Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

Χριστουγεννιάτικα έθιμα στην Ήπειρο


Του Αποστόλη Δ. Καλαντζή


Βαρύς ο χειμώνας στην Ήπειρο. Το κρύο τσουχτερό και οι μύτες κατακόκκινες έτρεχαν ασταμάτητα. Το χιόνι πολλές φορές έφτανε ως το γόνατο. Οι χωριανοί, από νωρίς το φθινόπωρο, φρόντιζαν να υψώσουν στοίβες από ξύλα για το τζάκι και να προμηθευτούν τ’ αναγκαία τρόφιμα, φασόλια, φακές, ρεβίθια και από τον Αύγουστο ακόμα τον απαραίτητο τραχανά για το μακρύ χειμώνα που θα ’ρχονταν σε λίγο.Παραμονή Χριστουγέννων. Όλα προκαθορισμένα για τη μέρα αυτή. Η μάνα μας έλουζε από νωρίς και λούζονταν και η ίδια για να’ ναι καθαρή γιατί σε λίγο θα καταπιάνονταν με τα σπάργανα του Χριστού. Ο πατέρας που ήταν και επίτροπος στην εκκλησία, έλιωνε τ’ αποκέρια σε μια καραβάνα κι εμείς κρατούσαμε ένα μακρύ φιτίλι και ρίχναμε με το κουτάλι το λιωμένο κερί για να φτιάξουμε χειροποίητα κεριά γιατί η εκκλησία ήταν φτωχή και οι δεκάρες των πιστών δεν έφταναν ν’ αγοραστούν καινούργια. Και λίγο μετά τα μεσάνυχτα σήμαινε η καμπάνα. Αγουροξυπνημένοι και τρέμοντας από το κρύο, φορώντας τα γιορτινά μας ρούχα σπεύδαμε να ακούσουμε το Θείο μήνυμα.
Τα Χριστούγεννα στο χωριό μας ήταν οικογενειακή γιορτή, χωρίς γλέντια και χορούς. Καμιά βίζιτα σε κανένα Χρήστο και τίποτα παραπάνω. Εμείς τα παιδιά δε λέγαμε τα κάλαντα, όπως γίνονταν στις πόλεις, γιατί οι χωριανοί δεν είχαν τίποτα να μας δώσουν χειμώνα καιρό. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής εμείς αλλού είχαμε το νου μας. Στις τηγανίτες της πλάκας. Εκεί είχαμε τις απαντοχές μας.
Θα μας φκιά’εις τ’γανίτις μάνα;
Θα σας φκιάκω.
Τ’ς πλάκας;
Τ’ς πλάκας. Μαναχά τ’ φωτιά ν’ αρματώστε εσείς … 
Και η καημένη η μάνα που ήξερε πως τα λιανόκλαρα που θα φέρναμε εμείς δε θα ’φταναν για να ζεσταθεί η πλάκα για τις τηγανίτες φορτώνονταν η ίδια μερικά ξερόκλαδα για τη φωτιά.Το αίτημά μας αυτό στριφογύριζε στο μυαλό μας από την αρχή του σαραντάημερου. Διατυπώνονταν, όμως, την παραμονή των Χριστουγέννων. Η μακρά νηστεία μας έκανε να ονειρευόμαστε κάθε βράδυ σωρούς τηγανίτες βουτηγμένες στο μέλι με καρύδια και τεντζερέδες γιομάτους κοψίδια.Τα Χριστούγεννα έπαιρναν μέσα μας μια άλλη διάσταση. Δεν περιμέναμε βέβαια δώρα από τους γονείς μας. Για παραπανίσια έξοδα ήταν; Ντύσιμο, πόδεμα και το καθημερινό κομμάτι έφτανε και περίσσευε. ‘Όποιος τα εξασφάλιζε στα παιδιά του ήταν κι ο … πρώτος νοικοκύρης. Αλλά να, κοντά στα Χριστούγεννα ο πατέρας θα πήγαινε στα Γιάννενα και μαζί με το δεμάτι τα πράσα θα έφερνε και λίγο χάσκο (άσπρο ψωμί) και κανένα πορτοκάλι.-Το πορτοκάλι έχει εννιά φέτες … μας έλεγε και μας έδινε από μία. Στο σπίτι ήμασταν οχτώ (έξι παιδιά και οι δυο γονείς) κι έτσι περίσσευε μια φέτα. Η μάνα την έδινε στο μικρότερο, για να μη γκρινιάζει έλεγε, για να επισύρει την καθολική διαμαρτυρία και την οργή εμάς των υπολοίπων.Τα Χριστούγεννα θα τρώγαμε και κριάς (κρέας). Από το δεκαπενταύγουστο που είχαμε φάει τον κόκορα, ζήτημα να είχε μπει μια – δυο φορές κρέας στον τέντζερη. Αλλά πριν απ’ όλα θα τρώγαμε τηγανίτες της πλάκας.Κάθε παραμονή όλο το χωριό έφτιαχνε τηγανίτες της πλάκας. Και η μάνα που ήξερε πόσο τις περιμέναμε δε μας χάλαγε ποτέ χατίρι. Μόνο που όλα έπρεπε να γίνουν με σεβασμό και τάξη, κατά πώς ορίζουν τα έθιμά μας. Γιατί το έδεσμα αυτό δεν ήταν απλές τηγανίτες, ήταν «τα σπάργανα» του Χριστού και γι’ αυτό ευλογημένες από τη θρησκεία μας. Αν κι αυτό πολύ λίγο μας απασχολούσε. Εμείς μόνο τα γουργουρητά της κοιλιάς μας ακούγαμε.
Ανάλογες, λοιπόν, ήταν και οι προετοιμασίες. Άρχιζαν από το πρωί της παραμονής. Η μάνα διάλεγε μια μεγάλη μαύρη πλάκα, την έπλενε καλά και την απίθωνε δίπλα στο τζάκι. Κοσκίνιζε ύστερα το αλεύρι κι ετοίμαζε τα σκεύη για το ζύμωμα. Μη φανατιστείτε εκλεκτά υλικά (φαρίνα, αβγά, μπαχαρικά κλπ.). Σκέτο σταρένιο αλεύρι –που μοσχομύριζε είναι αλήθεια – και νερό. Σε μας δεν απέμενε παρά «ν’ αρματώσουμε » τη φωτιά. Βλέπεις η φωτιά εκείνο το βράδυ έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Να καίει απ’ όλα τα είδη των κλαριών. Τα σπάργανα του Χριστού θα έψενε. Δεν ήταν παίξε γέλασε. Ξαμολιόμασταν, λοιπόν, για να συνάξουμε όσο περισσότερα είδη ξύλων μπορούσαμε.
Εκείνη τη μέρα όλα τα παιδιά του χωριού περιδιαβαίναμε τα πλάγια από τον Αι-Λιά ως το λόγγο τ’ς Ξάνθ’ς κι από τα Μαζαράκια ως το Στεφάνι για την απόκτηση της πολυπόθητης πραμάτειας. Παρ’ ότι ξεκινούσαμε παρέες, στην πορεία χωρίζαμε γιατί το έπαθλο ήταν η πρωτιά. Και η πρωτιά με την παρέα δε συμβιβάζονται γι’ αυτό η αναζήτηση γινόταν με κάθε μυστικότητα.
Πόσα έχεις; Με ρώτησε ο Κώστας σαν με είδε φορτωμένο με το δεμάτι.
27 … του απάντησα.
Τσσς … εγώ έχω 29. Έχω και κουφοξυλιά και κρανιά … μου αποκρίθηκε με ορατή την έπαρση του νικητή.
Ο Κώστας ήταν γείτονας και πολύ καλός φίλος. Πολλές οι κοινές εξορμήσεις μας σε φρούτα, σταφύλια, ή σε καλαμπόκια. Ποτέ δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Τώρα όμως; Ήταν η πρωτιά βλέπεις. Μετά την πρώτη έκπληξη αναρωτήθηκα.
- Καλά, η κουφοξυλιά φυτρώνει στο Στεφάνι και μπορεί να πήγε ως εκεί. Η κρανιά όμως; Τ’ αμπέλια που είναι γεμάτα από δαύτες είναι μια ώρα δρόμο από το χωριό. Πότε έφτασε ως εκεί; Πήγα να του πω « δείξ’ τα μου… » αλλά ο εγωισμός δε μ’ άφηνε. Οι εξηγήσεις ότι, τάχα την κρανιά του την έφερε ο πατέρας του από τις στάνες στ’ αμπέλια δε μ’ έπεισαν. Έμεινα με την αμφιβολία.
Η φωτιά της βραδιάς αυτής δεν έπρεπε να είναι σαν τις καθημερινές. Θα ζέσταινε τα «σπάργανα» του Χριστού και γι’ αυτό «αρματωμένη» με πολλά και διάφορα ξύλα. Φτελιά, κερασιά, καρυδιά, φράξο κλπ. Το πουρνάρι δεν το μετρούσαμε γιατί μ’ αυτό ανάβαμε καθημερινά τη φωτιά κι επομένως παρακατιανό.
Και το βράδυ η πλάκα πάνω στην πυροστιά έψηνε τις μεγάλες, απλαδωτές, αλάδωτες τηγανίτες. Κάτι σαν τις σημερινές πίτες για τα σουβλάκια. Και σα γίνονταν σωρός στο ταψί, αντί για μέλι – πού να το βρίσκαμε; - ζαχαρόνερο. Η νοστιμιά τους δε λέγεται. Βλέπεις η σαραντάημερη νηστεία είχε κάνει το θαύμα της. Πληρότητα κοιλιάς και αγαλλίαση ψυχής ! Τύφλα να ’χουν τα μελομακάρονά σας αστοί … Αναπολώντας τα όλ’ αυτά μετά από τόσα χρόνια, νιώθω την ίδια χαρά και αγαλλίαση των στιγμών εκείνων.
Κάτι μυστήρια πράγματα που σου σκαρώνει καμιά φορά η μνήμη …

Δεν υπάρχουν σχόλια: