Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
«Εσείς
μωρέ αλειτούργα θέλετε και την μπράνα
στο κεχρί και την ψ’χή στον Παράδεισο.
Αμ γίνεται αυτό; Δεν γίνεται». Αυτά
γνωμάτευσε η θεια Ρίνα τώρα με το τέλος
των περιοριστικών μέτρων για τον
κορωνοϊό. Και συνέχισε: « Κόντεψαν δυο
μήνες, σαπίσαταν μέσα στα σπίτια και
γίναταν μπρέσκλες απ’ το καθισιό και
συνάμα το ρίξατε στο φιστίκωμα και
αναστέναξαν τα ντουβάρια. Δεν ήταν να
περάσεις απόξω από σπίτ’ και βόγγαγαν
τα τείχια. Ξεπάτωσαν τα κρεβάτια, αλλού
οι σουμιέδες έσπασαν, έφυγαν τα σανίδια
και έσκασαν κάτ’ σαν καρπούζια. Είχε
αρθριτικά η Ανθούλα και δήθεν τ’ν πήγαν
στον γιατρό. Τη λεκάνη έσπασε. Ζάγκα
ζούγκα, ζάγκα ζούγκα ήταν ψ’λό και κείνο
το κρέβάτ’, πόσο να αντέξ’ θρουμπιάστ’καν
κάτ’ και τσάκ’σε τα κωλομέρια!» Και
συνέχιζε απτόητη η θεια Ρίνα. « Κι αν
πέρναγες όξω από κανένα σπίτ’
ξεκουφαίνουσαν απ’ τις φωνές. Άλλη να
φωνάζ’ σαν να ‘σφαζαν κατσίκια, άλλη
τσίριζε σαν το γ’ρούν’ που το σφάζουν
τα Χστούγεννα κι άλλος μούγκριζε σαν
τη γελάδα όταν απορρίχν’».
Είχε
διαφωνήσει και παλιότερα με τα μέτρα
αυτά η θεια Ρίνα. Δεν τα θεωρούσε απλώς
υπερβολικά, πίστευε πως «μας αποδοκίμασε
ο Θεός μ’ αυτά που κάνουμε και τα βλέπ’
από ψ’λά». Φώναξε, φώναξε, δεν υπάκουσε
σε καμιά διαταγή. «Να πάνε να κουμπουριαστούν,
εγώ έχω δ’λειές. Με τι θα ταΐσω τα
ζωντανά;» ήταν η απορία της. Κι όταν της
είπαν πως είναι διαταγή του Χαρδαλιά
αυτή τον μπέρδεψε με τον χαρδαλούπα,
τον λαίμαργο δηλαδή, τον αδηφάγο σήκωσε
τα φορέματα επάνω και χτυπούσε τα ποδάρια
της φωνάζοντας «ου που να του κάτσ’ στο
λαιμό, ο παλιοαχόρταγος. Πού να π’στέψ’
και τη φωτοχολογιά πώς μεγαλώνουμε τα
ζωντανά. Και που τα μεγαλώνουμε έρχεται
ο χασάπ’ς και τα παίρν’ για μια δραχμή».
Πήγε και ο πρόεδρος του Κοινοτικού
Συμβουλίου να την πείσει να μην βγαίνει
έξω απ’ το σπίτ’ και τον κυνήγησε με
τις πέτρες. «Φεύγα από δω μωρέ σιαπατελό»
και του πέταξε κάτι πέτρες, πήγε να τον
σκοτώσ’ τον άνθρωπο.
Κι όταν της είπαν
πως πρέπει να φοράει μάσκα, όπου και να
πηγαίνει, τότε «βγήκε για τα καλά από
τα ρούχα της». «Εγώ μασκαράς δεν γίνουμαι.
Μ’σή απ’ την προσωπίδα που βάζαμαν τ’ς
απόκριες. Έχω καθαρό εγώ το πρόσωπο, δεν
έχω κανέναν ανάγκ’ να το σκεπάσω.
Φεγγοβολάω. Δεν είμαι σαν αυτές που
κάνουν πέρα απ’ το σπίτ’ κι όπου βρεθούν
κι όπου σταθούν σ’κώνουν τα ποδάρια».
Και για να την πειράξουν οι αθεόφοβοι
της είπαν πως δεν γίνονται τέτοια
πράγματα. Απλές διαδόσεις είναι. Τότε
φουρκίστηκε για τα καλά.
«Και δεν μ’
λέτε; Τι έγινε με την Βασίλου, την
χαϊδιάρα, με τον Κώτσιου; Τα είπε στο
δικαστήριο. “Φούρκα εγώ τα ποδάρια,
κύριε πρόεδρε, όξω το αδράχτ’ τ’,
Κώτσιου, σβουγγ στροφές το σφοντύλ’,
βάλε-βγάλε το αδράχτ’ μού ‘ρθε αλληλούια,
αλατζούτζουρας και δεν έβλεπα τίποτες.
Τα ‘μασε μετά τα παντελόνια κι έφ’γε.
Μας ξεκάμπ’σε όμως το κούτσκο. Κι απέ
γεννήθ’κε “μην είδατε, μην απαντήσατε
τον Κώτσιο τον λεβέντη”».
Κι όταν ο
πρόεδρος παρατήρησε «όχι και λεβέντης»,
πήρε την απάντηση: «Δεν ξέρω τι λέτε,
αλά το αδράχτ’ και το σφοντύλ’ του
κάνουν καλή δ’λειά. Σβούρα κυρ’ πρόεδρε.
Σού ‘ρχεται αχαμνά, ζουρλαίνεσαι και
δεν ξέρ’ς τι κάν’ς. Αυτό έπαθα και εγώ.
Σφοντύλ’ ήταν αυτό ή μηχάνημα; Παναΐα
μου… Τι πράμα ήταν αυτό”. Και χωρίς να
το καταλάβει αθώωσε τον Κώτσιο».
Και
η θεια Ρίνα έβαλε και το επιμύθιο. «Είναι
βαρεμένες ούλες αυτές από κακιά
αστραπόπτσα που τις βάρεσε στο Δόξα
πατρί…»
Λεξιλόγιο
Μπράνα: το
σεξουαλικό όργανο του ανδρός
Χαρδαλούπας
:ὁ λαίμαργος, ἀδηφάγος.
Σιαπατελός:
ο κακοσούσωμος, ο άχρηστος.
Φούρκα τα
ποδάρια: σηκωμένα τα ποδάρια
Μού ‘ρθε
αλατζούτζουρας: τρελάθηκα
Σού ‘ρχεται
αχαμνά: σού ‘ρχεται άσχημα
Χρήστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου