Γράφει ο Αθανάσιος Δημ. Στράτης
Εξ Ελαίας Θεσπρωτικού Πρεβέζης
Κλειδωνιά Κονίτσης. Ένα χωριό από τα ομορφότερα της επαρχίας, δίπλα στον Βοϊδομάτη, στο τελείωμα του γόνιμου κάμπου. Ένα χωριό, που οι ρίζες του βρίσκονται ψηλά στο βουνό της Τύμφης και στις προεκβολές αυτής, Τσούκα και Κούλα, σε υψόμετρο 950 μέτρα. Εκεί απ’ όπου αγναντεύει κανείς ένα γύρο όλο τον κόσμο, μέχρι βαθιά στην Αλβανία. Ένα χωριό που η ιστορία του ανάγεται σε βάθος αιώνων (περισσότερα στην ιστοσελίδα (romianews, Κλειδωνιά Κονίτσης).
Δυστυχώς η ιστορία του δεν έχει ολοκληρωμένα καταγραφεί. Τούτες οι γραμμές (αφιερωμένες στον κλειδωνιαστινό αδελφικό φίλο και κουμπάρο μου Άγγελο Δημ. Καραφλιά), ας είναι το κέντρισμα και η αρχή για κάποιον που πραγματικά αγαπάει την Κλειδωνιά, ώστε η λήθη να μη πάρει μαζί της την ιστορία και την παράδοση του χωριού.
Κλειδωνιά στα ψηλά
Βρισκόμαστε στο έτος 1893, όταν τα σύνορα του ελεύθερου Ελληνικού κράτους έφθαναν στην Άρτα και στη Θεσσαλία και τα μέρη της υπόλοιπης Ηπείρου, όπως και της βορείου Ελλάδας βρίσκονταν ακόμα υπό τον τουρκικό ζυγό. Τότε που ο τόπος υπέφερε τα πάνδεινα από τους Τούρκους, αλλά λυμαίνονταν και από όλων των ειδών ληστές.
Βρισκόμαστε στα ψηλά της Κλειδωνιάς, στο παλιό χωριό (Από Λιτονιάβιστα άλλαξε το όνομα το 1953. Το 1940 είχε 380 κατοίκους και το 2011 μόνο 12), όταν στην σημερινή «καμπίσια» Κλειδωνιά υπήρχαν μόνο λιγοστές καλύβες αγροτών και κτηνοτρόφων κλειδωνιαστινών.
Μια πρώτη ανταπόκριση από την περιοχή, περιήλθε στις σελίδες της εφημερίδας «Φωνή της Ηπείρου» (φύλλο 44, 16 Ιουλίου 1893, σελ. 2) (εκδίδονταν στην Αθήνα από τον Γ. Γάγαρη). Στην ανταπόκριση γίνεται λόγος για ληστεία στην Κλειδονιάουστα (παλιό όνομα της Κλειδωνιάς). Παρατίθεται το πλήρες κείμενο:
«-Εν Ζαγορίω εγένετο γνωστόν ότι περιφέρονται λησταί μετημφιεσμένοι ως χωροφύλακες (τζαντάρηδες) και λυμαίνονται τα χωρία. Η διοίκησις Ιωαννίνων άμα έλαβεν γνώσιν της τοιαύτης ειδήσεως απέστειλε στρατιωτικόν απόσπασμα προς καταδίωξιν των ληστών τούτων.
-Την παρελθούσαν εβδομάδα δύο κάτοικοι του χωρίου Κλυδωνιάστης της επαρχίας Κονίτσης (χωρίου κειμένου παρά τον Βοϊδομάτη) τον ληστήν μετερχόμενοι εγνώσθη ότι είχον μεταβή εις το χωρίον αυτών. Ονομάζονται δε ο μεν είς Χαρίσης ο δε άλλος Περικλής. Προ ετών αναχωρήσαντες εκ πατρίδος ειργάζοντο εν Σερβία, αλλ’ εσχάτως είχον τραπή εις τον ληστρικόν βίον και ηνώθησαν μετ’ άλλης συμμορίας, ήτις πρό ολίγων ημερών συνεπλάκη εν Ελασσώνι μετά στρατιωτικών οθωμανικών αποσπασμάτων. Κατά την συμπλοκήν ταύτην εφονεύθη ο αρχηγός της συμμορίας και οι διασωθέντες λησταί ετράπησαν εις διαφόρους διευθύνσεις, οι δε άνω αναφερόμενοι ήλθον εις Κλυδωνιάσταν όπου έμειναν μόνον μίαν νύκτα. Οι κάτοικοι Κλυδωνιάστης μαθόντες την εις το χωρίον διαμονήν τών δύο ληστών ειδοποίησαν αμέσως τας αρχάς Κονίτσης. Στρατός δε αποσταλείς εκ Κονίτσης δεν κατώρθωσε να τους συλλάβη. Αντί δε των ληστών ήχθησαν εις Κόνιτσαν και εφυλακίσθησαν ο ηγούμενος της μονής Κλυδωνιάστης, κάποιος Αλέξιος και τινές άλλοι εκ του χωρίου τούτου θεωρηθέντες ως λησταποδόχοι. Και ο μεν Αλέξιος συνελήφθη διότι, όταν οι νυν λησταί Χαρίσης και Περικλής ανεχώρησαν πρό ετών, εις το ταξείδιον, είχε δώσει ούτος εγγύησιν δι’ αυτούς ίνα τους δοθεί διαβατήριον όπως δι’ όλους τούτο γίνεται. Και τώρα τι πταίει αυτός εάν εκείνοι αντί να μείνωσιν εργαζόμενοι εν Σερβία έγειναν λησταί; Ο δε ηγούμενος συνελήφθη διότι είνε συγγενής ενός των ληστών, και διότι, ως λέγεται εν τη οικία του ευρέθη όπλον σασεπώ».
Από τα βουνά της
Μια εβδομάδα αργότερα, σε νέα ανταπόκριση, περιγράφονται τα δεινά των κατοίκων, με αφορμή την ληστεία:
«Φωνή της Ηπείρου», φύλλο 45, 23 Ιουλίου 1893, σελ. 1.
«Οποία η κατάστασις.
Φρίκην προξενούσιν όσα ο εξ Ιωαννίνων ανταποκριτής γράφει περί των ληστών της Κλειδωνιαούστης περί των οποίων και εν προηγουμένω φύλλω περιληπτικώς ανεφέραμεν.
Τα στρατιωτικά αποσπάσματα μεταβάντα εις Κλειδωνιάουσταν αντί να τραπώσιν εις την καταδίωξιν και ανακάλυψιν των δύο εκείνων αχρείων ληστών συνέλαβον άπαντας τους βοσκούς, πολίτας αθώους και ημέρους και τους εσάπισαν εις το ξύλο. Αγνοούμεν εάν αι οιμωγαί των ατυχών τούτων πλασμάτων αφικνούντο μέχρι των χρυσών θρόνων του Αβδούλ Χαμήτ, αγνοούμεν εάν όντως η Α. Μ. επαγρυπνεί εις την απονομήν δικαιοσύνης εις τους υπηκόους Αυτού και εάν ενδιαφέρηται υπέρ της ευημερίας αυτών. Από του παρελθόντος Σεπτεμβρίου φωνάζομεν ότι ο γενικός της Ηπείρου διοικητής, ο βαλής των Ιωαννίνων, εργάζεται συστηματικώς να καταστρέψη το γόητρον του Σουλτάνου και καταστήση Αυτόν μισητόν εις τους υπηκόους του. γεγονότα διάφορα ήλθον εις επικουρίαν των λόγων ημών τούτων. Η Ήπειρος ολόκληρος μετεβλήθη εις νεκροταφείον, χάρις εις τον βαλήν Ιωαννίνων, όστις εις όλας αυτού τας ενεργείας εξοκέλλει εις καταπιέσεις και τυραννίας ανηκούστους. Αυτός ανεστάτωσε τα Ιωάννινα με το δημαρχιακόν ζήτημα, αυτός κατεθορύβησε το Πάπιγκον και έρριψεν εις τας φυλακάς δι’ όλως ανόητον αιτίαν τους κατοίκους αυτού, οι οποίοι μετά τετράμηνον φυλάκισιν αφέθησαν ελεύθεροι χάριν του χρυσίου, αυτός ήδη με το ζήτημα της ληστείας επιφέρει παντού καταστροφήν και ενσπείρει τον πανικόν. Ό,τι οι λησταί παραλείπουν συμπληρεί η εξοχότης του. ξύλο, φορολογία, αρπαγή, ξεγύμνωμα. Ιδού αι συμβουλαί τας οποίας δίδει εις τα όργανά του. Είνε προτιμότερον να αφεθώσιν οι λησταί ακαταδίωκτοι διότι εκείνοι θα ληστεύσωσιν δύο ή τρείς πολίτας, ενώ τα προς, δήθεν, καταδίωξιν εξερχόμενα αποσπάσματα καταστρέφουσι και ερημούσιν ολοκλήρους κοινότητας. Ας απαλλαγή τέλος η Ήπειρος από βαλήν τόσον καταπιεστικόν, άδικον και άσπλαγχνον. Η φιλανθρωπία επιβάλλει τη Α. Μ. τω Σουλτάνω να μελετήση την κατάστασιν της Ηπείρου εν ή τα πάντα διαπράττονται άνευ ουδενός ελέγχου. Τούτο μόνον δυνάμεθα να είπωμεν περί του γενικού διοικητού αφού δεν δύναται να καταστείλη τας παρανομίας των οργάνων του τουναντίον δε υποθάλπει και ενθαρρύνει ταύτας. Διότι ουδείς άλλος από αυτόν είνε αρμοδιώτερος και υπεύθυνος»
Και στο ίδιο φύλλο 45, της 23 Ιουλίου 1893, στις επόμενες σελίδες 2 και 3.
«Οι δύο λησταί Κλειδονιαούστης – Τούρκος αξιωματικός ενεργών ανακρίσεις – Ξύλο και άγιος ο Θεός – Περισυλλογή όπλων.
Περί των ληστών Κλειδωνιαούστης επιστέλλουσιν ημίν τα εξής:
Μέχρι πρό τινος Χαρίσιός τις Οικονόμου μετά τινος άλλου αμφότεροι εκ Κλειδονιαούστης χωρίου της επαρχίας Κονίτσης και άλλοι δύο εκ Κοζάνης της Μακεδονίας επιληψίμου παρελθόντος ειργάζοντο ως υπάλληλοι εις Νύσσαν της Σερβίας. Οι εκ Κλειδονιαούστης ελθόντες εις ρήξιν προς τους εκεί κυρίους των εδήλωσαν πολλοίς των εκεί, ότι θα ανεχώρουν δια το Βελιγράδιον και εκείθεν δια την Ρωμουνίαν προς εξεύρεσιν βιοποριστικωτέρου έργου. Μετ’ αυτών όμως ταυτοχρόνως ανεχώρησαν και οι εκ Κοζάνης. Μετ’ ού πολύ οι εκ Κλειδονιαούστης έγραψαν επιστολήν εκ Βελιγραδίου δήθεν προερχομένην προς τινα των εν Νύσση πατριωτών των αναγγέλλοντες αυτώ, ότι ανεχώρουν δια την Ρωμουνίαν, διότι εις Βελιγράδιον δεν ηδυνήθησαν να εύρωσιν εργασίαν αλλ’ ο λήπτης της επιστολής πριν ή αποσφραγίση αυτήν παρετήρησεν επί του φακέλου ταχυδρομικήν σφραγίδα Βράνιας και ανυπομονών απεσφράγιζε την επιστολήν, ίνα ίδη τον εκ Βράνιας γράφοντα αυτώ, ότε αίφνης εξεπλάγη ιδών εντός της επιστολής Βελιγράδιον. Το ανεξήγητον τούτο της σφραγίδος και η αναχώρησις των επιστελλόντων μετά των Κοζανιτών ήγειραν εν αυτώ την υπόνοιαν, ότι ούτοι ηκολούθησαν όχι την εις Βελιγράδιον και Ρωμουνίαν αλλά την εις Βράνιαν και εκείθεν εις πατρίδα άγουσαν επί σκοπώ όχι καλώ πιθανώς. Διό και την υπόνοιάν του ταύτην ανεκοίνωσε και άλλοις των εκεί συμπατριωτών του, οίτινες αυθωροί έγραψαν εις Κλειδονιάουσταν διαπυνθανόμενοι παρά των εκεί, εάν ο Χαρίσης Οικονόμου μετά του άλλου μετέβησαν τυχόν εκεί ή όχι και συγχρόνως εφιστώντες την προσοχήν τών εκεί δι’ ούς είπον λόγους. Ότε δε μετ’ ού πολύ επιστολαί τών οικείων των εν Κλειδονιαούστη εβεβαίωσαν τους εν Νύσση, ότι τα δύο αυτά πρόσωπα δεν ενεφανίσθησαν εκεί, τότε ανεκοίνωσαν τας υπονοίας των εις τον εν Νύσση πρόξενον τής Τουρκίας, όστις και ετηλεγράφησε περί τούτου εις τε τα Ιωάννινα και εις την Κοζάνην. Αλλ’ εν τω μεταξύ έτερα σχετικά βεβαίως γεγονότα έλαβον χώραν εν Κλειδονιαούστη καταταράξαντα τους εκεί ως και τους εν τη αλλοδαπή εργαζομένους. Γυνή τις πτωχή μετά διήμερον εις τον μίαν και επέκεινα ώραν από του χωρίου απέχοντα κάμπον εργασίαν, επέστρεψεν εις το χωρίον, όπου παρετήρησεν ότι το μοναχό της δαμαλάκι όπερ έβοσκεν εις τα πέριξ του χωρίου βοσκήσιμα μέρη έλλειπε. Μετά και άλλης συγγενούς της γυναικός ετέθη επί τα ίχνη του, αλλ’ ατυχώς προς μεγίστην λύπην της και επίμετρον της δυστυχίας της, πρίν ή απομακρυνθή πολύ, μόλις τέταρτον της ώρας διάστημα πέραν του χωρίου εις μέρος απόκεντρον εύρε το δέρμα του μοσχαριού της και παρ’ αυτώ το μέρος εν ώ προσφάτως είχε σφαγή τούτο επιστρέψασα ανήγγειλε εις τους χωριανούς, οίτινες παραυτίκα μεταβάντες εις το μέρος παρετήρησαν ότι ίχνη σταγόνων αίματος επρόδιδον τους σφαγείς του μοσχαριού ως μεταβάντες εις την από πολλού έρημον κατοικίαν του Χαρισίου Οικονόμου. Μετά χωροφυλάκων, ούς προσεκάλεσαν εκ του ολίγον απέχοντος σταθμού Βοϊδομάτι, εισήλθον εις την οικίαν και εβεβαιώθησαν, εξ όσων είδον, ότι την προτεραίαν ίσως εφαγώθη εκεί το μοσχάρι. Έχοντες δε υπ’ όψιν και τα προηγούμενα, ειδοποίησαν παρευθύς εις τας αρχάς Κονίτσης το γεγονός μετά των προηγουμένων οπόθεν την επομένην είς μουλιαζίμης μετά 25 στρατιωτών αφίκετο εις Κλειδονιάουσταν. Ο αξιωματικός ούτος, δια τρόπου φρίκην και τρόμου εμποιούντος, αφού επί ποδός έκαμεν ανακρίσεις τινάς εις τους χωριανούς και ιδία εις εκείνους, οίτινες είχον το ατύχημα να ώσι συγγενείς του Χαρισίου Οικονόμου, προέβη εις ερεύνας κατ’ οίκον και αστοχήσαν όλως του σκοπού δι΄ όν είχε μεταβή εκεί, ήρξατο να λαμβάνη μεθ’ εαυτού τα οπισθογεμή δίκανα κυνηγετικά όπλα, όπου εύρισκε τοιαύτα ως και έν όπλον Σασεπώ, όπερ εύρεν εν τω οίκω του πρώην ηγουμένου Βελλάς κ. Γρηγορίου και όπερ ούτος έφερε πάντοτε μεθ’ εαυτού ηγούμενος ών Βελλάς και ενταύθα εις Ιωάννινα ακόμη, όταν ήρχετο προς ασφάλειάν του, όπως και εις Κόνιτσαν οσάκις κατά τα προηγούμενα έτη της ληστείας μετέβαινεν. Αλλά δεν ηρκήσθη εις ταύτα, διέταξε να έλθουν ενώπιόν του πάντες οι ποιμένες και οι ποιμενικόν βίον διάγοντες κάτοικοι εκ Κλειδονιαούστης, τους οποίους ακριβώς ειπείν εσάπισεν εις το ξύλον. Μη δυνηθείς δε να ανακαλύψη τι εκ τούτων παρέλαβε μεθ’ εαυτού τον ηγούμενον και απάντας τους ευρεθέντας εκεί προκρίτους μετά και των κατασχεθέντων όπλων και μετέβη εις Κόνιτσαν, όπου πάντες ούτοι οίτινες ετόλμησαν να ζητήσωσι προστασίαν παρά της κυβερνήσεως κατ’ ενδεχομένης ληστείας ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, του ηγουμένου, τεθέντος υπό κράτησιν εν τη ιερά Μητροπόλει Κονίτσης. Μη χειρότερα!
Η διοίκησις Ιωαννίνων κατόπιν της τηλεγραφικής, ως είρηται, ειδήσεως του εν Νύσση προξένου έλαβεν αυστηρότατα μέτρα διατάξασα τας στρατιωτικάς αρχάς τόσον της Κονίτσης ως και τας του Τσεπελόβου να αγρυπνώσι διό και νυχθημερών στρατιωτικά αποσπάσματα δύο ευρίσκονται εις κίνησιν περί την Κλειδονιάουσταν και το ολίγον απέχον Πάπιγγον καθ’ όσον διαδόθη, ότι οι εκ Νύσσης αναχωρήσαντες εσκόπουν να αποτελέσωσι συμμορίαν και αιχμαλωτίσωσι πρόσωπον εκ Παπίγκου. Η δραστηριότης αύτη μεθ’ ής η Α. Ε. ο Νιβζή πασσάς επελάβετο της καταδιώξεως της ληστείας είνε όντως αξία παντός επαίνου, αλλ’ αφετέρου ο τρόπος μεθ’ ού προσηνέχθησαν προς τους εκ Κλειδονιαούστης αι αρχαί Κονίτσης είνε πάντη ανεξήγητος. Θα ηδύναντο επωφελέστερον αι αρχαί Κονίτσης να ενεργήσωσιν υπέρ των υπηκόων της Α. Μ. του Σουλτάνου, εάν εφρόντιζον να συλλάβωσι τους Αλβανούς εκείνους, οίτινες υπό τα όμματα αυτών τών αρχών και ωπλισμένοι από κεφαλής μέχρι ποδός περιπατούσιν εις τους δρόμους Κονίτσης, Λεσκοβικίου και άλλων μερών από καιρού δε εις καιρόν διαπράττουσι τας μεγαλειτέρας κακουργίας οίον κλοπάς καταστημάτων, κλοπάς ζώων, ληστεύσεις οδοιπόρων και φόνους αυτούς ακόμη, να τους αφοπλίσωσι, και να τους φυλακίσωσι, ουχί δε ανθρώπους ησύχους και εντιμοτάτους οίον τους εκ Κλειδονιαούστης διότι ευρέθησαν εις τους οίκους των δίκανα τινα όπλα άπερ ούτοι εργαζόμενοι εις Βλαχίαν, Σερβίαν και αλλαχού έφερον εις την πατρίδα των ίνα κατά το διάστημα της εκεί διαμονής των έχωσιν αφ’ ενός μίαν χάριν ασφαλείας των, αφ΄ ετέρου δε και χάριν κυνηγίου».
Κτίρια με ιστορία αιώνων
Ένα μήνα αργότερα έρχονται τα καλά νέα.
Φύλλο 49, 20 Αυγούστου 1893, σελ. 3.
«-Η εν Κλειδονιαούστη εμφανισθείσα ληστρική συμμορία διελύθη εντελώς των τουρκικών αποσπασμάτων δραστηρίως καταδιωξάντων αυτήν. Λέγεται δ’ ότι οι συμμορίται φεύγοντες την καταδίωξιν των τουρκικών αποσπασμάτων εισήλθον εις Θεσσαλίαν και ως άγνωστοι διήλθον εκ Τρικάλων».
Τούτη η κατάστασις επικρατούσε σε όλη την Ήπειρο, όπως φαίνεται και παρακάτω:
«Φωνή της Ηπείρου», φύλλο 50, 27 Αυγούστου 1893, σελ. 3.
«ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΔΙΑΦΟΡΑ
Η κατάστασις εν Ηπείρω
Πρέπει να ομολογήσωμεν ότι το θέρος μέχρι σήμερον διέρρευσε χωρίς να συμβή καμμία από τας φοβεράς εκείνας ληστείας αίτινες άλλοτε κατετάρασσον και αι οποίαι συνετέλεσαν να εκπατρισθώσιν όχι ολίγοι Ηπειρώται, να εγκαταλείψωσι τας πατρίους εστίας πάντες σχεδόν οι ευπορούντες ως μη όντες βέβαιοι περί της ασφαλούς διαβιώσεώς των εν Ηπείρω. Πολύ συνετέλεσεν η αυστηρά καταδίωξις την οποίαν διενήργησεν η διοίκησις Ιωαννίνων εναντίον όλων των κακοποιών οίτινες ενεφανίζοντο εν Ηπείρω. Είνε τούτο τεκμήριον του ότι δεν δύναται να υπάρξη εν Ηπείρω ληστεία εάν δεν υποθάλπηται υπό των οργάνων της κυβερνήσεως. Είπομεν και επανελάβομεν χιλιάκις ότι εάν η διοίκησις Ιωαννίνων επιθυμεί αληθώς την ησυχίαν του τόπου ευκόλως δύναται να το επιτύχη. Εν παντί διαβήματι αυτής θα έχη την υποστήριξιν των κατοίκων. Εκεί δεν υποθάλπουν τους ληστάς ή εξ ανάγκης. Όταν βεβαιωθούν ότι η κυβέρνησις συστηματικώς καταδιώκει αυτούς τότε ως συνεργάται της κυβερνήσεως επέρχονται οι κάτοικοι. Μέχρι τούδε δεν εγένετο ειλικρινής καταδίωξις και πολλάκις απεδείχθη και εμαρτυρήθη ότι και οι καταδιώκοντες τους ληστάς είχον μερίδιον εις τας γενομένας αρπαγάς. Το λυπηρόν είνε ότι τα στρατιωτικά αποσπάσματα (κοσιάδες) και οι διοικηταί αυτών περιπολούντες εις τα χωρία συλλαμβάνουν αθώους πολίτας τους οποίους σαπίζουν στο ξύλο όπως υποδείξωσι τους ληστάς τους οποίους δεν γνωρίζουν και εις άλλας εκτρέπονται βιαιοπραγίας περί ών άλλοτε θ’ ασχοληθώμεν. Τα τελευταία ταύτα αμαυρούσι τας ενεργείας της διοικήσεως Ιωαννίνων. Ήμεθα πρόθυμοι να επαινώμεν πάν καλόν μέτρον και πάσαν δικαίαν ενέργειαν αυτής, άς μη εξοργίζηται όμως οσάκις διεκτραγωδούμεν παρανομίας και αυθαιρεσίας τας οποίας δεν δύναται να διαψεύση……………
-Η γενική διοίκησις Ιωαννίνων ειδοποίησε την ελληνικήν κυβέρνησιν ότι επειδή πολλοί φυγόδικοι καταδιωκόμενοι εξ Ελλάδος καταφεύγουσιν εις Ήπειρον θα υποβάλλονται πάντες οι φέροντες ελληνικά διαβατήρια εις αυστηράν εξέτασιν και δέον όπως έχωσιν οι φέροντες ταύτα εν τάξει και επιθεωρημένα υπό των τουρκικών προξενείων».
Λίγους μήνες αργότερα στις σελίδες της εφημερίδας γίνεται πάλι λόγος για την Κλειδονιάουστα:
«Φωνή της Ηπείρου», φύλλο 65, 10 Δεκεμβρίου 1893, σελ. 1.
«ΕΞ ΙΩΑΝΝΊΝΩΝ
20 Νοεμβρίου 1893
(Ιδιαιτέρα αλληλογραφία της «Φωνής της Ηπείρου»)
Η Γλυτωνιάουστα – Δώδεκα κάτοικοι ελησμονήθησαν εις τας φυλακάς – Αι αρχαί Κονίτσης θέλουν φαίνεται μπαξίσι – Ο Θεός και ο Σουλτάνος να ευσπλαχνισθή τους τυραννουμένους.
Κατά το θέρος, ως γνωρίζεται, αφίκοντο εκ Σερβίας δύο κάτοικοι Γλυτονιαούστης της Κονίτσης, οίτινες ήσαν μέλη ληστρικής συμμορίας κρυφίως εις το χωρίον των και αφού έμειναν εντός ερήμου τινός οικίας επί δύο ημέρας απήλθον χωρίς ουδείς να γνωρίζη. Ελέχθη και αναγράφη εν τη «Φωνή της Ηπείρου» ότι ούτοι εισήλθον εις το ελληνικόν έδαφος και δια Τρικάλων έλαβον άγνωστον διεύθυνσιν. Οι κάτοικοι Γλυτωνιαούστης άμα είχον πληροφορηθή την εμφάνισιν τών δύο τούτων επιφόβων ανθρώπων εις το χωρίον αυτών εθορηβήθησαν και έσπευσαν αμέσως να ειδοποιήσωσι τας αρχάς Κονίτσης όπως λάβωσι τα κατάλληλα μέτρα και καταδιώξωσιν αυτούς. Βεβαίως πάς πολίτης είχε καθήκον, επί τη εμφανίσει ανθρώπων οίτινες υπήρξαν λησταί να ειδοποιήση τας αρχάς ίνα αυταί δι’ επιτηδείου καταδιώξεως τους αναγκάσωσιν ή να παραδοθώσιν ή επί τέλους να εγκαταλείψωσι την Ήπειρον και ουδέν διαπράξωσιν κακούργημα. Αντί όμως αι αρχαί Κονίτσης να προβώσιν εις τοιαύτα διαβήματα, αντί να εξέλθωσι των ορίων της πόλεως και συντόνως εξετάσωσι πού οι λησταί μετέβησαν εγκατεστάθησαν εις Γλυτωνιάουσταν και συνέλαβαν τον ηγούμενον της εκεί μονής και άλλους περί τους επτά και ήρχισαν αλύπητο ξύλο: ή μας παραδίδετε αμέσως τους ληστάς ή θα σας σκοτώσωμεν. Εζήτησαν ως βλέπετε να παραδώσωσι ληστάς των οποίων κατήγγειλαν την εμφάνισιν και τους οποίους, εάν εγνώριζον που είχον καταφύγει, αναμφιβόλως δεσμίους θα παρέδιδον εις την εξουσίαν δια το ίδιον αυτών συμφέρον και δια την ασφάλειαν της περιουσίας των. Εάν ήσαν θαυματοποιοί μάγοι θα έπλαττον δύο τοιούτους ανθρώπους όπως τους παραδώσωσιν εις τας αρχάς Κονίτσης και απαλλαγώσι των βασάνων τα οποία υφίσταντο. Έκτοτε παρήλθε τόσος χρόνος και πάς τις θα επίστευεν ότι αι αρχαί επείσθησαν περί της αθωότητος των κατοίκων και της πλήρους αυτών αγνοίας του καταφυγίου των ληστών και θα έπαυον πάσαν κατ’ αυτών άδικον και παράνομον καταδίωξιν. Ως πληροφορούμαι οι ατυχείς κάτοικοι Γλυτωνιαούστης ανερχόμενοι εις δώδεκα περίπου εν οίς, ως ήκουσα, καί τινές γυναίκες ερρίφθησαν και κατατυραννούνται εις τας φυλακάς Κονίτσης χωρίς λόγον, χωρίς εύλογον αφορμήν. Είνε λοιπόν τούτο δίκαιον, είνε σύμφωνον με την φιλευσπλαχνίαν της Α. Μ. του φιλολάου Σουλτάνου, όστις πάντοτε επιθυμεί να απονέμηται το δίκαιον και ουδείς να καταπιέζηται. Εάν εγνώριζον οι κάτοικοι Γλυτωνιαούστης ότι εκπληρούντες ύψιστον καθήκον όπερ τοις επιβάλλει η ασφάλεια του τόπου και το σέβας προς τους νόμους, δηλ. καταγγέλλοντες την εμφάνισιν κακούργων ήθελον ριφθή εις τας φυλακάς αναντιρρήτως διαφορετικά θα εσκέπτοντο. Και δια της παρανόμου ταύτης πράξεως αι αρχαί Κονίτσης δημιουργούσι κακόν προηγούμενον, λέγουσιν εις τους άλλους: προσέξατε μήπως εις το μέλλον έχετε την ανοησίαν να καταγγείλητε την εμφάνισιν ληστών διότι θα πάθητε όμοια και χειρότερα. Και θα τολμήση εις το μέλλον άλλος ευπειθής του Σουλτάνου υπήκοος να εκπληρώση τοιούτον επιβαλλόμενον αυτώ καθήκον; Τι λοιπόν εν τη υποθέσει ταύτη συμβαίνει; Μήπως αι αρχαί Κονίτσης έχουν ενδιαφέρον να μη καταγγέλλωνται οι κακούργοι και επίβουλοι των κατοίκων της οθωμ. Επικρατείας ως ενεχόμεναι εις την διανομήν των λαφύρων; Δεν δυνάμεθα να πιστεύσωμεν τούτο. Αλλά τότε διατί αδίκως να σήπωνται εις τας φυλακάς οι ατυχείς πολίται και να καταστρέφηται η ύπαρξις και η περιουσία αυτών; Ελπίζομεν αι ανώτεραι εν Κωνσταντινουπόλει αρχαί να λάβωσιν υπ’ όψιν την αδικίαν ταύτην και διατάξωσι την ταχείαν αυτών αποφυλάκισιν».
Τα αποτελέσματα των ενεργειών για την απελευθέρωση των φυλακισθέντων Κλειδωνιαστινών, φαίνονται σε φύλλο της εφημερίδας έξι μήνες αργότερα.
«Φωνή της Ηπείρου», φύλλο 85, 6 Μαϊου 1894, σελ. 3.
«Εκ ΝΥΣΣΗΣ της Σερβίας πολλοί αναγνώσται της «Φωνής της Ηπείρου» γράφουσιν ημίν επαινούντες τον αυτόθι Έλληνα πρόξενον κ. Κυριάκον Τσακάκην δια τας φροντίδας τας οποίας καταβάλλει προς υπεράσπισιν και διεκπεραίωσιν όλων των ζητημάτων των αναγομένων εις την δικαιοδοσίαν αυτού. Είνε ομολογουμένως ευχάριστον να αναγράφη τις επαίνους δια προξενικούς υπαλλήλους αισθανομένους τα επιβεβλημένα αυτοίς υψηλά καθήκοντα και τιμώντες την υπηρεσίαν και την κυβέρνησιν ήν αντιπροσωπεύουν. Ο κ. Τσανάκης καταλέγεται μεταξύ των δραστηρίων προξενικών υπαλλήλων. Εσχάτως δε υπερασπίσθη και τους εκ του χωρίου Κλειδωνιαούστης της επαρχίας Κονίτσης τους συλληφθέντας δια την επισυμβάσαν εκεί πέρισυ καταδίωξιν ένεκα της εις τον ληστρικόν βίον καταφυγής κατοίκων τινών του χωρίου εκείνου. Κατώρθωσε δε όπως οι αδίκως κατηγορηθέντες απαλλαγώσιν εγκαίρως πάσης καταδιώξεως».
Φυσικά καταγράψαμε παραπάνω ένα μέρος των δημοσιευμάτων που αναφέρονται στην Κλειδωνιά και όσα έπεσαν στην αντίληψή μας. Πλήθος άλλων θα υπάρχουν καταχωνιασμένα σε αρχεία του κράτους, σε βιβλιοθήκες ή ξεχασμένα ντουλάπια ιδιωτών, περιμένοντας τον ερευνητή που θα τα αναδείξει.
(3 Νοεμβρίου 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου