Σάββατο 17 Αυγούστου 2019

Το πανηγύρι του χωριού

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος 



-Άιντε καλή αντάμωση στο πανηγύρ’ του χωριού. Εκεί θα τα πούμε. 
Αυτό άκουγες από τους χωριανούς, τους συντοπίτες, τους πατριώτες σε κάθε συνάντηση στην πρωτεύουσα. Το πανηγύρι του Άι Λιος, της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας και πάει λέγοντας. Και δεν λέγαμε τίποτε άλλο παρά μόνο ποιοι πρόκειται να πάνε, ποιος και πώς θα διοργανώσει το πανηγύρι, «ποια λαλούτα θα φέρει». Σημείο αναφοράς. Τα πάντα γύρω από το πανηγύρι. Περιστροφή ολόκληρη και επί τόπου η σκέψη. Το πανηγύρι μας!
Θυμάμαι ο παππούς μου -μαραγκός ήταν- με πόση επιμέλεια έφτιαχνε τους πάγκους και τα τραπέζια για το πανηγύρι. «Θα καθίσει τόσος κόσμος. Πρέπει αν τα προσέξουμε», ήταν μόνιμα τα λόγια του. Και η γιαγιά μου σταυροκοπιόταν. «Χριστός κι Απόστολος. Πάλι τα χάλασαν. Αρκούδες κάθονταν επάνω. Τι πράμα κι αυτό. Αμπήδαγαν πάνω στα τραπέζια;» Πολυτέλεια η καρέκλα, όχι μόνο στο πανηγύρι αλλά και στα σπίτια. Κι όσες υπήρχαν τις φυλάγαμε σαν τα μάτια μας μην πάθουν τίποτε. Δεν ήταν δυνατόν να αντικατασταθούν… 
Το πανηγύρι, ο καθρέφτης του χωριού. Εκεί, δυο μέρες περνούσαν όλοι και όλες κι έδειχναν φάτσα - μπάλα τα καινούρια σκουτιά τους, τα γυαλισμένα παπούτσια, τα καρώ πουκάμισα και τις μοναδικές παλτατούκες. Τι σημασία είχε αν ήταν καλοκαίρι. Έπρεπε να φορεθούν για να τα δείξουμε. Το πανηγύρ’ ήταν το παζάρ. Εκεί μόστραραν τα παλικάρια, οι ομορφονιοί και μάτιαζαν τις νύφες. Εκεί και τότε έδειχναν την καψούρα τους και φανέρωναν τις επιθυμίες και την προτίμησή τους ενίοτε σουρώνοντας και «χάνοντας τα αυγά και τα πασχάλια τους». «Έχω ζάλη στο κεφάλι, έχω ντέρτια και καημό». Κάπως έτσι ξεκίναγαν τα καψουρέματα και μετά φανερώνονταν δια του «Ησαΐας χόρευε». «Στο πανηγύρ’ ιδώθ’καν, ταχιά παντρευτ’καν καλά κουτσουβελα…». 
Στα πανηγύρια παίρνονταν οι περισσότερες αποφάσεις κοινού ενδιαφέροντος. Η βόσκηση στα βακούφ’κα, το κανόνισμα για τη βοσκή στο βουνό, η μοιραγή του νερού για το πότισμα κι άλλα, κι άλλα. Όλα λύνονταν ή γινόταν προσπάθεια να λυθούν προτού αρχίσει το πανηγύρι, γιατί άμα άρχιζε και λάλαγε το κλαρίνο και γινόταν η μουσική πανδαισία με εξαίρετες «ακουστικές μυρωδιές», που ευωδίαζε τη φύση η «Ιτιά – Ιτιά λουλουδιασμένη» και άρχιζε η τσιπουροκατάνυξη μέχρι να βαρέσει κατακρίκελα το τσίπουρο, άστα να πάνε. Πήγαινε το αμπήδημα τρεις παράδες. Μόνο φούρλες μοιράζονταν, και ασφαλώς όχι το ποτιστικό νερό… 


Στο πανηγύρι λοιπόν, τα νιόγαμπρα, αλλά και τα ερωτευμένα. Να πιάσει κάποιος το χέρι της καλής του, που μέχρι τότε το έπιανε μόνο νοητικά, να της σφίξει λίγο το χέρι και, «ω του θαύματος! ανταποκρίθηκε κι αυτή», στο πανηγύρι να την κοιτάξω, να της κλείσω το μάτι, να ιδωθούμε, να πιαστούμε χέρι - χέρι και να ανταλλάξουμε δυο λόγια. Μεγάλη η επιτυχία. Αναπάντεχο το καλό. Η συμπεριφορά όμως του θηλυκού στο πανηγύρι γινόταν αιτία μεγάλων καυγάδων και ανάρμοστων συμπεριφορών, από την πλευρά του αρσενικού. «Γιατί μίλησες τόση ώρα με τον Κώστα, τι έλεγες, τι πράματα είναι αυτά, μας έβλεπε ο κόσμος, με έκανες σουργούν’ με τη συμπεριφορά σου, σε είδε και η μάνα μου και κούναγε το κεφάλι της» και σταματημό δεν είχε. 
Αιτία αναφοράς το πανηγύρι. Εκεί και τότε γινόντουσαν τα πάντα. Το κοίταγμα, το νόημα, το μίλημα, το πιάσιμο του χεριού, ο χορός, το τραγούδι… Μέγα και ενίοτε καθοριστικό γεγονός στη ζωή μας, εκεί όπου αποτυπώνονταν οι σκέψεις και η θέληση των χωριανών, εκφράζονταν η ενδιάθετη βούληση του καθενός, εκεί όπου μαζί με την ψυχαγωγία επιλύονταν και διάφορα κοινωνικά προβλήματα. «Το πανηγύρι, ο καθρέφτης του χωριού!». Τα πάντα, όμως αλλάζουν…



Δεν υπάρχουν σχόλια: