των οφειολιθικών πετρωμάτων, είναι η βορμουελέρα του Μπαλτατσί (Bormuellera baldacii), η βορμουελέρα της Τύμφης (Bormuellera tymphaea), ο λεπτόπλαξ ο κρασπεδοειδής (Leptoplax emarginata), η καμπανούλα του Χώκινς (Campanula hawkinsiana), η βιόλα (Viola dukadjinica), η σιλένε της Πίνδου (Silene pindicola).  
Ο Εθνικός Δρυμός αποτελείται από τον πυρήνα και την περιφερειακή ζώνη. Στον πυρήνα επιτρέπεται η πεζοπορία αλλά απαγορεύεται η διάνοιξη νέων δρόμων, η πραγματοποίηση εκσκαφών, η εξόρυξη πέτρας και άλλων υλικών, η καταστροφή των γεωλογικών σχηματισμών, η εγκατάσταση βιομηχανικών εκμεταλλεύσεων, οικιών και άλλων κτισμάτων, η βοσκή, η τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων κά.
Ειδικά οι επισκέπτες, όπως και οι κάτοικοι της περιοχής, πρέπει να γνωρίζουν πως δεν επιτρέπεται η συλλογή οποιονδήποτε οργανισμών, η κοπή δέντρων και η συλλογή βοτάνων, το κυνήγι, το ψάρεμα, η κατασκήνωση και η παραμονή στον πυρήνα μετά τη δύση του ηλίου, το άναμμα φωτιάς και η απόρριψη σκουπιδιών και μπαζών. Για ορισμένες δραστηριότητες όπως είναι η πλεύση των ποταμών που βρίσκονται στον πυρήνα με καγιάκ και ράφτινγκ απαιτείται ειδική άδεια από τα τοπικά Δασαρχεία. Στην περιφερειακή ζώνη ισχύει η γενική νομοθεσία που αφορά το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας με ειδικές όμως κάθε φορά ρυθμίσεις.










Ταξίδι στη Βάλια Κάντα στη ζεστή αγκαλιά της ζωής Εκεί στη γειτονιά της Πίνδου, στα Γρεβενά, η αμόλυντη φύση φαντάζει παντοδύναμη. Οι άνθρωποι, τα χωριά, τα μνημεία, τα τοξωτά γεφύρια μοιάζουν ξεχασμένα, υποταγμένα. Μόνο οι εποχές έχουν τη δύναμη να μεταλλάσσουν το ποικιλόμορφο τοπίο και να πιστοποιούν ότι ο χρόνος κυλά. Ετσι ο επισκέπτης, έρμαιο αυτής της μαγείας, απλώς αφήνεται να τον συνεπάρει το τοπίο. Ούτως ή άλλως πάντα θα νοσταλγεί και θα ελπίζει στην επιστροφή. 
Η προσέγγιση του Παραδείσου δεν γίνεται ποτέ από ένα μόνο μονοπάτι. Ετσι και ο φυσικός παράδεισος της Βάλια Κάλντα έχει πολλές πύλες. Η περιοχή των Γρεβενών όμως είναι η πιο πρόσφορη είσοδος στα μυστήρια του πυρήνα του εθνικού δρυμού. Αφετηρία λοιπόν της εξερεύνησης το χωριό Σπήλαιο, 26 χλμ. νοτιοδυτικά από τα Γρεβενά. 
Το χωριό αυτό, τόπος ιστορικός και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, είναι χτισμένο σε ένα «μπαλκόνι» του βουνού Ολιακας. Περπατώντας ο επισκέπτης στα σοκάκια βλέπει τους άνθρωπους, κυρίως γέρους και μαυροφορεμένες γυναίκες, να μοιάζουν κουμπωμένοι, ώσπου να φθάσει κοντά τους και να του μεταδώσουν την αμηχανία τους με έναν φυσικό για αυτούς αλλά απρόσμενο για εκείνον εγκάρδιο χαιρετισμό. Αν τους ρωτήσει για το χωριό, θα του υποδείξουν όλοι να επισκεφθεί το καμάρι τους, το θαυμάσιο μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που χτίστηκε το 1633. Κανένας βέβαια δεν θα του μιλήσει για το απίθανο παιχνίδι των σκίουρων στο γέρικο δένδρο στην αυλή της εκκλησίας. Γι' αυτούς η ζωντανή φύση είναι καθημερινότητα, ενώ για τον επισκέπτη συναρπαστική αποκάλυψη. 
Το μοναστήρι βρίσκεται στην είσοδο του χωριού. Ο ρυθμός του είναι βυζαντινός και οι αγιογραφίες χρονολογούνται από το 1641 και το 1658. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η ξυλόγλυπτη πόρτα του, το επίσης ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο τέμπλο, τα κειμήλια και οι εικόνες μεγάλης αξίας. 
Από την Κοίμηση ο επισκέπτης πιάνει την άκρη του νήματος της μαγείας του Σπηλαίου. Περπατώντας μέσα στον κήπο που περιβάλλει την εκκλησία φθάνει στην άκρη του απότομου βράχου όπου αποκαλύπτονται η άγρια ομορφιά και η δυναμική εναλλαγή του τοπίου που περιβάλλει το χωριό. Οι πλαγιές του Ορλιακα και των απέναντι βουνών «γκρεμίζονται» ως την κοίτη του Βενέτικου ποταμού, ο οποίος στριμώχνεται μέσα σε επιβλητικά, στενά πέτρινα φαράγγια. Οταν ο επισκέπτης αποδεσμευθεί από την ομορφιά αυτού του τοπίου που τον κρατά καθηλωμένο εκεί στην άκρη του βράχου μπορεί να πάρει τον χωματόδρομο που θα τον φέρει κοντά στο ποτάμι. Εκεί, στην είσοδο του φαραγγιού υπάρχει το τρίτοξο ονομαστό γεφύρι της Πορτίτσας. Πάνω από την έξοδο του φαραγγιού ανοίγεται ένα όμορφο όσο και απόκρημνο σπήλαιο, το Κελί της Καλογριάς, γεμάτο σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Στην περιοχή υπάρχουν ακόμη αλευρόμυλοι οι οποίοι λειτουργούν με τη δύναμη του νερού. 
Ολα αυτά όμως δεν είναι παρά το προοίμιο της εξόρμησης στη Βάλια Κάλντα, τη ζεστή κοιλάδα η οποία απέχει από το Σπήλαιο 23 χλμ. Από την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή όπου φθάνει η άσφαλτος στο χωριό, ξεκινά προς τα δυτικά ο δασικός δρόμος, ο οποίος χωρίς ιδιαίτερες οδηγητικές δυσκολίες και απρόοπτα φέρνει τον επισκέπτη στη διαδρομή που ενώνει τα βλάχικα χωριά Περιβόλι, Αβδέλα και Βωβούσα. Ο δρόμος περνάει έξω από τον περίβολο του ωραίου, παλιού μοναστηριού του Αγίου Νικολάου και δύο χιλιόμετρα πριν από το Περιβόλι ­ ένα χωριό που ζει μόνο το καλοκαίρι ­ διακλαδώνεται. Η διακλάδωση αριστερά ανηφορίζει στον εθνικό δρυμό. Ο δρόμος είναι στρωμένος με χαλίκι και σε αρκετά σημεία του υπάρχουν ενδεικτικές πινακίδες. 




Καθώς το υψόμετρο ανεβαίνει, η πυκνή βλάστηση υποχωρεί και οι γυμνές πλαγιές με τα λίγα κεραυνόπληκτα δένδρα δημιουργούν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Απέναντι ορθώνεται στα 2.177 μέτρα υψόμετρο η εντυπωσιακά φαλακρή κορυφή του Αυγού. Μοιάζει σαν να προκαλεί τον επισκέπτη να βγει από την προκαθορισμένη πορεία του και να την κατακτήσει. Οποιος το επιχειρήσει, χρησιμοποιώντας βέβαια από ένα σημείο και μετά την πεζοπορία ως την κορυφή, κερδίζει ένα σπουδαίο έπαθλο: την πιο πανοραμική εικόνα της Ελλάδας από την Πίνδο ως το Αιγαίο. Εδώ πάνω τρεμοπαίζει τα κρύα νερά της μια από τις τρεις μόνιμες λιμνούλες μεγάλου υψομέτρου που υπάρχουν στην περιοχή. Οι άλλες δύο βρίσκονται στη Φλέγκα (1.940 μ.), μια από τις κορφές που περιβάλλουν τη Βάλια Κάλντα. Αυτό το άδενδρο τοπίο που συντροφεύει τον επισκέπτη λες και φτιάχτηκε έτσι για να κάνει εντυπωσιακότερη την είσοδό του στη ζεστή κοιλάδα. 
Μόλις φθάσει στο διάσελο του Σταυρού, στα 1.600 μέτρα υψόμετρο, η κατάφυτη κοιλάδα αποκαλύπτεται σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια ­ και αυτή η εικόνα είναι μοναδική. Οι ψηλές κορφές αγκαλιάζουν προστατευτικά μια σπουδαία κιβωτό ζωής. Θεόρατα μαυρόπευκα ανεβαίνουν σαν αναστάσιμες λαμπάδες προς τον ουρανό, ρόμπολα δίνουν φουτουριστικές διαστάσεις στο τοπίο με τα παράξενα σχήματά τους και οξιές ξεδιπλώνουν την παλέτα των ανοιξιάτικων χρωμάτων τους. 
Ο επισκέπτης βρίσκεται ήδη στην περιφερειακή ζώνη προστασίας του εθνικού δρυμού της Πίνδου και οι δυνατότητες του συμβατικού αυτοκινήτου εξαντλούνται εδώ. Από εδώ και πέρα ο άνθρωπος μπαίνει σε ένα ξένο σπίτι, το καταφύγιο της άγριας φύσης και θα πρέπει να λειτουργήσει με τους δικούς της κανόνες και όχι με τους δικούς του. Ο κακοτράχαλος δρόμος αριστερά διατρέχει μια πλαγιά με πολύ μεγάλη κλίση και κατηφορίζει ως το βάθος της κοιλάδας, στα όρια του πυρήνα απόλυτης προστασίας του δρυμού. Ολα απαγορεύονται εκτός από την πεζοπορία και τη συλλογή μαγικών εικόνων. 

Η Βάλια Κάλντα δεν είναι απλώς ένα όμορφο δάσος, αλλά ένα καταπληκτικό, ζωντανό τοπίο, ένα σπουδαίο οικοσύστημα. Οι μοναδικής ομορφιάς εικόνες ξεχειλίζουν από ζωή. Ακόμη και η παραμικρή αποκομμένη νερολακκούβα είναι γεμάτη βατράχια και τρίτωνες. Μόλις στερέψει, τα μικρά αυτά ζώα τυλίγονται στα σάλιο τους και περιμένουν υπομονετικά πότε θα ξαναγεμίσει νερό για να ζωντανέψουν ξανά. 
Οι έλληνες και ξένοι ειδικοί προσδίδουν στον δρυμό μοναδικό οικολογικό και ερευνητικό ενδιαφέρον γιατί συνδυάζει το τοπίο μοναδικής αισθητικής με τον βιότοπο μεγάλης ποικιλίας χλωρίδας και πανίδας και την ενδιαφέρουσα γεωμορφολογική σύνθεση σε εθνική και πανευρωπαϊκή κλίμακα. Εχουν καταμετρηθεί 30 είδη δένδρων και θάμνων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πολλά από τα οποία είναι σπάνια. Ορισμένα μάλιστα φυτρώνουν μόνο εδώ και σε κανένα άλλο σημείο της Γης, όπως η Κενταύρια η βλαχική η οποία ονομάστηκε έτσι προς τιμήν των Βλάχων που κατοικούσαν σε αυτά τα βουνά. Εδώ ο επισκέπτης ίσως έχει την ευκαιρία να θαυμάσει την παραμυθένια ομορφιά του Amanita muscaria, ενός δηλητηριώδους κόκκινου ή πορτοκαλί μανιταριού που κοινώς λέγεται «ζουρλομάνταρο». 



Στην κοιλάδα πετούν 78 είδη πουλιών και ανάμεσά τους σπάνια αρπακτικά όπως ο γύπας και ο βασιλαετός. Οκτώ από τα δέκα είδη δρυοκολαπτών που απαντώνται στην Ευρώπη υπάρχουν εδώ. Το αστέρι όμως της ιδιαίτερα πλούσιας σε σπανιότητα και αριθμό ειδών πανίδας του δρυμού είναι σίγουρα η καφετιά αρκούδα, ένα από τα πλέον απειλούμενα με εξαφάνιση είδη. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί τον σημαντικότερο ίσως βιότοπο της αρκούδας στη χώρα μας. Αλλα μεγάλα θηλαστικά, όπως το αγριόγιδο, το ζαρκάδι, ο λύκος, το αγριογούρουνο, η βίδρα, έχουν βρει εδώ ένα από τα τελευταία τους καταφύγια. Η παρουσία τους, ιδιαίτερα της αρκούδας και της βίδρας, πιστοποιεί την υγεία του περιβάλλοντος. Είναι πιθανή ακόμη και η ύπαρξη του λύγκα, του μεγαλύτερου αιλουροειδούς που υπήρχε στη χώρα μας, του ζώου - φαντομά, που η εξαφάνισή του ή μη καλύπτεται από πυκνό μυστήριο. 
Η αξία της Βάλια Κάλντα και η ανάγκη για την προστασία της έχουν αναγνωρισθεί όχι μόνο με την κήρυξή της ως εθνικού δρυμού από το 1966 αλλά και με την ένταξή της στο δίκτυο των ιδιαίτερα προστατευόμενων περιοχών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. 
Η πεζοπορία μέσα στον πυρήνα του δρυμού έχει σημείο αναφοράς το Αρκουδόρεμα, το ποταμάκι που διαρρέει την κοιλάδα και την κάνει ακόμη πιο ειδυλλιακή. Σε αυτό ζουν δύο είδη πέστροφας. Μέσα στην τόση ομορφιά οι ώρες φεύγουν σαν το γάργαρο νερό του ρέματος. Αναζήτηση των μονοπατιών μέσα στην πυκνή παραποτάμια βλάστηση από πλατάνια και ιτιές, περάσματα του ρέματος πάνω από χοντρούς κορμούς, αλλά και ο κίνδυνος να χάσει ο επισκέπτης τον προσανατολισμό του πάντα παρών. Γι' αυτό είναι απαραίτητος ο ειδικευμένος συνοδός βουνού ώστε να μπορέσει κάποιος που δεν ξέρει το μέρος να αφεθεί χωρίς ανεπιθύμητες περιπέτειες στη μαγεία του. Ο συνοδός όχι μόνο δείχνει τον δρόμο αλλά μεταδίδει και τις γνώσεις του για την πανίδα και τη χλωρίδα του δρυμού. Επίσης μπορεί ευκολότερα να διακρίνει και να αποδώσει στο σωστό ζώο τα ίχνη στο υγρό χώμα, να στρέψει τα μάτια την κατάλληλη στιγμή στον ουρανό για να παρακολουθήσει την τροχιά ενός αρπακτικού πουλιού, να ανακαλύψει κάποιο σπάνιο λουλούδι. Ολη αυτή η πανδαισία των αισθήσεων στη Βάλια Κάλντα δεν έχει τέλος. 
Η επιστροφή μπορεί να συνδυασθεί με μια επίσκεψη στο πιο κοντινό στον δρυμό χωριό, το Περιβόλι. Εδώ κάποτε οι βλάχοι τσελιγκάδες έστηναν τις καλύβες τους όταν ανέβαιναν το καλοκαίρι από τους κάμπους στο βουνό. Τώρα οι απόγονοί τους έχτισαν εδώ τα εξοχικά τους. Το χωριό αρχίζει να ζωντανεύει από το Πάσχα και βυθίζεται στη μοναξιά του τυλιγμένο στα χιόνια στις 26 Οκτωβρίου, γιορτή του Αγίου Δημητρίου, έχοντας για κατοίκους μόνο δύο φύλακες. Την εποχή της ζωντάνιας του, στην πλατεία λειτουργούν ταβέρνες με παράδοση στις σούβλες και στα ψητά. Εκεί υπάρχει και η θαυμάσια παλιά εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, κτίσμα του 18ου αιώνα. 

Αυτόματος αριθμός κλήσης: 0462 
Πώς θα πάτε 
Οδικώς από την Αθήνα ως τα Γρεβενά 417 χλμ. και από τη Θεσσαλονίκη 193 χλμ. Με λεωφορείο του ΚΤΕΛ από την Αθήνα, τηλ. 5126.833 και από τη Θεσσαλονίκη, τηλ. 031 517065. Πρακτορείο Γρεβενών, τηλ. 22242, 28637. Γρεβενά - Ζιάκας 21 χλμ. και Ζιάκας - Σπήλαιο 5 χλμ. Βενζινάδικα λειτουργούν στα Γρεβενά, στους Μαυραναίους και στην Κρανιά. 

Πού θα μείνετε 
Στο Σπήλαιο, στους ξενώνες των Κ. Σιούλα τηλ. 92214 και Σ. Μίχου τηλ. 92274 και 92333. Στον Ζάκα, στον ξενώνα του Γ. Μπάινα, τηλ. 96274. Στο Περιβόλι, στο ξενοδοχείο «Πέρδικα», τηλ. 74204. 

Πού θα φάτε 
Στο Σπήλαιο, στην ταβέρνα «Βράχος» του Δεληγιάννη γαλακτοκομικά, όπως «ανεβατό», «χτυπητή», φέτα, αλλά και την καλύτερη «τηγανιά», στην ταβέρνα του Θεοδώρου κεμπάπ από πρόβατο. Στα Γρεβενά, στην ταβέρνα του Γκέκα μέσα στην πόλη κοκορέτσι και κοντοσούβλι και στου Ζαμπέκα κεμπάπ από αρνί και πρόβατο και σπληνάντερο. Γενικά στην περιοχή φτιάχνουν χορτόπιτες, κολοκυθόπιτες, τραχανόπιτες, πρασόπιτες, πρασοκεφτέδες και ζαχαρόπιτες. Νόστιμες είναι και οι πέστροφες. 

Οργανωμένες εκδρομές 
Οι οργανωμένες εκδρομές σάς εξασφαλίζουν όχημα με κίνηση και στους τέσσερις τροχούς και ειδικευμένο συνοδό βουνού ο οποίος γνωρίζει τα μυστικά του δρυμού όπως και τα μονοπάτια για την πεζοπορία μέσα στον πυρήνα του. Οργανωμένες εξορμήσεις διοργανώνουν η Trekking Hellas από την Αθήνα, τηλ. 3310.323-6 και από τη Θεσσαλονίκη, τηλ. 031 242190, όπως και το Γραφείο Υποστήριξης Οικοαγροτουρισμού Γρεβενών, τηλ. 85032 - 80293 με συνοδό βουνού τον δασολόγο κ. Τόλη Διανέλλο. 
Μοτοσικλέτα 
Μοτοσικλετιστικός Ομιλος Γρεβενών, τηλ. 28404.

Δεν υπάρχουν σχόλια: