Απολαύστε
τα video
Ρευματιά
Η Ρευματιά (Τοπική Κοινότητα Ρευματιάς - Δημοτική
Ενότητα ΛΟΥΡΟΥ), ανήκει στον δήμο ΠΡΕΒΕΖΑΣ της Περιφερειακής Ενότητας ΠΡΕΒΕΖΑΣ
που βρίσκεται στην Περιφέρεια Ηπείρου, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση της
Ελλάδας όπως διαμορφώθηκε με το πρόγραμμα "Καλλικράτης".
Η επίσημη ονομασία
είναι "η Ρευματιά", ενώ το παλιό είναι Γκιόναλα. Έδρα του δήμου είναι η Πρέβεζα
και ανήκει στο γεωγραφικό διαμέρισμα Ηπείρου.
Κατά τη διοικητική διαίρεση της
Ελλάδας με το σχέδιο "Καποδίστριας", μέχρι το 2010, η Ρευματιά ανήκε στο Τοπικό
Διαμέρισμα Ρευματιάς, του πρώην Δήμου ΛΟΥΡΟΥ του Νομού ΠΡΕΒΕΖΗΣ.
Η Ρευματιά
έχει υψόμετρο 498 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, σε γεωγραφικό πλάτος
39,2933857349 και γεωγραφικό μήκος 20,7162017147.
Οδηγίες για το πώς θα
φτάσετε στη Ρευματιά θα βρείτε
εδώ.
Ρευματιά (Γκιόναλα), ένα από
τα Σουλιοτοχώρια, του επταχωρίου.
Σούλι.
Ιστορική γεωγραφική περιοχή της
Ηπείρου, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά αποτελούν
ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας, που περιλαμβάνει τα
όρη Μούργκα (1.340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια (1.082 μ.). Στους
πρόποδες των βουνών αυτών υψώνονται δύο λόφοι, ο ένας απέναντι στον άλλον: το
Κούγκι (βλ. λ.), πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το μικρό εκκλησάκι της Αγίας
Παρασκευής, και η Κιάφα (βλ. λ.), όπου βρίσκεται φρούριο. Απέναντι από το Κούγκι
υψώνεται άλλος λόφος, πάνω στον οποίο είναι χτισμένος ο ναός του Αγίου Δονάτου,
όπου συγκεντρώνονταν στην προεπαναστατική περίοδο οι Σουλιώτες όταν
πραγματοποιούσαν γενικά συνέδρια. Πάνω από το χωριό Κιάφα υψώνεται ο βράχος της
Μπίρας (Τρύπας), το βορειοδυτικό μέρος του οποίου ονομάζεται Μπρέκε Βετερίμε (=
Ράχη της Αστραπής). Η όλη περιοχή είναι άγρια και ορεινή και μοιάζει με
γιγαντιαίο φρούριο, του οποίου πύργοι και επάλξεις μπορούν να θεωρηθούν οι
βουνοκορφές.
Ιστορία.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Χριστόφορου Περραιβού, το
Σούλι και τα χωριά του συνοικίστηκαν μεταξύ του 16ου και των αρχών του 17ου αι.,
από κατοίκους των γύρω χριστιανικών χωριών της Θεσπρωτίας, που θέλησαν να
αποφύγουν τις καταπιέσεις των Οθωμανών. Οι φυγάδες αυτοί έχτισαν τέσσερα μεγάλα
χωριά, το Σ., την Κιάφα, τη Σαμονίβα και τον Αβαρίκο. Οι κάτοικοι των χωριών
αυτών ήταν χωρισμένοι σε 47 συνολικά φάρες, από τις οποίες οι σπουδαιότερες ήταν
αυτές που δοξάστηκαν στους πολέμους των Σουλιωτών εναντίον του Αλή πασά και κατά
την Επανάσταση του 1821 (Τζαβέλα, Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Δαγκλή κ.ά.).
Οι πρώτοι
κάτοικοι των χωριών αυτών ήταν αλβανόφωνοι χριστιανοί. Εξαιτίας όμως της
διαμάχης τους με τους εξισλαμισμένους Αλβανούς (Τουρκαλβανούς), η ιστορική
πορεία τους συνδέθηκε γρήγορα με την αντίστοιχη των Ελλήνων. Επειδή το φτωχό,
βραχώδες έδαφος των χωριών του Σ. δεν ήταν δυνατόν να θρέψει τους κατοίκους, οι
Σουλιώτες γρήγορα εγκατέλειψαν την ειρηνική, κτηνοτροφική τους ενασχόληση και
επιδόθηκαν σε ληστρικές επιδρομές εναντίον των γειτονικών χωριών,
μουσουλμανικών, αλβανικών και ελληνικών, χωρίς διάκριση. Οι κάτοικοι των χωριών
αυτών αναγκάστηκαν να δεχτούν μια μορφή υποταγής στους σκληροτράχηλους
Σουλιώτες, στους οποίους χορηγούσαν τακτικά ένα είδος φόρου σε χρήματα ή σε
είδος. Αλλά και οι κάτοικοι του Σ. ήταν υπόχρεοι ενός, μικρού έστω, φόρου προς
την τουρκική διοίκηση, τουλάχιστον κατά τις ειρηνικές περιόδους.
Τα χωριά του
Σ. οργανώθηκαν, με βάση αυτό το καθεστώς, σε μια ομοσπονδία, το Τετραχώρι, στην
οποία οι Σουλιώτες ανέλαβαν τα καθήκοντα του πολέμου και της προστασίας από τις
επιδρομές και οι περίοικοι τη φροντίδα του επισιτισμού τους. Στην αυτόνομη αυτή
ομοσπονδία καθιερώθηκαν σύντομα νόμοι και θεσμοί, νομοθετικά και εκτελεστικά
σώματα, επίσημες στρατιωτικές δυνάμεις κ.ά. Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου
αι., οι κάτοικοι του Τετραχωρίου άρχισαν να αυξάνονται λόγω της συρροής φυγάδων
από τα γειτονικά χωριά, όπου οι εξισλαμισμοί είχαν δυσχεράνει τη ζωή των
χριστιανών. Γύρω στο 1720, οι κάτοικοι της σουλιώτικης ομοσπονδίας έφτασαν τους
2.500, από τους οποίους περίπου οι πεντακόσιοι είχαν αναλάβει τη φροντίδα της
στρατιωτικής άμυνας του Σ. Από τα μέσα του 18ου αι., οι πολεμικές επιχειρήσεις
των Σουλιωτών μετατράπηκαν από αμυντικές σε επιθετικές, γεγονός που επιτάθηκε
εξαιτίας των σοβαρών επισιτιστικών προβλημάτων της ομοσπονδίας, τα οποία είχε
δημιουργήσει η αύξηση του αριθμού των χωριών και η ανάλογη αύξηση του πληθυσμού.
Το 1741 οι Σουλιώτες κατέλυσαν την τουρκική εξουσία στα γειτονικά χωριά
Αλποχώρι, Παλαιοχώρι, Σκιαδά και Ρουσιάτσα, και το 1744 στα χωριά Τσεκούρι,
Περχάτι, Γκιόναλα, Κουτάτες, Βίλια, Ζαβρούχο, Αγόρανα και Σεριζιανά. Κατά την
περίοδο 1746-60, πολλά χωριά της πεδιάδας του Φαναριού περιήλθαν στη φορολογική
δικαιοδοσία των Σουλιωτών. Το 1760 νέες επιχειρήσεις δημιούργησαν μια σουλιώτικη
επικυριαρχία σχεδόν σε όλη τη νοτιοανατολική Ήπειρο (που ονομαζόταν πλέον
Παρασούλι ή Παρασούλια), όπου, εκτός από τους Σουλιώτες, κατοικούσαν 12.000
σύμμαχοί τους, οι λεγόμενοι Παρασουλιώτες. Η κατάσταση αυτή διευκόλυνε στην αρχή
τα τουρκικά συμφέροντα (εφόσον οι Παρασουλιώτες ήταν συνεπείς στις φορολογικές
τους υποχρεώσεις) και τα βενετικά, επειδή η σουλιώτικη επικράτεια αποτελούσε ένα
είδος ασπίδας μεταξύ των βενετικών εδαφών (Πάργα, Πρέβεζα) και των οθωμανικών.
Για τον ίδιο λόγο οι Σουλιώτες ευνοήθηκαν και από τους Γάλλους, οι οποίοι
διαδέχτηκαν τους Βενετούς στις ηπειρωτικές και επτανησιακές τους κτήσεις. Οι
στενές, ωστόσο, σχέσεις μεταξύ του Σ. και των εχθρών της Υψηλής Πύλης (Βενετών
και Γάλλων) προκάλεσαν σύντομα την ενόχληση των Τούρκων, οι οποίοι δεν
αντέδρασαν στις προσπάθειες του Αλή πασά να υποτάξει το Τετραχώρι.
Από την άλλη
μεριά, η αυτονομία του Σ. ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση και των
τοπικών μουσουλμάνων ηγετών, ιδίως των πασάδων των Ιωαννίνων (σοβαρές υπήρξαν οι
συγκρούσεις των Σουλιωτών με τον Χατζή Αχμέτ το 1721, με τον Μουσταφά πασά το
1754 κ.ά.), και των μπέηδων και αγάδων του Δελβίνου, του Γαρδικιού και προπάντων
του Μαργαριτιού. Από όλες αυτές τις κρίσεις οι Σουλιώτες βγήκαν αλώβητοι, εκτός
από τους περιβόητους πολέμους τους εναντίον του Αλή πασά Τεπελενλή.
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σ. πραγματοποιήθηκε χωρίς επιτυχία το 1789. Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Μόνο κατά την τρίτη εκστρατεία του (1800-3), οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι και εκεί, ύστερα από στενή πολιορκία, να συνθηκολογήσουν εξαιτίας της έλλειψης τροφής, νερού και πολεμοφοδίων. Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και λίγο αργότερα εγκατέλειψαν τα χωριά τους (μόνο ο ηγούμενος Σαμουήλ και μερικοί ακόμα έμειναν και ανατινάχτηκαν με την πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού στο Κούγκι)· κατευθύνθηκαν άλλοι στη ρωσοκρατούμενη Πάργα, άλλοι προς τον Λούρο (όπου αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους παρασπονδήσαντες Τουρκαλβανούς και να αγωνιστούν στο θρυλικό Ζάλογγο) και άλλοι προς τα Τζουμέρκα. Από τα Τζουμέρκα οι Σουλιώτες στράφηκαν προς τη μονή του Σέλτσου (όπου επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου), για να καταλήξουν, όσοι σώθηκαν, στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ του Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, οι Σουλιώτες, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Ύστερα από αλλεπάλληλους αγώνες κατόρθωσαν να κατοικήσουν ξανά στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820. Η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς και κατόπιν ο Ομέρ Βρυώνης. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ελληνικά στρατεύματα υπό τους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκούμενους Σουλιώτες. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), γεγονός που ανάγκασε τους Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, την πατρίδα τους (28 Ιουλίου 1822). Άλλοι κατέφυγαν στα Επτάνησα, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Τα Μποτσαραίικα πηγάδια στο Σούλι.
Η πρώτη μεγάλη εκστρατεία του πασά των Ιωαννίνων κατά του Σ. πραγματοποιήθηκε χωρίς επιτυχία το 1789. Την ίδια τύχη είχε και η δεύτερη απόπειρα του Αλή πασά το 1792. Μόνο κατά την τρίτη εκστρατεία του (1800-3), οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν στο Κούγκι και εκεί, ύστερα από στενή πολιορκία, να συνθηκολογήσουν εξαιτίας της έλλειψης τροφής, νερού και πολεμοφοδίων. Στις 12 Δεκεμβρίου 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και λίγο αργότερα εγκατέλειψαν τα χωριά τους (μόνο ο ηγούμενος Σαμουήλ και μερικοί ακόμα έμειναν και ανατινάχτηκαν με την πυριτιδαποθήκη του μοναστηριού στο Κούγκι)· κατευθύνθηκαν άλλοι στη ρωσοκρατούμενη Πάργα, άλλοι προς τον Λούρο (όπου αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους παρασπονδήσαντες Τουρκαλβανούς και να αγωνιστούν στο θρυλικό Ζάλογγο) και άλλοι προς τα Τζουμέρκα. Από τα Τζουμέρκα οι Σουλιώτες στράφηκαν προς τη μονή του Σέλτσου (όπου επαναλήφθηκε το δράμα του Ζαλόγγου), για να καταλήξουν, όσοι σώθηκαν, στο Αγρίνιο, στη Ναύπακτο, στο Μεσολόγγι και στα Επτάνησα. Κατά την εποχή της διαμάχης μεταξύ του Αλή πασά και της Υψηλής Πύλης, οι Σουλιώτες, αποβλέποντας να ξανακερδίσουν την πατρίδα τους, πήραν πότε το μέρος του ενός και πότε του άλλου αντιπάλου. Ύστερα από αλλεπάλληλους αγώνες κατόρθωσαν να κατοικήσουν ξανά στο Τετραχώρι στις 12 Δεκεμβρίου 1820. Η Υψηλή Πύλη όμως στράφηκε εναντίον τους, καθώς είχαν συμμαχήσει με τον Αλή πασά, και την εκστρατεία ανέλαβε ο Χουρσίτ πασάς και κατόπιν ο Ομέρ Βρυώνης. Στο μεταξύ ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ελληνικά στρατεύματα υπό τους Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο έσπευσαν να βοηθήσουν τους πολιορκούμενους Σουλιώτες. Η επιχείρηση όμως αυτή των Ελλήνων απέτυχε, ιδίως μετά την ατυχή μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), γεγονός που ανάγκασε τους Σουλιώτες να συνθηκολογήσουν με τον Ομέρ Βρυώνη και να εγκαταλείψουν, αυτή τη φορά οριστικά οι περισσότεροι, την πατρίδα τους (28 Ιουλίου 1822). Άλλοι κατέφυγαν στα Επτάνησα, ενώ αρκετές από τις σπουδαιότερες φάρες των Σουλιωτών κατέφυγαν στο Μεσολόγγι, όπου αγωνίστηκαν στο πλευρό των άλλων Ελλήνων κατά την πολιορκία, και, μετά την Έξοδο, και σε άλλες πολεμικές συγκρούσεις, έως το τέλος της Επανάστασης. Τα Μποτσαραίικα πηγάδια στο Σούλι.
Γκούρα : πηγές στη
Ρευματιά Πρέβεζας
Γκούρα : τοποθεσία πηγών στη Ρευματιά (παλιά ονομασία Κούτσαρι), νύν δημοτικό
διαμέρισμα Κάτω Ρευματιάς Δήμου Λούρου Πρέβεζας...
εικόνες φυσικού κάλλους....
Ο μύλος του Σκούρα και το ''καλάθι'' στη γέφυρα...
γεφύρι δε στεριώνεται...
Ο φόβος της διάσχισης με το καλάθι...γίνεται αντιληπτός ακόμη και
σήμερα...
Ο
μύλος του Σκούρα υπάρχει ακόμη άν και ασκεπής....
Ο ναός της Αγίας Μαρίνης της Μεγαλομάρτυρος...Η σημερινή εικόνα του ναού με
προσθήκη καινούργιας στέγης και εξωτερικού στέγαστρου στο νότιο τμήμα.
www.facebook.com
www.youtube.com
βικιπαιδεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου