Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Ανώγειο Πρέβεζας. Δείτε τα video





Δείτε τα video






















Το Ανώγειο είναι ορεινό χωριό του νομού Πρέβεζας. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις πλαγιές του όρους Ξηροβούνι και αποτελεί τον πιο ορεινό οικισμό του νομού Πρέβεζας. Το Ανώγειο ανήκει στον δήμο Ζηρού και σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει 118 κατοίκους.
Το ΔΔ Ανωγείου βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του Νομού Πρέβεζας. Έχει έδρα το Γοργόμυλο και αποτελείται από τα Δημοτικά Διαμερίσματα Γοργόμυλου, Ανωγείου, Τσαγκαροπούλου και το Συνοικισμό Δρυμώνα του Ανωγείου. Στο χωριό υπάρχουν οι εκκλησίες του προφήτη Ηλία, του Αγίου Σώζοντος και του Αγίου Νικολάου.
Κατά τον Ιούλιο του 1943, σημειώθηκαν στο Ανώγειο μάχες μεταξύ του Αρχηγείου Ξηροβουνίου του ΕΔΕΣ υπό την ηγεσία του Αλέκου Παπαδόπουλου και των δυνάμεων Κατοχής




















Αδερφοί Ρεντζαίοι

Τα αδέρφια Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος ήταν διαβόητοι λήσταρχοι που έδρασαν την περίοδο του Μεσοπολέμου στην Ήπειρο. Μέχρι τη σύλληψη και την εκτέλεση τους το 1930 είχαν διαπράξει δεκάδες δολοφονίες, ληστείες, απαγωγές και κλοπές.


Η δράση τους μέχρι το 1924





Τα δύο αδέρφια κατάγονταν από το χωριό Ανώγι της Πρέβεζας. Ο Γιάννης Ρέτζος είχε γεννηθεί το 1896 ενώ ο αδερφός του ήταν τρία χρόνια μικρότερος. Το 1917 ο Γιάννης ενώ υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στον λόχο της Ερσέκας, στη Βόρεια Ήπειρο, αφού έμαθε ποιοι ήταν οι δράστες της δολοφονίας του πατέρα του (ο οποίος είχε εξαφανιστεί το 1909 και μερικά χρόνια αργότερα μαθεύτηκε ότι είχε δολοφονηθεί και ο σκελετός του βρέθηκε σε μια τρύπα όπου τον είχαν πετάξει), λιποτάκτησε παίρνοντας μαζί τον οπλισμό του και αφού γύρισε στον τόπο του σκότωσε μαζί με τον αδερφό του τους δράστες. 


Στη συνέχεια τα δύο αδέρφια βγήκαν στο βουνό και μαζί με τους συντρόφους τους, διέπραξαν, μέχρι το 1924 οπότε τους χορηγήθηκε αμνηστία, δεκάδες δολοφονίες, κλοπές, εκβιασμούς και απαγωγές. Ορισμένες από τις απαγωγές που διέπραξαν οι Ρετζαίοι το διάστημα αυτό, από τις οποίες αποκόμισαν πολύ μεγάλα ποσά, ήταν η απαγωγή του Χρήστου Παπαγιαννόπουλου, η απαγωγή του εμπόρου Φουρναρόπουλου με λύτρα 2.000 χρυσές λίρες, η απαγωγή του υιού Παναγιωτόπουλου με λύτρα 4.000 χρυσές λίρες και η απαγωγή του γιου του μεγαλέμπορου Μαραμένου με λίτρα 1.000.000 δραχμές. Σύμφωνα δε με τις εφημερίδες της εποχής μέχρι την αμνήστευσή τους είχαν διαπράξει 47 δολοφονίες ενώ σύμφωνα με την Ιστορία της χωροφυλακής 82. Μεταξύ των δολοφονηθέντων από τα δύο αδέρφια ήταν και ο ταμίας της ομάδας τους Δημήτρης Μπουζούκης, επειδή τους κατέδωσε στην αστυνομία, και η γυναίκα του. Τελικά σκοτώνοντας και τους συντρόφους τους Σταύρο Σιντόρη και Κοντογιώργη κατάφεραν να πάρουν αμνηστία.

Η χορήγηση αμνηστίας και η ζωή των Ρετζαίων στα Ιωάννινα Τα δύο αδέρφια, μετά τη χορήγηση της αμνηστίας, μπήκαν στα Ιωάννινα μέσα σε πανηγυρικό κλίμα. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής και μαρτυρίες ανθρώπων που βρέθηκαν στην πόλη, κατά την είσοδο των Ρετζαίων στην πρωτεύουσα της Ηπείρου, όλος ο κόσμος συγκεντρώθηκε για να τους δει ενώ ακόμα και ο διευθυντής της Ασφάλειας Ιωαννίνων και ο τότε μέραρχος, τους είχαν προηγουμένως προϋπαντήσει σε ένα χάνι της περιοχής. Οι Ρετζαίοι γιόρτασαν την αμνήστευσή τους και την είσοδό τους στην πόλη τρώγοντας στο σπίτι ενός φίλου τους και το γλέντι συνεχίστηκε μέχρι αργά την νύχτα.



























Στη συνέχεια τα δύο αδέρφια εγκαταστάθηκαν σε ένα δίπατο σπίτι που βρισκόταν κοντά στο κτίριο της διοίκησης χωροφυλακής στο κέντρο των Ιωαννίνων ενώ ο ανώτερος διοικητής χωροφυλακής συνταγματάρχης Πετσετάκης διέμενε σε οίκημα που ανήκε στους δύο αδερφούς «κατά νομή» και «ούτω κατοπτεύετο πλήρως» από αυτούς. Οι Ρετζαίοι ζούσαν μια ζωή πολύ άνετη (καθώς τα προηγούμενα χρόνια είχαν κερδίσει μεγάλα ποσά από τις εγκληματικές τους δραστηριότητες) και συναναστρέφονταν την υψηλή κοινωνία της πόλης. Σύμφωνα με καταγγελία του βουλευτή Μιχάλη Γούδα στη συνεδρίαση της Βουλής της 10ης Δεκεμβρίου του 1926 τα δύο αδέρφια «εχρησίμευαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του Κράτους, συμπαρεδρεύοντες εις την αστυνομία και παρέχοντες πληροφορίες».
Το Σεπτέμβριο του 1924 ο Γιάννης Ρέτζος παντρεύτηκε την κόρη του συνεργάτη «κατά την ληστρική δράσιν των, του Βασίλη Κολοβού», ο οποίος κατέδωσε τους Ρετζαίους στην αστυνομία μετά την ληστεία της Πέτρας.
Η ληστεία της Πέτρας 
Στις 13 Ιουνίου του 1926 στη διάρκεια ληστείας λίγα χιλιόμετρα έξω από την Πρέβεζα, που όπως αποδείχτηκε αργότερα την είχαν οργανώσει οι Ρετζαίοι, σκοτώθηκαν οχτώ άνθρωποι. Οι ληστές είχαν κλείσει με τον κορμό ενός δέντρου το δρόμο, από όπου θα περνούσε το αυτοκίνητο της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας, που μετέφερε από την Πρέβεζα στα Γιάννενα 15.000.000 δραχμές. Όταν το αυτοκίνητο πλησίασε οι ληστές άνοιξαν πυρ και από τις δύο πλευρές και ο οδηγός προσπαθώντας να τους αποφύγει έχασε τον έλεγχο με αποτέλεσμα να ανατραπεί το όχημα. 
Στο σημείο της ληστείας έφτασαν αρχικά καταδιωκτικά αποσπάσματα και χωροφύλακες από την περιοχή οι οποίοι σύμφωνα με καταγγελίες «περιέπεσαν σε αξιοθρήνητους ενέργειες». Γι' αυτό πήγαν στο σημείο ο αρχηγός χωροφυλακής Δ. Κοκκαλάς και ο συνταγματάρχης Γάσπαρης προκειμένου να αναλάβουν το συντονισμό της επιχείρησης για τη σύλληψη των δραστών ενώ παράλληλα κατέφθασε πολύς στρατός και χωροφύλακες από τα Γιάννενα. Στα πλαίσια της επιχείρησης οι Κοκκαλάς και Γάσπαρης πρότειναν να ενισχυθούν οι αστυνομικές δυνάμεις με 280 οπλίτες και να αντικατασταθούν όσοι κατάγονταν από την Ήπειρο και την Κέρκυρα. Επίσης ζήτησαν να εκδιωχθούν ληστές που τους είχε χορηγηθεί αμνηστεία και διέμεναν στην Ήπειρο και να δημιουργηθούν μόνιμα φυλάκια σε διάφορα σημεία στο δρόμο που συνέδεε την Πρέβεζα με τα Γιάννενα. Τέλος ζήτησαν να «διορισθή εγνωσμένης δραστηριότητας γενικός διοικητής Ηπείρου», θέση που μέχρι τότε κατείχε ο εισαγγελέας Γιαμαρέλος. Παράλληλα δύο συντάγματα «κυνηγών» έκαναν έρευνες και ανακρίσεις στην περιοχή και προχωρούσαν σε συλλήψεις κάνοντας χρήση υπερβολικής και αδικαιολόγητης βίας σε βάρος των κατοίκων. Είχε δε διατυπωθεί η σκέψη να εκτοπισθούν οι κάτοικοι 27 χωριών της περιοχής και να εγκατασταθούν κάπου στην Πελοπόννησο.













Στις 14 Δεκεμβρίου του 1924 ο βουλευτής Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας από το βήμα της Βουλής περιέγραψε την κατάσταση που επικράτησε στην περιοχή μετά την ληστεία όπως την έζησε ως απεσταλμένος της εφημερίδας Πολιτεία. Μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στη σύγχιση αρμοδιοτήτων που επικράτησε καθώς είχαν επιληφθεί συγχρόνως οι εισαγγελείς και αστυνομικές αρχές Ιωαννίνων, Άρτας και Πρέβεζας καθώς και ο εισηγητής του Στρατοδικείου της 8ης Μεραρχίας. Επίσης έκανε λόγω για λάθη από την πλευρά των αστυνομικών αρχών σχετικά με τις έρευνες και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στον ηγούμενο του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία Παπαγιάννη: «... έμεινεν ανεξερεύνητον το Μοναστήριον του Προφήτου Ηλιού, το οποίον είχε τόσον επίκαιρον τοποθεσίαν και του οποίου ο ηγούμενος ήτο ο διαβόητος Παπαγιάννης, έχων απότερον παρελθόν πατριωτικόν, όπως ήκουσα, διότι ήτο οπλαρχηγός, με πρόσφατον όμως παρελθόν επισήμου και γνωστού ληστοτρόφου. Και όμως το Μοναστήριον έμεινεν ανεξερεύνητον.[...] Επιτέλους έφθασαν εις το σημείον εκείνο, από το οποίον έπρεπε να είχον αρχίσει. Και εστράφησαν προς τον Παπαγιάννην αφ' ενός και προς τα ύποπτα ληστοπαραγωγά χωρία αφετέρου. Ο Παπαγιάννης καταπιεσθείς, πειθαναγκασθείς και κατ' άλλους δεινώς βασανισθείς.... ωμολόγησεν ό,τι εγνώριζεν.... Οπωσδήποτε έβαλε την ανάκρισιν εις το δρόμον της....».
Διαφυγή στο εξωτερικό και σύλληψη των Ρετζαίων 
Τα πολλά λάθη από την πλευρά των διωκτικών αρχών είχαν ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η σύλληψη των δραστών και οι Ρετζαίοι, που είχαν σχεδιάσει αλλά δεν ήταν παρόντες στην ληστεία, να προλάβουν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τον Αθανασιάδη - Νόβα: «Μετά μακρόν πολεμικόν συμβούλιον συγκροτηθέν εις το Στρατηγείον των Ιωαννίνων, ελήφθη απόφασις να συλληφθούν οι δύο λησταί. Τα μέτρα τα οποία έλαβον ήσαν τόσο πομπώδη, ώστε όλοι οι παρακολουθούντες ήσαν απολύτως βέβαιοι ότι την επόμενη πρωίαν ή θα εδραπέτευον οι Ρετζαίοι ή θα συνελάμβανον αυτοί τας Αρχάς, ουδέποτε δε αι Αρχαί θα κατώρθωνον να τους συλλάβουν...». Έχοντας αντιληφθεί τα δύο αδέρφια ότι επίκειτο η σύλληψή τους έφυγαν από τα Γιάννενα και πέρασαν στην Αλβανία. Αφού έβγαλαν, έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού, αλβανικά διαβατήρια, ο Γιάννης Ρέτζος με το όνομα Αθανάσιος Νικόλα Τσίκος και ο Θύμιος Ρέτζος με το όνομα Νικόλας Πέτρε Ντήσος, πέρασαν στην Ιταλία και ύστερα από λίγες μέρες πήραν το τρένο για τη Σερβία. Έλληνες αξιωματικοί που είχαν μάθει ότι οι Ρετζαίοι βρίσκονταν στη Σερβία προσπάθησαν, ύστερα από σχετική άδεια της σερβικής κυβέρνησης, ανεπιτυχώς, να τους συλλάβουν στη Σερβία. Τα δύο αδέρφια διέφυγαν στη Ρουμανία όπου συνελήφθησαν αλλά κατάφεραν να δραπετεύσουν και τελικά κατέληξαν στη Βάρνα της Βουλγαρίας όπου παρουσιάστηκαν ως έμποροι σιτηρών και άνοιξαν γραφείο εισαγωγών -εξαγωγών. Τελικά συνελήφθησαν εκεί το φθινόπωρο του 1928 από Έλληνες αστυνομικούς σε συνεργασία με Βούλγαρους συναδέλφους τους και με την πολύ σημαντική βοήθεια του επιθεωρητή της Γενικής Ασφαλείας της Ρουμανίας Στρατή Στρατηλέσκου και τον Νοέμβριο του 1928 μεταφέρθηκαν με τραίνο στην Ελλάδα.
Η δίκη και η εκτέλεσή τους Το Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς ξεκίνησε, στο Πενταμελές Εφετείο της Κέρκυρας, η δίκη των Ρετζαίων για την ληστεία της Πέτρας. Μαζί τους δικάστηκαν άλλα δεκαέξι άτομα. Στις 7 Οκτωβρίου του 1929 η δίκη ολοκληρώθηκε και τα δύο αδέρφια και τρεις συνεργάτες τους, ο Ευάγγελος Κόκαλης, ο Κωνσταντίνος Καψάλης και ο Φίλιππας Διαμάντης καταδικάστηκαν σε θάνατο ενώ οι υπόλοιποι σε ισόβια κάθειρξη. Οι πέντε καταδικασθέντες εκτελέστηκαν στις 5 Μαρτίου του 1930 στην Κέρκυραστο συνήθη τόπο των εκτελέσεων ... ο παρά την τάφρον του Παλαιού φρουρίου χώρος»), όπου είχαν μεταφερθεί υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας γιατί υπήρχε φόβος ότι συνεργάτες τους θα προσπαθούσαν να τους απελευθερώσουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταφορά τους στον τόπο της εκτέλεσης έγινε με πολυτελή αυτοκίνητα των οποίων οι οδηγοί ειδοποιήθηκαν λίγο πριν την εκτέλεση και δε γνώριζαν ποιους επρόκειτο να μεταφέρουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: