Αυτό που ζητεί σύσσωμη η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση δια των οργάνων της
απο την Ελλάδα είναι η εφαρμογή των συμφωνιών που (αναγκαστικά) συνήψε. Τις
οποίες ως γνωστόν (και στους Ευρωπαίους εταίρους) δεν μπορεί να εφαρμόσει καμιά
κυβέρνηση, όποια πολιτική καταγωγή και προασανατολισμό κι αν
έχει.
Εκτός αν πρόκειται για κάποιο ακραιφνές
νεοφιλεύθερο σχήμα αποτελούμενο απο πολιτικά στέλέχη, καθηγητές, αρθρογράφους,
αναλυτές, σαν κι αυτούς που διαβάζουμε (τις Κυριακές κυρίως, που έχουμε χρόνο)
σε καθεστωτικές εφημερίδες κύρους προκειμένου να δούμε μέχρι που μπορεί να
φθάσουν αλλά και πόσο πρόθυμο ευρωλάγνο πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό
υπάρχει στη χώρα. Άλλωστε αυτή την πενταετία, πρόθυμους να συμφωνήσουν με τους
εταίρους-δανειστές συναντήσαμε πολλούς, ή έστω αρκετούς. Όχι μόνο εργοδότες που
υπαγόρευαν σε συνεργάτες της τρόικας (ντόπιους και αλλοδαπούς ) πως και τι να
φορολογήσουν, τι να ζητήσουν για απολύσεις και περικοπές, τι να επιβάλλουν στον
κατώτερο μισθό και τις άλλες απολαβές, αλλά και φανατικούς φεντεραλιστές
διανοούμενους που έβλεπαν και βλέπουν το μέλλον της χώρας μόνο μέσα απο τη
συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό σχήμα. Όποιο κι αν είναι αυτό, όσο κι αν φέρνει
μέτρα δυσβάστακτα από τις κοινωνίες, ακατανόητα για τον μέσο νου και ιδεολογικά
προσδιορισμένα. Γιατί τα πράγματα δεν είναι τόσο αθώα ή τόσο θολά. Κάθε
άλλο.
Οι κανόνες
και τα προγράμματα κινούνται και εφαρμόζονται στη βάση διατήρησης και προστασίας
του πολιτικού συμφέροντος που διαμορφώθηκε τη δεκαετία 2000-2010 και αποτελεί
πλήρη δικαίωση της «δημοκρατίας των αγορών» και της σύγχρονης Δεξιάς. Η
επικράτηση ενός συγκεκριμένου μοντέλου διαχείρισης της κοινωνίας (διότι περί
αυτού πρόκειται, όχι μόνο διαχείρισης της οικονομίας και των επιτοκίων των
τραπεζών...) οδηγεί σε εξ ορισμού καταστολή δικαιωμάτων και κεκτημένων : Αυτό
εφαρμόζεται τιμωρητικά στους ενοχοποιημένους νότιους (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία,
Πορτογαλία, Ιταλία - και Ιρλανδία που κοινωνικά η γραφειοκρατία των Βρυξελλών
την κατατάσσει στο νότο) με τη συναίνεση ή την ενθουσιώδη κατάφαση
κεντροευρωπαίων και βορείων προτεσταντών, και, αθόρυβα στους άχρωμους
ταλαιπωρημένους απο τον υπαρκτό σοσιαλισμό βόρειους. Στην περίπτωσή τους η
εφαρμογή άθλιων αντικοινωνικών, κατασταλτικών μέτρων είναι σχετικά εύκολη αφού
αρκετοί λαοί είναι έτοιμοι και πρόθυμοι να δεχθούν οτιδήποτε δεν θα τους
ξαναγυρίσει στη εποχή της Σοβιετικής ΄Ενωσης. Κυρίως χώρες που είχαν και έχουν
παραδοσιακή σχέση με τη Γερμανία (Βαλτικές : Λιθουανία- Λετονία- Εσθονία,
Σλοβακία, Κροατία) αλλά και άλλες που δεν είχαν καλή σχέση μαζί της αλλά απλώς
σιχαίνονται κάθε σχέση και επαφή με τη Ρωσία όπως κι αν λέγεται αυτή, Ρωσία
σήμερα- ΕΣΣΔ πριν, όπως η Πολωνία εφαρμόζουν αγόγγυστα απάνθρωπα προγράμματα.
Ενδεχομένως έχει παίξει ρόλο στη στάση τους η ακούσια «εκπαίδευση» στη
διαδικασία της υπακοής αλλά και ο φόβος να ξαναγεννηθεί στις χώρες τους (αν δεν
κάνουν όσα επιβάλλει η δημοκρατία που όψιμα γνώρισαν) κάτι που ταυτίζουν με
εφιάλτη.
Όλα
τα προγράμματα στέρησης και αναδιανομής του πλούτου υπέρ των ισχυρών ονομάζονται
μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα, η μαζική εισβολή μνημονίων, στερήσεων, περικοπών
μισθών και συντάξεων και απώλειας του μισού εισοδήματος για τους περισσότερους,
η λέξη «μεταρρυθμίσεις» (που όχι τυχαία χρησιμοποιείται στον πληθυντικό
προκειμένου να καταδειχθεί απο τους δανειστές η έκταση των αλλαγών που θέλουν να
γίνει στην ελληνική κοινωνία) κατέστη εχθρική. Όταν οτιδήποτε αλλάζει προς το
χειρότερο για τη ζωή των ανθρώπων αποκαλείται μεταρρύθμιση, είναι προφανές ότι η
λέξη καθίσταται απο ύποπτη έως εχθρική. ΄Ηδη, έχουμε ξεπεράσει το «ύποπτη» και
ζούμε το «εχθρική». Είναι ίσως η μόνη συλλογική αντίσταση που λειτουργεί
αποτελσματικά, να καταλαβαίνουμε έγκαιρα τη διπλή ταυτότητα λέξεων και εννοιών.
Τουλάχιστον ορισμένων απο αυτές.
Του Άρη Κοσώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου