Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Το γεωπολιτικό stratego των Γερμανόφιλων. Η επικίνδυνη εξωτερική πολιτική χωρίς πυξίδα της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά. 

Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ με τον Αντώνη Σαμαρά

Η έννοια του ζωτικού χώρου, γερμανιστί «Lebensraum» παραπέμπει στην πολιτική και οικονομική θεωρία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, κατά τον Μεσοπόλεμο και διαβάζοντας κανείς το βιβλίο του Αδόλφου Χίτλερ "Ο Αγών μου" θα την διακρίνει. Σήμερα η γερμανική πολιτική ηγεσία, υπό την Άνγκελα Μέρκελ και την θεσμική υπόσταση της γερμανικής Καγκελαρίας, έχει επί της ουσίας αντικαταστήσει την έννοια του ζωτικού χώρου με εκείνη της γενικής εφόρμησης του «γερμανικού οικονομικού εθνικισμού». Η αυστηρή, ωστόσο, δημοσιονομική πειθαρχία, την οποία επιβάλλει η Γερμανία στον ευρωπαϊκό χώρο συνοδεύεται από βασικές γεωπολιτικές και γεωστρατηγικές επιδιώξεις του Βερολίνου. Η Ελλάδα βρίσκεται εντός του πλάνου αυτών των γερμανικών επιδιώξεων και το ζητούμενο είναι ποιοι είναι ή ποιοι θα είναι οι χειρισμοί της Αθήνας και της υποτελούς στα γερμανικά και οικονομικά και πολιτικά «ιερατεία» ελληνικής κυβέρνησης από εδώ και πέρα.




Ζωτικός χώρος 

Η Γερμανία, επιδιώκει να πετύχει σήμερα εκείνο που δεν κατάφερε στους δύο παγκοσμίους πολέμους που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα: Να κυριαρχήσει τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό χώρο και να τον μετατρέψει στον δικό της ζωτικό χώρο. Ο ζωτικός χώρος της Γερμανίας σήμερα βρίσκεται εντός των ορίων της ζώνης του ευρώ: Εκτείνεται από τις σκανδιναβικές χώρες, περνά όλη την κεντρική Ευρώπη, συνεχίζει στη βαλκανική χερσόνησο και καταλήγει στην Ελλάδα και την Κύπρο. Στην παρούσα συγκυρία τα κυριότερα χωροταξικά πεδία εφόρμησης του γερμανικού πολιτικού και οικονομικού παράγοντα εντοπίζονται στην Πολωνία, στην Τσεχία και στην Ουγγαρία. Όμως, σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα εντάσσεται στο γερμανικό Lebensraum και αν δεχτεί κανείς αυτή την πραγματικότητα τότε οφείλει να παραδεχτεί ότι τα γερμανικά συμφέροντα έχουν ανάγκη από υποτελείς κυβερνήσεις, όπως συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας, η οποία τείνει να μετατραπεί σε τμήμα της γερμανικής ενδοχώρας. Ο σύγχρονος γερμανικός ζωτικός χώρος, εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πλανητικού χαρακτήρα σφαίρες επιρροής: Την αμερικανική και την ρωσική, τουλάχιστον με τα δεδομένα του διπολικού κόσμου της περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Το χαρακτηριστικό αυτό της ανάπτυξης του σύγχρονου Lebensraum, εξηγεί πολλές από τις επιχειρούμενες … «στρατηγικές επιλογές» της χώρας μας, δεδομένου ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι γερμανόφιλη. Για παράδειγμα πως θα χειριστεί τελικά η ελληνική κυβέρνηση το θέμα της αποκρατικοποίησης της ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ; Πως ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς θα πείσει τους «εθνικόφρονες» συνοδοιπόρους του, ότι θα είναι εκείνος ο οποίος θα χειριστεί ενδεχομένως το ζήτημα της συνεκμετάλλευσης των ενεργειακών πηγών στο Αιγαίο; Πως θα χειριστεί η υποτελής γερμανόφιλη κυβέρνηση των Αθηνών, τις επιπτώσεις της συνειδητής επιλογής εκχώρησης της χώρας στον γερμανικό ζωτικό χώρο, σε ότι έχει να κάνει με την εξέλιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων; Πως θα αντιμετωπίσει την αμερικανική αντίδραση, δεδομένου ότι θα εντάξει το ρόλο της στο διαδικαστικό πλαίσιο της μεταβολής του status των σφαιρών επιρροής στην νοτιοανατολική Ευρώπη και στην ανατολική Μεσόγειο; Γιατί δεν προχωρούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι αποκρατικοποιήσεις στην Ελλάδα, ενώ το Μέγαρο Μαξίμου διακρίνει στον ορίζοντα τη συντριβή της χώρας στο πεδίο των υπερεθνικών ενδοσυστημικών ανταγωνισμών;


Εξωτερική πολιτική χωρίς πυξίδα 

Αν εξαιρέσει κανείς της πατριδοκάπηλες και εθνικιστικές αντιλήψεις και τις δήθεν πατριωτικές κορώνες του «συστήματος» που περιβάλλει τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαράς (Βέβαια παρά τους λονταρισμούς, μόνο ως πατριωτική δεν εκλαμβάνεται η στάση αυτού του "συστήματος"), θα διαπιστώσει ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν έχει πυξίδα. Και πως θα μπορούσε να συμβεί αυτό, όταν μία κυβέρνηση δεν αποφασίσει, δεν χαράσσει στρατηγική και δεν λειτουργεί βεβαίως υπέρ των εθνικών συμφερόντων, αλλά η διπλωματίας της ετεροκαθορίζεται από τις αποφάσεις των δανειστών ή εκείνες των πολιτικών κέντρων του Βερολίνου και των οικονομικών κέντρων της Φρανκφούρτης και ακόμη όταν η επιλογή στρατοπέδου στο πεδίο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εμπεριέχει ρίσκο, που μπορεί να κοστίσει, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, ακόμη και τμήματα της ελληνικής επικράτειας;

Ίσως οι εξελίξεις για τη χώρα μας θα ήταν χειρότερες αν οι συνεργάτες του Αντώνη Σαμαρά, οι οποίοι αποτέλεσαν βασικό πυρήνα του «Δικτύου 21» (Όπως για παράδειγμα ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και ο Φαήλος Κρανιδιώτης), χειρίζονταν σχεδόν αυτονομημένα την εξωτερική πολιτική της χώρας, τουλάχιστον σε ότι έχει να κάνει με τις κεντρικές αποφάσεις του Μεγάρου Μαξίμου και λιγότερο εκείνες του υπουργείου Εξωτερικών. Αν κανείς, μάλιστα, σκεφτεί ότι το «Δίκτυο 21» εμπνεύστηκε από τα έργα και τις ημέρες της «Εθνικής Εταιρείας», η οποία έφερε τεράστια ιστορική ευθύνη για τα ταπεινωτικά αποτελέσματα του καταστροφικού για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, τότε είναι εύκολο να συμπεράνει που θα μπορούσαν να οδηγήσουν, πολύ πιο γρήγορα, οι επιλογές του «συστήματος Σαμαρά», αν δεν το χειραγωγούσαν πλήρως οι Γερμανοί. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η εξωτερική πολιτική που ασκείται από τη γερμανόφιλη πολιτική ηγεσία δεν θα αποτύχει. Κάθε άλλο. 

Αν και δεν είναι της παρούσης, είναι γνωστοί οι χειρισμοί, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν από παρασυστήματα στην υπόθεση Οτσαλάν, με αποτέλεσμα κάποιος απόλυτα εμπλεκόμενος να ισχυρίζεται στη συνέχεια σε προσωπικές συζητήσεις ότι «Έκανα λάθος που επηρεάστηκα από τα άκρα». Αλλά είπαμε, αυτή είναι άλλη ιστορία. Δεν είναι τυχαίο, το γεγονός, ότι πριν από τις εκλογές του Μαΐου ξένοι διπλωμάτες, ισχυρών χωρών ανησυχούσαν για την «κακή επιρροή» που ασκούν στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά κάποια πρόσωπα του κύκλου του, επισημαίνοντας ότι μπορεί να αποδειχθούν επικίνδυνα για τη σταθερότητα στη χώρα. Οι ίδιοι ξένοι διπλωμάτες σήμερα, και πάλι σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν σε ιδιωτικές συζητήσεις, θεωρούν ότι δικαιώνονται: «Κάποιοι στην κυβέρνηση είναι επικίνδυνοι», υποστηρίζουν και συμπληρώνουν «παίζουν βρώμικο παιχνίδι στο θέμα των αποκρατικοποιήσεων και των ξένων επενδύσεων», όπως επίσης ότι "ναρκοθετούν την προσπάθεια της Ελλάδας υπονομεύοντας τη θέση της χώρας". Τι να εννοούν άραγε;


Η Ρωσία και το Ισραήλ 

Πριν από τις εκλογές του Μαΐου του 2012, τον Ιανουάριο του προηγούμενου έτους, ο Αντώνης Σαμαράς είχε πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στη Ρωσία. Εκείνο το οποίο φάνηκε ξεκάθαρα τότε ήταν ότι δεδομένης της ψυχρότητας που κυριάρχησε στις σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας την περίοδο της διακυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, ο Αντώνης Σαμαράς ως μελλοντικός, τότε, πρωθυπουργός θέλησε να εγγυηθεί ότι θα αποκαθιστούσε τις ελληνορωσικές σχέσεις,επαναφέροντας τις στην περίοδο που πρωθυπουργός ήταν ο Κώστας Καραμανλής.

Το κακό, όμως, ήταν ότι το πρόχειρα προετοιμασμένο του ταξίδι στη Ρωσία, εκτός του ότι πρακτικά δεν έφερε κάποιο αποτέλεσμα, ενόχλησε κάποιους αμερικανικούς κύκλους οι οποίοι διέκριναν ότι ο Αντώνης Σαμαράς ακολουθούσε ή τουλάχιστον έδειχνε να ακολουθεί «κατά πόδας» τις επιλογές του Κώστα Καραμανλή: Ελληνορωσικές σχέσεις χωρίς υποδομή και χωρίς αίσθηση της ισχύος των σφαιρών επιρροής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν πέρασε απαρατήρητη η τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά στο ρωσικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Ria Novosti τότε, ότι το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου, χρησιμοποιήθηκε για να πέσει η κυβέρνηση Καραμανλή. Τελικά η μοναδική ανάμνηση που έχει μείνει από το προεκλογικό ταξίδι του Αντώνη Σαμαρά στη Ρωσία είναι η υπενθύμιση της σύνδεση των δύο χωρών με την Ορθοδοξία.

Ομοίως, ενώ οι σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ, τα τρία τελευταία χρόνια πηγαίνουν από το καλό στο καλύτερο - και εδώ οφείλει κανείς να παραδεχτεί ότι η συνεισφορά του Γιώργου Παπανδρέου είναι μεγάλη -, ενώ πριν γίνει πρωθυπουργός, ο Αντώνης Σαμαράς πραγματοποίησε ένα πολύ επιτυχημένο είναι η αλήθεια ταξίδι στο Ισραήλ, ενώ τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης οι Ισραηλινοί έδειξαν να εμπιστεύονται τον Έλληνα πρωθυπουργό, το τελευταίο χρονικό διάστημα εκτός του ότι διαπιστώνεται στασιμότητα, πληροφορίες αναφέρουν ότι κάποιοι στην ελληνική κυβέρνηση ναρκοθετούν αυτή τη σχέση. Το ερώτημα είναι: Γιατί; Και να σκεφτεί κανείς ότι ένας από τους βασικότερους και πιο ένθερμους υποστηρικτές, όχι σήμερα, αλλά εδώ και πολλά χρόνια της ελληνο – ισραηλινής προσέγγισης, της στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ, είναι ένας εκ των βασικότερων συνεργατών του Αντώνη Σαμαρά, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης. Από την άλλη βέβαια, όπως συμφωνούν εδώ και πολλά χρόνια κάποιοι από τους σοβαρότερους αναλυτές "Δεν είναι να εμπιστεύεται κανείς όσους ενεπλάκησαν στο "Δίκτυο 21. Αν τους δινόταν η δυνατότητα να ασκήσουν εξωτερική πολιτική, η εθνική καταστροφή θα ήταν αναπόφευκτη". Μήπως, όμως, τελικά επιβεβαιωθούν, όσοι ανησυχούν για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από αυτή την κυβέρνηση;


Η αποκρατικοποίηση της ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ και η στρατηγική της Γερμανίας

Η υπόθεση της αποκρατκοποίησης της ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ εκτός του ότι είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, με τον τρόπο και τις καθυστερήσεις που εξελίσσεται, ωστόσο μπορεί να αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης ή για την ανατροπή της. Όχι δεν θα ασχοληθούμε με τις αστειότητες που αναπαρήγαγαν συγκεκριμένα κέντρα και σύμφωνα με τις οποίες «Η επίθεση με καλάσνικοφ στο γραφείο του πρωθυπουργού στη λεωφόρο Συγγρού συνδέεται με την αποκρατικοποίηση είτε του ΟΠΑΠ, είτε της ΔΕΠΑ – ΔΕΣΦΑ» ή ότι "κουμπουροφόροι απειλούν με αποσταθεροποίηση την κυβέρνηση. Ωστόσο, σίγουρα η καθυστέρηση στις αποφάσεις από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης περιπλέκει πολύ τα πράγματα ιδιαίτερα δε αν παρατηρήσει κανείς ότι η πρόταση της ρωσικής sintez είναι κατά πολύ καλύτερη από τις υπόλοιπες, κι όμως, δεν έχει προχωρήσει τίποτα, με την εν λόγω εταιρία είτε να αναζητά φόρμουλες συνεργασιών ώστε να μετριαστούν οι ανησυχίες για τον απόλυτο έλεγχο της αγοράς ενέργειας, είτε στελέχη της να προχωρούν σε καθησυχαστικές δηλώσεις. Όμως, είναι οφθαλμοφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με δέος το ενδεχόμενο να διαταράξει στρατηγικές σχέσεις και status διεθνών σχέσεων δεκαετιών, αλλά και να βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρούς εγχώριους «παίκτες» του τομέα της ενέργειας αν προκρίνει τελικά την ρωσική πρόταση, απέναντι στην οποία δεν είναι αντίθετοι οι Γερμανοί. Οι καθυστερήσεις αυτές, από την πλευρά της κυβέρνησης είναι σίγουρο ότι επιβαρύνουν τη θέση της έναντι και των τελευταίων συμμάχων της σε διεθνές επίπεδο: Των Γερμανών.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βασική επιδίωξη της Γερμανίας είναι να λειτουργήσει εταιρικά και όχι συγκρουσιακά ή άκρατα ανταγωνιστικά με τον ρωσικό πολιτικό και οικονομικό παράγοντα, έστω και αν το Κρεμλίνο δεν είναι ακριβώς σύμφωνο με τις επιδιώξεις του Βερολίνου. Με λίγα λόγια οι Γερμανοί, οι οποίοι επιθυμούν για ευνόητους λόγους η χώρα τους να μετεξελιχθεί (επιτέλους) στον τρίτο γεωστρατηγικό διεθνή πόλο ή σε διεθνή παίκτη, που θα ισορροπήσει ως ισχυρός παράγοντας ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, επιδιώκουν την σταδιακή συγκρότηση του ρωσογερμανικού άξονα. Οι Ρώσοι, όμως, φαίνεται ότι είναι αρνητικοί - ακόμη τουλάχιστον - σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Εκτός όλων αυτών πρέπει κανείς να συνυπολογίζει πάντοτε ότι η Γερμανία εξαρτάται από το ρωσικό φυσικό αέριο και δεδομένων των μεταβολών που έχουν συντελεστεί από το 1991, στον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε εκείνον του ΝΑΤΟ, η Γερμανία επεξεργάζεται τη σχέση της με τη Ρωσία ως βασική εναλλακτική στρατηγική. Εξάλλου η Γερμανία έχει δείξει ότι επιχειρεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, να φέρει τη Ρωσία, όσο γίνεται πιο κοντά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Όπως μάλιστα αναφέρει ο Τζωρτζ Φρίντμαν σε μία παλαιότερη ανάλυσή του "Μια ιδανική κατάσταση για τη Γερμανία θα ήταν μια γαλλο-γερμανο-ρωσική Αντάντ". Την στρατηγική αυτή της Γερμανίας θα την ακολουθήσουν μοιραία, θέλουν - δεν θέλουν, οι γερμανόφιλες κυβερνήσεις, όπως αυτή του Αντώνη Σαμαρά. Όμως, οι επικεφαλής αυτών των κυβερνήσεων, ιδιαίτερα δε σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, γνωρίζουν ότι μια στρατηγική επιλογή αυτού του μεγέθους, μπορεί να σημάνει και το πολιτικό τους τέλος, ιδιαίτερα δε όταν η Αμερικανοί παρακολουθούν με ιδιαίτερα μεγάλο ενδιαφέρον την ενδεχόμενη μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη υλοποίηση του δόγματος "ισχύς εν τη ενώσει" σε μία γερμανορωσική εταιρική σχέση, η οποία σημαίνει με λίγα λόγια το εξής: Συνδυασμός της γερμανικής τεχνολογίας με τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους. Όσο, όμως, ακόμη η στρατηγική της Γερμανίας, εξακολουθεί και βρίσκεται εγκλωβισμένη ή προσηλωμένη στο μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι Αμερικανοί δεν έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν. Μάλλον σοβαρούς λόγους ανησυχίας θα έπρεπε να έχουν οι αδύναμοι και υποτακτικοί γερμανόφιλοι. 


Η ανακήρυξη της ΑΟΖ 

Ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ μπορεί να δήλωσε ότι δεν ήρθε για να «πουλήσει όπλα», όμως κατέστησε δηλωτικό ότι η Γαλλία ενδιαφέρεται για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου ή πετρελαίου, τα οποία εντοπίζονται ή θα εντοπιστούν εντός της ελληνικής επικράτειας, στο Αιγαίο Πέλαγος. Δεν είναι δα και κανένα νέο αυτό: Εδώ και πάρα πολύ καιρό οι γαλλικές εταιρείες έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην Κύπρο και στην Ελλάδα, όπως την έκαναν και ταχύτατα στη Λιβύη ταυτόχρονα με την υλοποίηση του σχεδίου ανατροπής του Συνταγματάρχη Καντάφη.

Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, φρόντισε αμέσως να καταστήσει δηλωτική την πρόθεσή του για συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων στο Αιγαίο πέλαγος και γενικότερα στις ελληνικές θάλασσες πραγματοποιώντας μία δήλωση η οποία σηκώνει πολλές συζητήσεις: «Τα ενεργειακά αποθέματα της Ελλάδας, βρίσκονται στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο, αποτελούν πλουτοπαραγωγικές πηγές ευρύτερα της Ευρώπης». Με αυτή του τη δήλωση, ο Αντώνης Σαμαράς, όχι μόνο άνοιξε τη συζήτηση και το δρόμο για την συνεκμετάλλευση των ελληνικών ενεργειακών κοιτασμάτων, αλλά και δείχνει να επιβεβαιώνει όσους μίλησαν ότι η συνάντηση που είχε με τον Τούρκο ομόλογό του Ταγίπ Ερντογάν στο Κατάρ και οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν εκεί είχαν στο μενού τη συνεκμετάλλευση.

Λίγα 24ωρα μετά από τη δήλωση του Αντώνη Σαμαρά, παρουσία του Φρανσουά Ολάντ, έγινε το πρώτο crash test: Με – όχι τυχαία καθυστέρηση πολλών μηνών – ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Δημήτρης Αβραμόπουλος υπέβαλλε ρηματική διακοίνωση στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την πρόθεση της Αγκύρας να προχωρήσει, στο επόμενο διάστημα, σε ενεργειακές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Μπορεί κάποιοι συνοδοιπόροι της ντόπια ελίτ να έκαναν – ενσυνείδητα ατυχώς – λόγο για μία «πρώτη κίνηση έμμεσης ανακήρυξης της ΑΟΖ, ένα είδος προπαρασκευαστικού της σταδίου, που δείχνει καθαρά, ειδικά ενόψει υλοποίησης των τουρκικών εξαγγελιών, ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται ούτε τον πλούτο της να εκχωρήσει, ούτε να αποδεχθεί τετελεσμένα της γειτονικής χώρας σε ένα τόσο κρίσιμο, καθοριστικό για τα συμφέροντά της πεδίο», όμως υπάρχει και άλλη ανάγνωση: Η κίνηση της Ελλάδας, η οποία δεν καθυστέρησε τυχαία επί μήνες – και δεν καθυστέρησε διότι τώρα είναι το timing που ανοίγει ο διάλογος για τη συνεκμετάλλευση – ουσιαστικά έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να καταστήσει δηλωτικές με σαφήνεια τις προθέσεις της και την άκαμπτη θέση της απέναντι στο ζήτημα της ανακήρυξης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

Η Άγκυρα ξεκαθάρισε ότι θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Και η Τουρκία, όχι μόνο δεν ενοχλήθηκε από τη ρηματική διακοίνωση που υπέβαλε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών, αλλά διευκολύνθηκε ώστε απατώντας δια του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών ξεκαθάρισε επί της ουσίας το εξής: Η συνεκμετάλλευση ή τίποτα. Μάλιστα πρέπει να προκαλεί ερωτήματα πως η αποδυναμωμένη Ελλάδα με την διαλυμένη εθνική οικονομία «βρυχάται» στην παρούσα συγκυρία. Ας μην ανησυχεί λοιπόν κανένας: Η Ελλάδα και η Τουρκία δεν οδηγούνται σε καμία κρίση υφαλοκρηπίδας και ούτε βέβαια η κατά παραγγελία πρωτοβουλία εντυπώσεων του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα αποτρέψει την αποστολή του τουρκικού ερευνητικού σκάφους Polarcus Samur. Αυτά είναι για τα μπρίφινγκς στο υπουργείο Εξωτερικών ή για την άτυπη ενημέρωση των διπλωματικών συντακτών. Το σημαντικότερο είναι ότι παραμένουν τα ερωτηματικά για την απόφαση της Αθήνας να αντιδράσει σε μια απόφαση της Τουρκίας για τη διεξαγωγή ερευνών εντός της ελληνικής και της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, η οποία έγινε γνωστή τον περασμένο Απρίλιο και μάλιστα μία εβδομάδα πριν από την συνάντηση που θα έχει ο Αντώνης Σαμαράς με τον Ταγίπ Ερντογάν την ερχόμενη Τρίτη. Τα ερωτήματα γίνονται πιο πολλά δεδομένου ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, σε αντίθεση με την Ελλάδα προσέφυγε στον ΟΗΕ τον περασμένο Ιούνιο. Στην πραγματικότητα η κοινή γνώμη στην Ελλάδα προετοιμάζεται για την συνεκμετάλλευση, η οποία θα της σερβιριστεί ως αναπόφευκτη, καθώς όποιος άλλος δρόμος θα σημάνει "τύμπανα πολέμου". Ενός πολέμου, τον οποίο η αδύναμη Ελλάδα θα τον έχανε. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι έχει χάσει "από τα αποδυτήρια".

  • Όπως λέγεται, ο Αντώνης Σαμαράς , κατόπιν εισήγησης του Χρύσανθου Λαζαρίδη, έχει δώσει την εντολή για τη λειτουργία μιας άτυπης , μη θεσμικής και αμφιβόλου επάρκειας σε ότι αφορά τις γνώσεις για το αντικείμενο, ομάδας εμπίστων, οι οποίοι χειρίζονται το θέμα της ΑΟΖ, χωρίς να είναι ενήμερο το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το υπουργείο Εξωτερικών. Και ένα ακόμη ερώτημα: Τι ακριβώς πηγαίνει να κάνει στην Τουρκία ο πρωθυπουργός κ. Σαμαράς. Όμως, όλα έχουν εξήγηση.


Εθνική καταστροφή;

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δημιουργούν την ανάγκη να επαναφέρουμε όσα είχαμε αποκαλύψει στο ρεπορτάζ του Periodista.gr με τίτλο «Το τυράκι της debt crisis και η φάκα στα Εθνικά Θέματα», τον περασμένο Οκτώβρη. Τότε, στις 15 Οκτωβρίου 2012, είχαμε αποκαλύψει τα όσα είχε αναφέρει σε ιδιωτική συζήτηση ξένος διπλωμάτης «Τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο. Τι θα συμβεί αν λόγω της αποδυνάμωσης της Ελλάδας, στο πεδίο της εθνικής οικονομίας, αλλά και της άμυνας ξεσπάσει μία κρίση στο Αιγαίο ή μία κρίση με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για το ζήτημα της ονομασίας; Τι θα συμβεί αν ξεσπάσει μία κρίση στην Κύπρο με την Τουρκία; Όλοι βλέπουν το τυράκι, που είναι η debt crisis και κανείς δεν βλέπει τη φάκα. Κανείς δεν θα πρέπει να θεωρεί βέβαιο ότι αν ξεσπάσει μία εθνική κρίση ή μία κρίση με την Τουρκία, τότε το ΝΑΤΟ θα παρέμβει υπέρ της Ελλάδος ή θα διαδραματίσει επιδιαιτητικό ρόλο. Και αν παρέμβει (το ΝΑΤΟ), τότε ίσως θα είναι κατόπιν εορτής, όπως ακριβώς έγινε στην Κύπρο το 1974».

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται σήμερα η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά τα εθνικά θέματα τείνει να δικαιώσει τα όσα είχε πει ο ξένος διπλωμάτης ισχυρού κράτους. Ο τρόπος με τον οποίο «σηκώνεται» σήμερα το θέμα της ανακήρυξης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης θα οδηγήσει με νομοτελειακό τρόπο στην επιδιαιτησία και στην συνεκμετάλλευση (η οποία μάλιστα θα παρουσιαστεί ως μονόδρομος), ειδικά σε μία περίοδο που τα γερμανικά και τα γαλλικά συμφέροντα έχουν πατήσει για τα καλά το πόδι τους όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο. Την ίδια στιγμή που η αποδυναμωμένη Ελλάδα «σηκώνει» το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, ο αλβανικός μεγαλοϊδεατισμός εκδηλώνεται με σφοδρότητα δια στόματος του Αλβανού πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, στα Βαλκάνια αναμένεται αναζωπύρωση των εθνικιστικών εξάρσεων και ίσως με τους άτεχνους χειρισμούς που πραγματοποιεί η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, που αποτελούν ένα μείγμα στρατηγικής τύπου «Εθνικής Εταιρείας» και υποτελούς στάσης στα γερμανικά συμφέροντα, στο τέλος βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα εθνική καταστροφή. Ακόμη και το θέμα της συνεκμετάλλευσης απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Διότι μπορεί οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και η Γαλλία να είναι σύμμαχοι της Ελλάδας, αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι θα κινηθούν την κρίσιμη ώρα για να προστατεύσουν μια γερμανοκαθοδηγούμενη πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, θα μπορούσε το ΝΑΤΟ να περέμβει κατόπιν εορτής, όπως περιέγραψε ευθέως ο ξένος διπλωμάτης ισχυρής χώρας που αναφέραμε πιο πάνω. Μόνο που τότε θα είναι αργά, ο ελληνικός λαός θα έχει πληρώσει ακριβά την υποτέλεια της κυβέρνησης και θα αναζητά ενόχους της εθνικής προδοσίας.

Δεν πρέπει, όμως, να παραγνωρίζουμε και κάτι ακόμα.

Όπως αναφέρουν σε συζητήσεις καλά πληροφορημένοι κύκλοι «Η αδιέξοδη πορεία της ελληνικής οικονομίας μπορεί να οδηγήσει είτε σε εμφύλιο πόλεμο, είτε σε εθνική καταστροφή». Αν το πρώτο είναι δύσκολο να συμβεί για πολλούς λόγους, οι οποίοι δεν είναι της παρούσης, το δεύτερο δεν θα ήταν διόλου απίθανο. Με ποιον τρόπο εξάλλου θα μπορούσε να συσπειρωθεί ένας εξουθενωμένος, εξαντλημένος, εξαθλιωμένος και φτωχοποιημένος λαός., ώστε να επανέλθει και πάλι η «πεφωτισμένη» αστική τάξη και να επιβάλλει την «τάξη» σε μία χώρα εδαφικά ακρωτηριασμένη μεν, επανερχόμενη, όμως, στο status έστω και μιας ψευδεπίγραφης εθνικής ενότητας, μιας εθνικής ενότητας η οποία θα λειτουργήσει, όπως εξάλλου έχει διδάξει η ιστορία, υπέρ των μεγάλων συμφερόντων και εις βάρος του λαού, ο οποίος στην περίπτωσή μας θα έχει μετατραπεί στην πλέον φθηνή εργατική δύναμη της Ευρώπης, στην πρώτη ευρεία Ειδική Οικονομική Ζώνη της Ευρώπης και με τα ξένα κοράκια χωρίς κανένα εθνικό όφελος να εκμεταλλεύονται το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον Χρυσό, όπως περίπου συνέβη στις μπανανίες της Λατινικής Αμερικής.

Στο δια ταύτα 

Η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά, απομακρύνεται σαφώς από την αμερικανική σφαίρα επιρροής, εγκαταλείπει τη στενή σχέση με την Ουάσιγκτον, καθυστερεί την μετεξέλιξη της στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίας με το Ισραήλ, επιλέγει να προσδεθεί με τρόπο κραυγαλέο στο γερμανικό άρμα και «κρυφοκοιτάζει» ταυτόχρονα προς την Γαλλία πιστεύοντας ότι ο γαλλογερμανικός άξονας θα εξακολουθήσει να είναι ισχυρός, έστω και αν δεν είναι ξεκάθαρο για πόσο ακόμη η Γαλλία θα αντέξει. Πιθανότατα στο Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο κατευθύνει ως «μικρή Καγκελαρία» ολόκληρη την εξωτερική πολιτική στην παρούσα συγκυρία με το υπουργείο Εξωτερικών να διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο, να μην έχουν εμπιστοσύνη στον αμερικανικό πολιτικό παράγοντα και στο ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι δεν θα προστατεύσουν τα ελληνικά συμφέροντα, όπως συνέβη κατά το παρελθόν, ούτε βέβαια την Κύπρο.

Πιθανότατα, οι «προφέσορες» του Μεγάρου Μαξίμου και οι κύκλοι που τους βοηθούν στα εθνικά θέματα και στην χάραξη εθνικής στρατηγικής να μην επηρεάζονται από το ερώτημα που τίθεται με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα τελευταία: Πόσο ακόμη η Τουρκία θα είναι το αγαπημένο παιδί των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ;. Επίσης, ίσως αγνοούν το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν, όπως εξάλλου έχει ο ίδιος δηλώσει, αναγνωρίζει κοινές αξίες και κάνει στροφή προς τον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO). Μπορεί επίσης έχοντας άγνοια κινδύνου στην ελληνική κυβέρνηση, να μην θεωρούν ότι με την πρόσδεση στο άρμα του Βερολίνου η Ελλάδα θα κινδυνεύσει στο μέλλον να συντριβεί στο πεδίο της ανάπτυξης των σκληρότερων εκδοχών σύγκρουσης ΗΠΑ – Γερμανίας και να πιστεύουν ότι η χώρα μας θα διασωθεί και μάλιστα ως μελλοντικός προνομιακός «παίχτης» εντός του «τρίτου» πόλου (πέραν των ΗΠΑ και της Ρωσίας), εντός μιας ομοσπονδιοποιημένης, δηλαδή γερμανικής Ευρώπης, η οποία, όμως, θα «κρυφοκοιτάζει» προς την πλευρά της Ρωσίας με την ελπίδα να γύρει η ζυγαριά σε βάρος των ΗΠΑ. Ποιος ξέρει, μπορεί κάποιοι να θεωρούν ότι η συμφωνία της Γιάλτας έχει ξεπεραστεί ή ότι οι σφαίρες επιρροής επειδή έχει ξεπροβάλλει "ισχυρός" ο γερμανικός εθνικισμός. Ο καιρός θα δείξει.


Του Δημήτρη Μπεκιάρη 

www.periodista.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: