Μια
πρωτότυπη νέα Οδύσσεια ξαναγραµµένη από έναν σύγχρονο δηµιουργό. Ο Μιχάλης
Γκανάς ξαναγράφει και ξαναλέει την Οδύσσεια µε τον δικό του τρόπο, βάζοντας µέσα
στο κείµενο στοιχεία από την πλούσια γλωσσική µας παράδοση.
Θυµήθηκε
ολοκάθαρα εκείνη την ηµέρα
που
διάβηκε στερνή φορά την όµορφη καµάρα
να
πάει στα καράβια του, έτοιµα να σαλπάρουν
για
την Αυλίδα τη µικρή και τη µεγάλη Τροία.
Με
τον λαό τριγύρω του, την Πηνελόπη πλάι
και
τον Τηλέµαχο µωρό να κλαίει και να χτυπιέται
σαν
να ’ταν Κάλχας κι έβλεπε το τι τους περιµένει:
αυτόν
και τη φαµίλια του, τους Έλληνες, τους Τρώες,
τον
Αγαµέµνονα σφαχτό, τον Έκτορα γδαρµένο,
την
Κλυταιµνήστρα φόνισσα και θύµα του παιδιού της,
τον
Αστυάνακτα αλοιφή —αχ, γκρεµοτσακισµένο—,
τη
Χρυσηίδα κόκκινη, στο αίµα της πνιγµένη,
τον
Αχιλλέα άψυχο, άσπρο σαν κιµωλία
και
τ’ άλογά του αθάνατα να κλαιν τ’ αφεντικό τους,
δροµέα,
και πολεµιστή, και µέγα αλογατάρη,
που
’χε κορµί αθάνατο απ’ την κορφή ως τα νύχια
και
µοναχά στο πόδι του τ’ αδύνατο σηµείο,
ολίγη
σάρκα και θνητή σαν φέτα πορτοκάλι.
Αχίλλειος
η φτέρνα του και πέρασµα θανάτου
κι
εκεί βρήκε να καρφωθεί το βέλος του φονιά του.
Μόνο
η Ελένη έµεινε Ωραία και µοιραία
του
Μενελάου φυσικά και του ωραίου Πάρη.
Της
Σπάρτης η βασίλισσα και όλεθρος της Τροίας
ή
αδειανό πουκάµισο, στην Αίγυπτο χαµένη
ανάµεσα
σε φοινικιές, και µύγες, και χουρµάδες
σαν
έπαθλο για βασιλείς που γίναν κερατάδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου