Γράφει ο Κίτσος ο Αθαμάνας
Το
άγιο
χώμα
που
πατάς,
τα
δάση
που
διαβαίνεις
τα
μαύρα
μάτια
που
κοιτάς,
τ’αγέρι
π’ανασαίνεις
τους
ποταμούς,
τα
κρύα
νερά,
τα
πλάγια
τ’ανθισμένα
και
τα
βουνά
μας
τα
ισκερά
χαιρέτα
κι’
απο
μένα.
Κώστας
Κρυστάλλης
Βαρέθηκα
να
στέλνω
από
το
άστυ,
και
ειδικά
από
την
πρωτεύουσα,
χαιρετίσματα
στ’
άπιαστα
γκρεμοτόπια,
στα
Τζουμέρκα…
Απηύδησα
από
την
καθημερινή
πρωτευουσιάνικη
μονοτονία…
Απόκαμα
απ’
το
λιοπύρ’
της
Αθήνας
και
απ’
το
στριμωξίδ’
στα
Λεωφορεία...
Αποκάρωσα
από
την
πρωτευουσιάνικη
καθημερινότητα...
Τσουρουφλίστηκα
στο
πρωτευουσιάνικο
«τηγάνι»…
Μπαϊλντισα
από
τον
καθημερινό
βομβαρδισμό
(σωρηδόν
οι
ρουκέτες)
με
ψέματα
και
φιστούρες,
απ’
όλα
τα
οργανέτα,
τους
κολαούζους
και
τα
υποπόδια.
«Η
νύχτα
θερίζει
με
χρωματιστό
δρεπάνι
τους
ακίνητους
ανέμους
της
ψυχής».
(Το
χωριό
μου.
Ένα
από
τα
ηπειρώτικα
χωριά)
Φεύγω
για
την
Ήπειρο.
Διακοπές.
Το
πήρα
απόφαση…
Εκεί,
όπου
χαίρεσαι
τον
αέρα,
νιώθεις
την
ύπαρξη
και
τη
δημιουργία!
Άλλωστε,
τι
θέλει
ο
άνθρωπος;
Ο
άνθρωπος
έχει
ανάγκη
το
πολύ
περισσότερο
μαζί
με
το
λιγότερο
μια
φέτα
αέρα
και
μια
φέτα
χώμα.
Πουμουθήκαμε
από
καυσαέριο
και
φολτάκιασαν
τα
ποδάρια
μας
από
την
άσφαλτο.
Δεν
καταφέραμε
να
φκιάξουμε
τη
ζωή
μας,
όπως
την
ονειρευτήκαμε.
Γιατί,
όσο
κι
αν
φαίνεται
παράδοξο
εμείς
εκεί
στα
Τζουμέρκα
με
τα
όνειρα
μεγαλώσαμε
και
με
δυο
σπυριά
τραχανά.
Και
δεν
θα
μας
τα
κόψει
κανένας…
(Το
μεταφορικό
μου
μέσον)
Ίσως
και
πάρουν
σάρκα
και
οστά
τα
όνειρα
και
η
θέλησή
μας:
Έχω
όνειρα,
πολλά
όνειρα….
Να
σταθώ
μπροστά
στην
πανδαισία
της
φυσικής
και
μελωδικής
χαρμονής
του
τόπου
μας,
της
Ηπείρου
με
τους
υπόλοιπους
επισκέπτες
(!!!)- έτσι
μας
κατάντησαν,
επισκέπτες
στον
τόπο
μας-
να
σταθώ
επαναλαμβάνω
παντεπόπτης
και
διαφεντευτής
της
ολόφωτης
και
απρόσμενης
ηπειρώτικης
ομορφιάς.
Να
χαρώ
τον
αέρα
και
να
νιώσω
την
ύπαρξη
και
τη
δημιουργία!
Θέλω
του
λόγγου
τα
πουλιά
με
τον
κελαηδισμό
τους
να
με
κοιμίζουν
το
βραδύ
να
με
ξυπνούν
το
τάχυ...
Να
δω
τις
γιαγιούλες
να
κάθονται
απόγιομα
άκρη
άκρη
στο
μισό
φεγγάρι
με
ασβεστωμένο
μεσόφρυδο
όξω
απ’
τα
παράθυρα
με
το
βασιλικό.
Αυθεντικές,
ατόφιες,
αφκιασίδωτες
και
αγνές
και
με
το
άρωμα
της
ελληνικής
λεβεντιάς
στην
καρδιά
και
στο
κορμί
τους
που
εκπέμπουν
έναν
αυτογενή
δυναμισμό
ανθρωπισμού
και
μαγεύουν
το
σύμπαν
φανερώνοντας
την
ακμή
και
την
αρχοντιά
της
ηπειρώτικης
ψυχής.
Να
ονειρευτώ,
να
γίνω
παιδί,
να
θυμηθώ
με
αγάπη
κάθε
ρεματιά
και
κάθε
απόσκιο,
εκεί
όπου
όχι
απλά
ονειρευτήκαμε
μικρά
παιδιά,
αλλά
και
πλάσαμε
φυλλωσιές
ονείρων.
(Να
μιλήσω
με
υπέροχους
ανθρώπους.
Με
ψυχή
αγνή,
ταπεινή
και
άδολη!!!)
Θα
περάσω
υπέροχα!
Γιατί,
πώς
να
το
κάνουμε,
δεν
ξεχνιούνται
με
τίποτε
η
καλοκαιρινή
ραστώνη,
τα
πανηγυριάτικα
ακούσματα,
το
αχολόγημα
της
κλαρινόπληκτης
λουλουδιασμένης
ιτιάς,
τα
απίστευτα
τσιμπούσια,
οι
μοναδικές
τζουμερκιώτικες
πίτες,
οι
ατέλειωτες
συζητήσεις
κάτω
απ’
τα
πλατάνια,
η
τσιπουροκατάνυξη…
Γενικά,
δεν
ξεχνιέται
το
καλοκαίρι
στην
Ήπειρο.
Άλλωστε
“χίλιες
χρυσές
λιανοκάμωτες
αλυσίδες
μας
δένουν
με
τα
Τζουμέρκα”.
«Το πάθος τ’ ακαπίστρωτο με σέρνει καβαλάρη»
Κωστής Παλαμάς
Εκεί, στα Τζουμέρκα μεγαλώσαμε…
Γη φτενή, χώμα λίγο. Περισσεύουν τα τσόκαλα. Και οι κοφτερίδες σκίζουν τα αγριοπόδαρα.
Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμνούς,
ετούτ’ είν’ η πατρίδα μας• μα η πούλια
δε λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς.
Γιώργος
Κοτζιούλας
Μακρόχρονος μόχθος, σκληρή δουλειά, ακριβό το δώρο της ζωής. Κόποι ανείπωτοι, ποτάμια ο ιδρώτας, κορμιά αντρειωμένα που αντιστέκονται στους μανιασμένους ανέμους, που στύβουν τις πέτρες μέσα στα χέρια τους, ατρόμητοι κι ακατάβλητοι εραστές, που «βατεύουν» τη γη, για να γευτούν τη Δημιουργία. Της Δημιουργίας αυτής γινόμαστε και εμείς ΚΟΙΝΩΝΟΙ.
Να! ξεμυτίζει το κεχρί, ροδίζει το σταφύλι,
κορφοπρασίνισε η συκιά, κατάπεσε ο θρακιάς,
το στάχυ γέρνει προς τη γη, προς το φιλί τ’ αχείλι,
προς τ’ ουρανού τα ολάνοιχτα,καπνέ,φιδογλιστράς.
Κωστής Παλαμάς
Τζουμερκιώτες. Άνθρωποι σκληροί, μα γεμάτοι λυρισμό, πολλές φορές «αλύγιστοι», αλλά παθιασμένοι με τον τόπο τους, «βουνίσιοι» με συναίσθημα, που μέσα τους στέριωσε ο έρωτας.
Θεέ μου, βρέξε, χιόνισε, κάνε βαρύ χειμώνα,
για να σαπούνε τα σχοινιά, να πέσουν τα κουδούνια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, να χάσ’ η νια τα γίδια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, ναρθεί στην αγκαλιά μου.
Δημοτικό Τραγούδι Τζουμέρκων
Μας δένει το πάθος για τη ζωή, αυτό που δείξαμε παιδάκια, που είναι αλήθεια ότι δεν είχαμε να φάμε, αλλά περίσσευε σε μάς το όνειρο. Κι αυτό το όνειρο με αγώνα το πραγματοποιήσαμε. Σ’ έναν τόπο που αγαπήσαμε.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρω μου,
και τους καρπούς γευόμουν απ’ το δίσκο
είχε τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά
στον
ουρανίσκο.
Άγγελος Σικελιανός
Άγγελος Σικελιανός
Μας δένει το τραγούδι, και το κλαρίνο.
«Στο
κλαρίνο
του
Χαλκιά
βογκάει,
τινάζεται,
χαμογελάει,
χορεύει
η
Ελλάδα».
Γιάννης
Ρίτσος
Αγαπάμε το Τζουμερκιώτικο χώμα, αφού το πάτησαν παλικάρια. Εκεί βρίσκουμε αμαλαϊά και λειτουργεί αζάπωτα, απείθαρχα και ανυπάκουα η σκέψη μας. Ελεύθερη.
Η επαφή με τον τόπο μας δεν είναι και δεν πιστεύουμε πως είναι ακινησία. Είναι ρεύμα σκέψης, ελπίδα και ζωή. Περπατώντας τα Τζουμερκιώτικα στρουγγλίθια, βιώνουμε τα ονείρατα της νιότης και συντάσσουμε και ζούμε τις ίδιες κι απαράλλακτες χρυσές ελπίδες των παιδικών μας χρόνων.
νάχω και κόρην όμορφη στεφανωτή μου νάχω,
να μου βοηθάη στο σάλαγο, να μου βοηθάη στα γρέκια
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζη με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους.
Κώστας Κρυστάλλης
Μας δένει η γλώσσα μας, η Τζουμερκιώτικη λαλιά.
Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου, γιατί μ’ αρέσει εμένα,
Σαν κάποια αργά ανεβάσματα σε κάποια ορθά βουνά.
Μέσα της πέλαγα άψαχτα. Στα δάση τα παρθένα
Φωλιάζουν όλα τ’ άπιαστα και τ’ άγρια πουλιά.
Κωστής
Παλαμάς
Εκεί, γινόμαστε αληθινοί « κελαϊδεστάδες».
Κι είτανε γύρω όλο νερά, ποτάμια, καταρράχτες,
λίμνες, βρυσούλες, ρεματιές, πηγές, νεροσυρμές,
καλαϊδεστάδες ήσυχοι και βροντερόηχοι κράχτες,
ύπνοι νερών αξύπνητοι και δρόμοι και φωνές.
Κωστής
Παλαμάς
Όλα μας δένουν με τα άγρια Τζουμέρκα.
Και οι θύμισες της νιότης και οι καταβολές μας, και η ανείπωτη ομορφιά της φύσης και η ηδονή της αγριάδας.
Εκεί στα Τζουμέρκα κάθε καλοκαίρι:
(ακούμε) τριγύρω (μας) πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
τον ήχο της βροχής (ακούμε) και γλυκοκοιμιόμαστε.
(Εκεί) του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
(μας) κοιμίζουν το βραδύ, και (μας) ξυπνούν το τάχυ.
(Εκεί, στα Τζουμέρκα), η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές, γλυκιές (μας) αγάπες
(μας) προσφέρουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Μ’ αυτά και μ’ άλλα να ευχηθούμε εκ βάθους καρδιάς ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.
Και να έχουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:
« ΌΤΑΝ Ο Νώε εφύτευσε το κλήμα της αμπέλου -λέγουσι οι Ραβίνοι- παρευρεθείς ο Σατανάς, εθυσίασε τέσσερα ζώα, πρόβατον, λέοντα, πίθηκον και συν. Τα ζώα δε ταύτα παρίστανον τους διαφόρους βαθμούς μέθης. Όταν αρχίζει τις να πίνει, ομοιάζει το αρνίον κατά την πραότητα και άγνοια? γίνεται ακολούθως τολμηρός καθώς ο λέων? μετ’ ολίγον, η ανδρεία του μεταμορφούται εις την μωρίαν του πιθήκου? και τελευταίον κυλίεται εις τον βόρβορον, καθώς η συς».
Μετάφραση
Όταν ο Νώε φύτευσε το κλήμα της αμπέλου, ο Σατανάς που παρευρίσκονταν
θυσίασε τέσσερα ζώα. Πρόβατο, λέοντα, πίθηκο και συν. Τα ζώα αυτά
παρίσταναν τους διάφορους βαθμούς μέθης. Όταν αρχίζει κάποιος να πίνει
μοιάζει με το αρνάκι ως προς την πραότητα και την άγνοια. Ακολούθως γίνεται τολμηρός όπως το λιοντάρι. Μετά από λίγο η ανδρεία του μεταμορφώνεται σε μωρία πιθήκου. Τελευταία κυλίεται στο βόρβορο, καθώς η συς.
Καλά τσίπουρα… Από Σεπτέμβρη....
Κίτσος
ο
Αθαμάνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου